Στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του «Ταυτότητα» ο Φράνσις Φουκουγιάμα, αφού κάνει αναφορά από τον Πλάτωνα και τον Σωκράτη μέχρι τον Ρουσσώ και σύγχρονους διανοητές, επανανακαλύπτει έναν εσωτερικό βαθύ εαυτό.
Αυτός ο εσωτερικός εαυτός αναζητά αξιοπρέπεια, δηλαδή αναγνώριση, περισσότερο και από την αναζήτηση τροφής.
Αυτή η αναγνώριση αξιοπρέπειας είναι η ταυτότητα του ανθρώπου. Στο δικό μας σχόλιο ας την ονομάσουμε βαθιά ψυχή.
Στη βαθιά ψυχή, λοιπόν, των ανθρώπων της αριστεράς που υπέγραψαν υπέρ του Κουφοντίνα , αποκαλύπτεται ένας εσωτερικός εαυτός και μια συλλογική ταυτότητα. Το βιβλίο του Φουκουγιάμα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και αναλυτικό και δεν έχω τα περιθώρια να το αναλύσω. Αλλά είναι άλλο πράγμα η ατομική και άλλο η συλλογική ταυτότητα. Στην περίπτωση που θα μας απασχολήσει περνάμε από την ατομική στη συλλογική. Σε άλλες περιπτώσεις οι ατομικές ταυτότητες έρχονται σε αντίθεση με τις συλλογικές. Αλλά ας τις αφήσουμε αυτές.
Ο Κουφοντίνας εκτέλεσε ανθρώπους, αφαίρεσε ζωές και η καταδίκη της πράξης αυτής , πέραν του Κουφοντίνα, είναι βαθιά ριζωμένη στην ανθρώπινη ύπαρξη. Είναι η ειδοποιός διαφορά που δημιουργεί τον άνθρωπο.
Δεν πιστεύω πως υπάρχει αντικειμενική περιγραφή γεγονότων. Πολύ περισσότερο δεν πιστεύω πως υπάρχει αντικειμενική εξήγηση των γεγονότων. Αλλά ούτε και αντικειμενική πρόσληψη της φύσης και του κόσμου. Έτσι, αποδέχομαι εξαρχής ότι η προσέγγισή μου στο θέμα θα είναι υποκειμενική.
Πρέπει, λοιπόν, να περιγράψω επιγραμματικά που βασίζομαι και από τι επηρεάζομαι:
Τρείς είναι οι αξίες που καθορίζουν την προσέγγισή μου: Η αδιαπραγμάτευτη αξία της ζωής, η ελευθερία και η αξιοπρέπεια (όπως την αναλύει ο Φουκουγιάμα). Θα προσέθετα και μία τέταρτη. Παρότι καταδικάζω πράξεις αφαίρεσης ζωής (έναντι οποιουδήποτε λόγου) συμπάσχω με τον υπαίτιο της πράξης. Έτσι, ο Κουφοντίνας και οι πράξεις του είναι απολύτως καταδικαστέες αλλά δεν με αφήνουν αδιάφορο οι συνθήκες ζωής του. Διάβασα με προσοχή τα κείμενα, περισσότερο των καθηγητών. Περιλαμβάνει προσωπικότητες που εκτιμώ.
Είναι, όμως, αυτό το κίνητρο των ανθρώπων της αριστεράς (πρώτοι υπέγραψαν στελέχη του Συριζα και στη συνέχεια πανεπιστημιακοί καθηγητές); Ενδιαφέρονται για τις συνθήκες ζωής των κρατουμένων και τη λειτουργία του κράτους δικαίου ή κάτι άλλο συμβαίνει;
Και ποιο είναι αυτό το κάτι άλλο;
Παραβιάσεις του κράτους δικαίου συμβαίνουν καθημερινά. Πολύ χειρότερες από ό,τι στην περίπτωση του Κουφοντίνα. Αλλά δεν επεδείχθη καμιά ευαισθησία από τα στελέχη του Συριζα ή πανεπιστημιακούς καθηγητές. Και τα δικαιώματα των φυλακισμένων παραβιάζονται και οι συνθήκες ζωής τους είναι πολύ χειρότερες από του Κουφοντίνα. Και κανείς δεν υπάρχει να τους υποστηρίξει. Γιατί; Γιατί η ευαισθησία επιδεικνύεται επιλεκτικά προς τον Κουφοντίνα;
ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ
Διότι, υποτίθεται πως οι πράξεις του Κουφοντίνα ήταν πολιτικές ενώ των άλλων ποινικές. Έκλεψαν ή σκότωσαν για ένα κομμάτι ψωμί, ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο για τον οποίο η Κεντρική Επιτροπή του Συριζα απαξιεί να ασχοληθεί.
Έχουμε, λοιπόν, κατ αρχάς μία αποδοχή των πράξεων του Κουφοντίνα.
Τι έκανε ο Κουφοντίνας;
Στην καλύτερη περίπτωση εκτέλεσε ανθρώπους (ταξικούς αντιπάλους, όπως τους θεωρούσε) διότι πίστευε πως έτσι θα προκαλέσει τις συνθήκες για μια επανάσταση που θα επιβάλλει ένα λαϊκό κομμουνιστικό καθεστώς.
Οι πράξεις του και η ιδεολογία του δεν αφίσταντο από ανάλογες άλλων κινημάτων της δεκαετίας του 70. Και ο διεθνής δημόσιος διάλογος εστίασε στο κατά πόσο αυτές οι πράξεις μπορούν να χαρακτηριστούν επαναστατικές ή τρομοκρατικές. Εννοείται πως για τον Κουφοντίνα και όσους συμπορεύονται μαζί του ήταν επαναστατικές. Για άλλους τρομοκρατικές. Η διαφορά, όπως διατυπώθηκε εκείνη την εποχή ήταν ότι στην περίπτωση του χαρακτηρισμού τους ως επαναστατικών, ενέκρινε τις πράξεις και ακολουθούσε ένα λαϊκό ρεύμα με συγκεκριμένους πολιτικούς στόχους. Αν αυτό το ρεύμα δεν υπήρχε και αν επρόκειτο για μια μικρή ομάδα ακόμη και στην αριστερά γινόταν αποδεκτός ο χαρακτηρισμός των ενεργειών ως τρομοκρατικών.
Δεν μπορώ να μπω στην ψυχή του Κουφοντίνα να αναλύσω γιατί το έκανε και αν απέβλεπε στην επανάσταση, όπως έλεγαν και οι προκηρύξεις της 17 Νοέμβρη, ή εκτόνωνε τα προσωπικά και ψυχολογικά του αδιέξοδα.
Αλλά, ακόμη και αν αποδεχθούμε πως το έκανε από επαναστατική πρόθεση και ο ίδιος έδωσε κάποια στοιχεία πολιτικοποιημένου λόγου και συνείδησης, δεν θα μπορούσαμε να πούμε πως η υπόλοιπη ομάδα της 17 Νοέμβρη είχε τα ίδια χαρακτηριστικά. Εξαιρέσει, βεβαίως, του Γιωτόπουλου αλλά αφού ο Γιωτόπουλος αρνείται τη συμμετοχή του στην οργάνωση ας μην ασχοληθούμε μαζί του. Δεν ασχολείται ούτε και η υπάρχουσα αριστερά στην Ελλάδα αν και ο Γιωτόπουλος με την άρνησή του βασίζεται και αυτός θεωρητικά στις αντιλήψεις μιας ιστορικής τρομοκρατικής ή επαναστατικής, ό,τι προτιμάτε, τάσης που έλεγε πως δεν ομολογούμε κατά τη σύλληψή μας και τα αρνούμαστε όλα. Ακόμη και τα προφανή.
Έχουμε, λοιπόν, να κάνουμε με μια ομάδα που δολοφονεί «ταξικούς αντιπάλους» της χωρίς να έχει υψηλό βαθμό πολιτικής συνείδησης και συνείδησης γιατί το κάνει με την έννοια της ένταξης της πράξης της σε μια επαναστατική πολιτική θεωρία και πρακτική.
Και εδώ μπορούμε να θέσουμε το πρώτο ερώτημα: ήταν επαναστατικές οι πράξεις της 17 Νοέμβρη, ή τρομοκρατικές; Πολύ περισσότερο όταν κανείς δεν πίστευε πως υπήρχαν οι συνθήκες από δολοφονίες να προκύψουν επαναστατικές εξελίξεις.
Το μόνο που πέτυχαν ήταν να εξαλείψουν κάθε προσπάθεια ανάδυσης μιας νέας αστικής τάξης, απαραίτητης προϋπόθεσης για την εξέλιξη κάθε κοινωνίας. Ούτε ο Μάρξ απέκλειε αυτό το στάδιο εξέλιξης. Το απέκλεισε, όμως, μια αριστερά στην Ελλάδα που δεν γνωρίζω αν έσκυψε ποτέ με προσοχή στα βιβλία των θεωρητικών που πολιτικά υπηρετούσε.
Οι πράξεις, λοιπόν, της 17 Νοέμβρη και του Κουφοντίνα ήταν τρομοκρατικές.
Και τι με αυτό, θα αναρωτηθεί κανείς.
ΜΗΠΩΣ ΔΙΚΑΙΩΝΟΥΝ ΤΗΝ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ;
Σωστά. Συντάσσομαι και εγώ με την άποψη πως στις κοινωνίες τις οποίες θέλουμε να ζήσουμε η δημοκρατία μεριμνά και γι αυτούς τους ανθρώπους. Τους τρομοκράτες. Πρέπει, όμως, να μεριμνά και για την αίσθηση δικαίωσης των συγγενών των θυμάτων αλλά και για ολόκληρη την κοινωνία. Αν αποδεχθούμε πως η ζωή είναι το ύψιστο αγαθό που οι κοινωνίες πρέπει να διαφυλάσσουν, τότε με κάποιον τρόπο πρέπει να επιτυγχάνεται αυτή η διαφύλαξη.
Δεν πιστεύω πως ακόμη και στις πιο ακραίες τάσεις της αριστεράς υπάρχει η άποψη πως η ζωή δεν αξίζει. Αλίμονο μας αν κάτι τέτοιο ισχύει. Θα σκοτωνόμαστε στους δρόμους έτσι για πλάκα. Το θέλουμε αυτό ως κοινωνία;
Άρα, πέραν του ερωτήματος γιατί οι άνθρωποι του Συριζα και οι καθηγητές των ΑΕΙ επιλέγουν τον Κουφοντίνα για να επισημάνουν την καταπάτηση του κράτους δικαίου και τις συνθήκες του σωφρονιστικού συστήματος προκύπτει και το ερώτημα: μήπως δικαιώνουν μια σειρά τρομοκρατικών πράξεων;
Και η δική μου εκτίμηση και στο κράτος δικαίου στην Ελλάδα και στις συνθήκες του σωφρονιστικού συστήματος είναι πολύ χαμηλή. Αλλά γιατί η αριστερά και οι καθηγητές ΑΕΙ εξεγείρονται με αφορμή τον Κουφοντίνα; Που είναι η περί ισότητας αντίληψή τους; Γιατί δεν το έκαναν με αφορμή άλλους κρατουμένους;
Διότι πιστεύω πως στο βάθος η αριστερή συνείδηση των υπογραφομένων δεν έχει κόψει τον ομφάλιο λώρο με πρακτικές επαναστατικές ή τρομοκρατικές. Δεν λέω ότι οι άνθρωποι είναι επαναστάτες ή τρομοκράτες. Αλλά, όποιος έχει περάσει από την αριστερά, κάποια στιγμή στάθηκε απέναντι σε τέτοια φαινόμενα. Και αναμετρήθηκε. Ακόμη και όταν τα καταδίκασε, σε κάποια φάση της πολιτικής του εξέλιξης τον επηρέασαν.
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ
Το φαινόμενο θα είχε περιορισμένη σημασία αν ο Συριζα δεν ήταν αξιωματική αντιπολίτευση και οι καθηγητές που υπογράφουν δεν αποτελούσαν την διανόησή του, αν κρίνω, τουλάχιστον από τα ονόματα όσων γνωρίζω.
Το πολιτικό φάσμα στην Ελλάδα είναι μανιχαϊστικό. Μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και Σύριζα δεν υπάρχει ομαλή μετάβαση. Λείπει ο ενδιάμεσος κρίκος, απαραίτητος για τη δημοκρατική λειτουργία. Το ΠΑΣΟΚ, ή όπως αλλοιώς λέγεται, δεν θεωρείται κόμμα εξουσίας. Εδώ φοβάται να υποστηρίξει το παρελθόν του, την χώρα θα κυβερνήσει;
Οι άνθρωποι, λοιπόν, που υπογράφουν μπορεί να κληθούν να κυβερνήσουν. Και το ερώτημα είναι πως θα κυβερνήσουν;
Θα αποφασίσει η κοινωνία. Αλλά στην κοινωνία πρέπει να παρουσιαστούν πολλαπλές προτάσεις. Ο περιορισμός τους σε δύο στην Ελλάδα και, μάλιστα, μανιχαϊστικά, είναι επικίνδυνος.
Δυστυχώς, η απουσία σοβαρής αστικής τάξης στη χώρα έχει οδηγήσει σε μια στενή, επαρχιακή αντίληψη της πολιτικής. Είναι αυτό που λέμε «αθηναϊκός επαρχιωτισμός». Μια υποκουλτούρα στην πρωτεύουσα καθορίζει τα πάντα με κεντρομόλα αντίληψη. Τίποτε δεν επιτρέπεται να ξεφύγει από τον έλεγχό της. Τίποτε δεν επιτρέπεται να λειτουργήσει αυτόνομα. Η Ελλάδα είναι ένα ολιγαρχικό, μονοκομματικό κράτος.
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ
Υπάρχει, όμως, και ένα άλλο σοβαρότερο πρόβλημα. Το πώς προσλαμβάνει η ελληνική αριστερά τις διεργασίες που γίνονται σε διεθνές επίπεδο στον χώρο της.
Η ψυχολογική διατήρηση της σύνδεσης με ένα απώτερο παρελθόν (τρομοκρατία) , δεν δημιουργεί, μόνο, ξεπερασμένες αντιλήψεις στην ελληνική κοινωνία. Δεν καθηλώνει τον όποιο δημόσιο διάλογο (αυτός μάλλον δεν υπάρχει) σε διακυβεύματα του παρελθόντος.
Αναδεικνύει και ένα πρόβλημα πολιτικής ταυτότητας. Τι είναι, τέλος πάντων, η ελληνική αριστερά;
Σε διεθνές επίπεδο, ο Μάης του ’68 και η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων το 1989 υπήρξαν καταλυτικές ημερομηνίες για τον επαναπροσδιορισμό της αριστεράς.
Ο Μάης του ’68 δημιούργησε μια «πολιτισμική αριστερά» που σιγά σιγά εγκατέλειψε την αντίληψη πως ο πολιτικός χώρος που εκφράζει πρέπει να εκπροσωπεί το προλεταριάτο, αλλά κοινωνικές ομάδες που χαρακτηρίζονταν από μια ιδιαίτερη ταυτότητα. (Εθνικές μειονότητες, γυναίκες, ομοφυλόφιλοι κλπ).
Η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων ανέδειξε αυτού του είδους την αριστερά κυρίαρχη στον χώρο του πολιτικού φάσματος που εκπροσωπεί και περιθωριοποίησε τα μαρξιστικά κομμουνιστικά κόμματα. Μέχρι εξαφανίσεως. Εξαφάνισε, επίσης, τα σοσιαλδημοκρατικά ρεύματα αφού η κυρίαρχη αντίληψη που αναδύθηκε ήταν ο φιλελευθερισμός.
Έτσι, φθάσαμε στο σήμερα όπου λίγο πολύ το παιχνίδι παίζεται μεταξύ μιας φιλελεύθερης αντίληψης και μιας αριστεράς που επιχειρεί να συσπειρωθεί και να εκφραστεί ως το σύνολο μειονοτικών ομάδων που εκπροσωπεί.
Και αυτές οι ομάδες είναι ομάδες που προσδιορίζονται από κάποια ταυτότητα.
Στη λογική της εκπροσώπησης ομάδων που χαρακτηρίζονται από μια ταυτότητα έχει προσχωρήσει και η φιλελεύθερη αντίληψη (αν και εδώ πρέπει να αρθεί το εμπόδιο της σύγκρουσης μεταξύ ατομικής και συλλογικής ταυτότητας) αλλά και η παραδοσιακή δεξιά. Αυτήν την παραδοσιακή δεξιά εξέφρασε ο Τράμπ. Λευκοί, Ευαγγελιστές και πολλοί άλλοι, μεταξύ των οποίων και οι προλετάριοι τους οποίους η αριστερά εγκατέλειψε.
Τις ίδιες δυνάμεις εκφράζει και η ευρωπαϊκή ακροδεξιά, όπως την εκπροσωπεί η Λεπέν, ο Σαλβίνι και σε κυβερνητικό επίπεδο στην Πολωνία, την Ουγγαρία κα.
Άρα, καταλύτης του πολιτικού προσδιορισμού δεν είναι η ταξική τοποθέτηση, πλέον. Αλλά, η ταυτότητα.
Ο αναχρονισμός της ελληνικής αριστεράς συνίσταται στο ότι...
επέλεξε τον Κουφοντίνα για να εκφράσει τις επιφυλάξεις της για το κράτος δικαίου και το σωφρονιστικό σύστημα στη χώρα, όχι ως εκπρόσωπο μιας ομάδας με χαρακτηριστικά ταυτότητας, αλλά λόγω της εμμονής της σε ένα παρωχημένο παρελθόν.
Και η επιμονή αυτή δεν προκαλεί, απλώς, ένα μέρος της κοινωνίας που επιμένει να θεωρεί τη ζωή ως απόλυτη αξία. Αλλά στερεί τη δυνατότητα να αναζητήσει η αριστερά ποιος είναι ο ψηφιακός κόσμος που διαμορφώνεται και πως ο άνθρωπος θα ενταχθεί σ αυτόν.
Αν μια αριστερά θέλει να έχει μέλλον πρέπει σοβαρά να ασχοληθεί με το ερώτημα αυτό.
Η ελληνική αριστερά και η διανόησή της έδειξαν, για άλλη μια φορά, έναν βαθύ, επικίνδυνο, διχαστικό, αναχρονισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου