Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ
(...) Σε κοινωνίες παρακμής, δηλαδή «ανεπαισθήτως» παραιτημένες από την κριτική σκέψη, οι πολίτες – πελάτες της εφημερίδας θέλουν (συνειδητά ή ανεπίγνωστα) οι «απόψεις» που δημοσιεύονται στις στήλες της να επιβεβαιώνουν τις δικές τους βεβαιότητες – πεποιθήσεις. Διαβάζουν εφημερίδα, όχι για να πληροφορηθούν τα συμβαίνοντα, αλλά για να απολαμβάνουν θωρακισμένες με κύρος τις επιλογές – απόψεις τους.
Ειδικά οι αγοραστές – αναγνώστες εφημερίδων που κυκλοφορούν ως «επίσημα όργανα» κάποιων κομμάτων, αρνούνται την πληροφόρηση – ενημέρωση για τα όσα συμβαίνουν γύρω τους και στον κόσμο, θέλουν να ξέρουν μόνο τι το κόμμα τους εντέλλεται να πιστεύουν ότι συμβαίνει. Γι’ αυτό και, από το πόσα φύλλα πουλάνε οι κομματικές εφημερίδες, συμπεραίνουμε το επίπεδο νοημοσύνης (IQ) των ατόμων της συγκεκριμένης κοινωνίας.
Βέβαια, η πιστοποίηση και αιτιολόγηση της παρακμής προϋποθέτει συνειδητά κριτήρια προσδιορισμού της ακμής. Και η αντιθετική διαστολή ακμής και παρακμής δεν βασίζεται στα ίδια για όλους κριτήρια.
Υπάρχουν στην ελλαδική κοινωνία δημόσια πρόσωπα, με εντυπωσιακούς τίτλους και αξιώματα, που διακηρύττουν ακμάζουσα λ.χ. την παιδεία, έστω κι αν πλεονάζει η αγλωσσία – ασκεψία – θέλουν το σχολείο να ετοιμάζει ξυλουργούς, υδραυλικούς, μηχανουργούς, τεχνίτες μετάλλων, «χρήσιμα» επαγγέλματα, που ενδιαφέρουν την αγορά!
Τριάντα δύο υπουργοί Παιδείας στα τελευταία σαράντα επτά χρόνια, και δεν βρέθηκε ούτε ένας, έστω μία μοναδική περίπτωση, που να δείξει ότι αντιλαμβάνεται την κοινωνική – πολιτική δυναμική του σχολείου. Παγιωμένη και αδιατάρακτη, στην ελλαδική κοινωνία, η βεβαιότητα ότι το σχολείο είναι χρηστικό, έχει μοναδικό στόχο την πρακτική ωφελιμότητα: Να πάει το παιδί στο σχολείο, «για να πάρει εφόδια» – «να έχει ένα χαρτί, να βρει μια δουλειά, να κερδίζει το ψωμί του».
Δεν υπήρξε ποτέ, στην κρατική Ελλάδα, υπουργός Παιδείας που να ψελλίσει, έστω, απόηχο της ελληνικής εκδοχής για την Παιδεία. Οτι το παιδί πηγαίνει στο σχολειό, όχι για να «ωφεληθεί», αλλά για να ενταχθεί στη χαρά των σχέσεων, να μάθει να προσφέρει, να κοινωνεί τη ζωή, τη γνώση, να κάνει φίλους που θα τον συντροφεύουν ισόβια. Στο σχολείο ετοιμάζεται, όχι για να διεκδικεί ατομικά, εγωκεντρικά «δικαιώματα», αλλά να χαρίζει, να μοιράζεται: το κολατσιό του, το παιχνίδι του, τις δυσκολίες, τις χαρές του – πηγαίνει στο σχολειό για να γίνει πολίτης, να μετέχει στα κοινά, να έχει υπεύθυνη γνώμη, να σέβεται τη διαφορετική άποψη. Να τον συνεπαίρνει η άμιλλα, να χαίρεται την αριστεία, τη συνεργασία.
Τίποτε από αυτά σήμερα. Είναι αμφίβολο αν κατανοούν τη γλώσσα μιας τέτοιας εκπαιδευτικής πολιτικής οξυνούστατοι πρώην Παιδείας ή «προοδευτικές» απομιμήσεις τους επικαιρικές. Μοιάζει να έχουμε οριστικά επιλέξει τον ζυγό της στυγνής χρησιμοθηρίας, μάλλον ανυποψίαστοι για τις συνέπειες. Γι’ αυτό και, εντελώς αυτονόητα, οι κυβερνήσεις που μας κυβερνούν, ανεξάρτητα από το πώς αυτοδιαφημίζονται, ακολουθούν την εντελώς ίδια εκπαιδευτική πολιτική, σαράντα επτά χρόνια τώρα.
Διά του λόγου το ασφαλές, ας θυμηθούμε τη συντελεσμένη πια, δεκαετίες τώρα, υποκατάσταση του σχολείου από το «φροντιστήριο» – το φροντιστήριο «έργο», το σχολείο «πάρεργο», και κανένας δεν μιλάει για τις κοινωνικές επιπτώσεις αυτής της εγκληματικής διαστροφής.
Δεν μπορεί μια κοινωνία να διολισθήσει σε χαμηλότερο επίπεδο μορφωτικής αγωγής, εξευτελισμού του εκπαιδευτικού υπουργήματος.
Το «φροντιστήριο» αυτονόητο στη μέση παιδεία, και το εξουσιαστικό καθεστώς των κομματικών νεολαιών μέσα στα πανεπιστήμια, είναι η ντροπή της σύγχρονης Ελλάδας, η πιο καταστροφική υπονόμευση της ιστορικής επιβίωσης του Ελληνισμού.
«Ντροπή», «ιστορική επιβίωση»: λέξεις κενές, δίχως εμπειρικό σημαινόμενο για πρώην και νυν υπουργούς Παιδείας.
Δεν τους αγγίζει, όσες φορές κι αν τεθεί, το μακάβριο ερώτημα: Γιατί το Ελληνόπουλο, από το Δημοτικό ώς το Πανεπιστήμιο, καταστρέφει με ψυχοπαθολογική μανία ό,τι είναι δημόσιο;
Του παραδίδεις καινούργιο, καλοφτιαγμένο σχολικό ή πανεπιστημιακό κτήριο, ζηλευτό. Και σε τρεις μήνες το Ελληνόπουλο το έχει ατιμάσει, ευτελίσει, καταστρέψει. Με τον σουγιά, τον μαρκαδόρο, το σπρέι, την αφισοκόλληση.
Γιατί; Ποιον εκδικείται; Γιατί αχρηστεύει τα σήματα και τις πινακίδες της τροχαίας κυκλοφορίας;
Γιατί θέλει να ταλαιπωρεί, με παθιασμένο σαδισμό, τους άγνωστους συμπολίτες του;
Ας τολμούσε ένας, οποιουδήποτε κόμματος, υπουργός Παιδείας ή Πολιτισμού να αναμετρηθεί με αυτά τα ερωτήματα.
Εχει καίρια σημασία τα ουσιώδη να επαναλαμβάνονται: Η Δημοκρατία δεν είναι συνταγή, είναι κατόρθωμα. Δεν αρκεί να έχεις Βουλή, εκλογές, Δικαστήρια, εποπτικές και ελεγκτικές Αρχές, για να έχεις δημοκρατία.
Οταν δεν κατορθώνεις το κατόρθωμα...
κάποια, οποιαδήποτε κρίσιμη για το πολίτευμα κοινωνική ομάδα οφείλει να υπερασπίσει τη Δημοκρατία. «Διά παντός μέσου», επιτάσσει το Σύνταγμα (άρθρο 120, 4).
Να συντηρείται η κατάλυση της Δημοκρατίας με πρόσχημα τις επιφάσεις Δημοκρατίας, είναι μόνο απάτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου