"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΠΟΛΙΤΙΚΗ και ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Η γοητεία των θαυματοποιών



Συνταγή επιτυχίας για τον ηγέτη  ο Μακιαβελισμός;

Πριν από 486 χρόνια έδινε ο Νικολό Μακιαβέλι με το έργο του "Ο Ηγεμόνας" συμβουλές στο Λαυρέντιο το Μεγαλοπρεπή για τον τρόπο διοίκησης της Φλωρεντίας.  Σ’ αυτό υποστήριζε ότι οι ηγεμόνες πρέπει να φαίνονται προικισμένοι με όλες τις ιδιότητες που θαυμάζει το πλήθος, άσχετα αν τις έχουν ή όχι, γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι κρίνουν από τα φαινόμενα και όχι από την πραγματικότητα, την οποία δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν.  Όσοι την αντιλαμβάνονται δεν τολμούν να εναντιωθούν στη γνώμη των πολλών που προστατεύονται από τη δύναμη της εξουσίας.   


Αναφέρει ακόμη ότι ένας συνετός ηγεμόνας δεν πρέπει να κρατάει το λόγο του, όταν αυτό τον ζημιώνει και όταν οι αφορμές που τον έκαναν να υποσχεθεί έχουν περάσει.  

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τις συμβουλές του Μακιαβέλι έχουν ακολουθήσει από τότε με επιτυχία πάρα πολλοί ηγέτες, οι οποίοι ενδιαφέρονταν βασικά για τη διαιώνιση της εξουσίας τους και όχι για την ηθική του τρόπου που αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί, ούτε για το πραγματικό συμφέρον των πολιτών.


  Ισχύει λοιπόν το: "Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα" του Μακιαβέλι για τους πλείστους των ηγετών, έστω και με την εξαχρείωση των πολιτών και όχι οι ηθικές παραινέσεις του Ισοκράτη (περί ειρήνης .91): "Των αρχόντων έργον εστί τους αρχομένους ταις αυτών επιμελείαις ποιείν ευδαιμονεστέρους", ή του Πλάτωνα (Πολιτεία 347D): "Τω όντι αληθινός άρχων ου πέφηκεν το αυτώ συμφέρον σκοπείσθαι, αλλά το τω αρχομένω".  


Πολλοί λίγοι ενδιαφέρθηκαν να υιοθετήσουν ένα πρότυπο ηγέτη που χαρακτηρίζεται από ήθος, σωφροσύνη, ανιδιοτέλεια και διάθεση για κοινωνική προσφορά, ακολουθώντας τη συμβουλή του Αγάθωνα και ενδιαφερόμενοι για την υστεροφημία τους ότι: "Τον άρχοντα τριών δει μεμνήσθαι: Πρώτον μεν ότι ανθρώπων άρχει, δεύτερον ότι κατά νόμους άρχει και τρίτον ουκ αεί άρχει".


Βέβαια η Δημοκρατία με τυχοδιώκτες μακιαβελιστές ηγέτες εκφυλίζεται και υποβαθμίζεται ηθικά, ενώ μεταξύ των πολιτών επικρατούν τα κυνικά πρότυπα του ατομικού ωφελιμισμού (τομαρισμού), του οπορτουνισμού και της έλλειψης αλληλεγγύης, εμπιστοσύνης και συνεργασίας στις κοινωνικές τους σχέσεις.


Η Μανιχαϊστική λογική του Λαϊκισμού


Ο Μανιχαϊσμός (Μάνι Χαβί = ο Μάνης ζει στα περσικά – 3ος μ.Χ. αιώνας) στηρίζεται στην αντίληψη ότι υπάρχει μια αέναη σύγκρουση των δυνάμεων του καλού με τις δυνάμεις του κακού.  Ως τρόπος σκέψης ο Μανιχαϊσμός χρησιμοποιήθηκε κατά καιρούς για απλοϊκές διπολικές γενικεύσεις της πραγματικότητας σε καλό – κακό, φως – σκότος, φιλολαϊκά – αντιλαϊκά μέτρα, προοδευτικές – συντηρητικές δυνάμεις, κλπ.


Στην Ελλάδα ο διπολικός Μανιχαϊσμός χρησιμοποιείται κατά κόρον για να αναπληρωθεί η συλλογική μας κατάθλιψη με μύθους συνεχών διωγμών από σκοτεινές δυνάμεις και μεγάλα συμφέροντα που μας φθονούν (προφανώς, επειδή όταν εμείς κτίζαμε Παρθενώνες αυτοί έτρωγαν βελανίδια!) και θέλουν να μας εκμεταλλευθούν.


Ο Μανιχαϊσμός είναι μια έκφραση του Λαϊκισμού ο οποίος αποτελεί μια εσκεμμένη χρησιμοποίηση  εύπεπτων κατ’ επίφαση φιλολαϊκών διακηρύξεων και μη ρεαλιστικών υποσχέσεων με σκοπό την εύκολη κατάκτηση ή τη διαιώνιση της εξουσίας.


Σύμφωνα με το Λαϊκισμό η κοινωνία είναι χωρισμένη σε δύο ανταγωνιστικά στρατόπεδα π.χ. το προλεταριάτο και τη μπουρζουαζία, δηλαδή την αγνή εργατιά και τη διεφθαρμένη πλουτοκρατία της αστικής τάξης, στα συμφέροντα του έθνους και στα ξένα εχθρικά συμφέροντα, κλπ.  Αφορά δηλαδή τις ακραίες και απλοϊκές εκφάνσεις τόσο των αριστερών, όσο και των δεξιών κομμάτων.  Παράλληλα με τον αυτιστικό λόγο της αριστεράς υπάρχει και ο φυλετικός, εθνικιστικός και κρατικιστικός λαϊκισμός της δεξιάς.  


Ο λαϊκισμός χρησιμοποιεί ξύλινη γλώσσα, πομπώδεις εκφράσεις, λέξεις κενές περιεχομένου, παραπληροφόρηση, υπεραπλούστευση, κινδυνολογία και μεγαλόστομες ρητορείες υπονομεύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη δημοκρατία, γιατί εξαπατά με μύθους το λαό, υποδαυλίζει το φανατισμό, υποθάλπει το ρατσισμό και συμβάλλει στην αναξιοκρατία με την ευνοιοκρατία που δημιουργείται και με τις πελατειακές σχέσεις που υιοθετεί με αποκλειστικό σκοπό τη διαιώνιση της εξουσίας.  Στηρίζεται στην αμφοτερόπλευρη ιδιοτέλεια των πελατειακών σχέσεων (συμφέροντα τόσο του εξυπηρετούμενου όσο και του πολιτικού), στη συνωμοσιολογία, στην κολακεία των ελαττωμάτων του κοινού, στις δημαγωγικές υποσχέσεις ότι τα συμφέροντα και οι επιθυμίες των λαϊκών μαζών αποτελούν μοναδικό οδηγό πολιτικής δράσης, στην υιοθέτηση μύθων που ακούγονται ευχάριστα απευθυνόμενοι αποκλειστικά στο συναίσθημα και φυσικά στο φθόνο, ο οποίος καλλιεργείται εντέχνως με Μανιχαϊστικά διλλήματα.  


Ο αρχομανής τυχοδιώκτης καιροσκόπος και λαϊκιστής προβάλλεται ως γνήσιος δημοκράτης, υπηρέτης των συμφερόντων του λαού, τον οποίο οι παρατρεχάμενοι κολακεύουν ξεδιάντροπα, ενώ γνωρίζουν ότι η επιτυχία του στηρίζεται μόνο στην υποκουλτούρα και στην έλλειψη παιδείας και κριτικής ικανότητας του κοινού στο οποίο απευθύνεται.


Ο Λαϊκισμός στηρίζεται στη μυθοποίηση κάποιας αριστερής ή δεξιάς ιδεολογίας και αποτελεί μόνιμο κίνδυνο για τη Δημοκρατία, γιατί σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να φθάσει σε αμφισβήτηση των θεσμών της, μια και υποτίθεται ότι αντλεί δύναμη απευθείας  από το λαό που παριστάνει ότι αυθεντικά εκφράζει.


Ο Συνδικαλισμός στην υπηρεσία των κομμάτων;


Χωρίς να αμφισβητείται η μεγάλη συμβολή του συνδικαλισμού γενικά στην εξασφάλιση των δικαιωμάτων και στη γενικότερη βελτίωση της θέσης των εργαζομένων, παρατηρούμε ότι η επίδρασή του στις σύγχρονες κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα δεν ήταν πάντα ιδιαίτερα θετική.


Ο υποτιθέμενος αυτόνομος και ανεξάρτητος συνδικαλισμός που διεκήρυσσαν όλες οι συνδικαλιστικές παρατάξεις εκφυλίστηκε στον στενό και στον ευρύτερο Δημόσιο τομέα, σε μηχανισμό επιδίωξης των στενών συντεχνιακών τους συμφερόντων σε βάρος όλων των υπολοίπων επαγγελματικών ομάδων και τάξεων.


Οι συνδικαλιστές του Δημόσιου τομέα εξασφάλιζαν με τις απεργίες που αποφάσιζαν, χωρίς να διακινδυνεύουν τη θέση τους, το μισθό τους ή την επαγγελματική τους εξέλιξη (όπως συμβαίνει με  τον συνδικαλισμό στον ιδιωτικό τομέα), τη διαιώνιση της εξουσίας τους ή και το μέλλον τους ως κομματικά στελέχη ή βουλευτές ή και υπουργοί, έχοντας βέβαια παράλληλα διασφαλίσει τα συμφέροντα συγγενών, γνωστών και κομματικών τους φίλων.  Υπάρχει ακόμη και σήμερα, αναστολή της ταξικής πάλης, όταν η εργοδοσία εκπροσωπείται από διοικήσεις του ιδίου κόμματος, με αυτό της κυρίαρχης συνδικαλιστικής παράταξης και τη θέση της παίρνει μόνο  η κομματική και παραταξιακή αντιπαράθεση.


Αυτού του είδους ο συνδικαλισμός του Δημόσιου τομέα επετύγχανε  με μαξιμαλιστικές διεκδικήσεις (χωρίς να θεωρείται απαραίτητη η τεχνοκρατική θεμελίωσή τους) από διοικήσεις που δεν είχαν τίποτα να χάσουν (μια και διαχειρίζονταν χρήματα του Δημοσίου), ούτε να φοβηθούν (μια και αντλούσαν την εξουσία τους από την ίδια κομματική ηγεσία, όπως και οι συνδικαλιστές) προνόμια και αυξήσεις που κατέληξαν σε μια άδικη αναδιανομή πλούτου και εισοδημάτων, στα δημοσιονομικά ελλείμματα και τελικά στο τεράστιο δημόσιο χρέος, που καταδυναστεύει τα τελευταία χρόνια ολόκληρη την ελληνική κοινωνία.


Κατ’ αυτόν τον τρόπο πολλοί εργαζόμενοι προτίμησαν την ασφαλέστερη μέθοδο επαγγελματικής ανέλιξης, υποστηρίζοντας τον κομματικό στρατό κατοχής των συνδικαλιστών σε κάθε δημόσια υπηρεσία ο οποίος λειτούργησε στην μεταπολιτευτική Ελλάδα ως μια ιδιότυπη παραεξουσία.


Ο επιτυχημένος πολιτικός ηγέτης λοιπόν, για να θεωρείται φιλολαϊκός, επιλέγει να μην έρχεται σε αντίθεση με τις συνδικαλιστικές ηγεσίες με αποτέλεσμα την παροχή σκανδαλωδών προνομίων σε συγκεκριμένες πανίσχυρες συντεχνίες κυρίως του δημόσιου τομέα.


Με ποια κριτήρια πρέπει να επιλέγουμε πολιτικούς ηγέτες;


Ως ηγέτης θεωρείται το άτομο στο οποίο έχει παραχωρηθεί από τους οπαδούς του η εξουσία για την εκπροσώπηση, διεκδίκηση και εξασφάλιση των συμφερόντων τους.   


Τα χαρακτηριστικά του πρέπει να αντιστοιχούν στις αξίες και στα πρότυπα ασφάλειας και δύναμης που έχουν οι οπαδοί του και στην πεποίθησή τους ότι είναι σε θέση, καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο, να εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη τους για τη διατύπωση των απαραίτητων οραμάτων και ιδανικών, το σχεδιασμό στόχων και τον προγραμματισμό των απαραίτητων ενεργειών σταδιακής υλοποίησής τους.


Χαρισματικός είναι ο ηγέτης ο οποίος μπορεί να συνενώσει στο πρόσωπό του τόσο το ρόλο του αγαπητού, όσο και το ρόλο του ικανού (Max Weber).  


Ο ρόλος του αγαπητού κερδίζεται κυρίως από την εμφάνιση και τις επικοινωνιακές ικανότητες του ηγέτη, ενώ του ικανού από την αναγνώριση και το σεβασμό που μπορούν να εμπνεύσουν οι γνώσεις, οι πνευματικές του δυνατότητες, οι εμπειρίες του και η αντιστοιχία των ικανοτήτων του στις ανάγκες των έργων που αναλαμβάνει.


Το δυστύχημα είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις το κυρίαρχο κριτήριο επιλογής ηγέτη είναι...

 το χάρισμά του να είναι αγαπητός και να απολαμβάνει συναισθηματικής αποδοχής εκ μέρους των οπαδών του, οπότε υπάρχει μια προδιάθεση να αποδεχθούν και τα λογικά του επιχειρήματα, τα οποία αυτοί σε πολύ λίγες περιπτώσεις έχουν τις γνώσεις ή τις πνευματικές δυνατότητες να τα αξιολογήσουν.


Οι φιλόδοξοι αριβίστες ηγέτες λοιπόν προτιμούν να δώσουν βαρύτητα στον επικοινωνιακό τους ρόλο και να απευθύνονται ως θαυματοποιοί – έμποροι ψευδαισθήσεων κυρίως στο θυμικό των οπαδών τους για να τους πείσουν για τη δυνατότητα υλοποίησης κάθε ανεδαφικής τους φαντασίωσης.


Τέτοιου τύπου ηγέτες, στην προσπάθεια ηρωοποίησής τους στα μάτια οπαδών με υπερτροφικό συναισθηματισμό, εύκολα διολισθαίνουν σε μεγαλομανία, εγωπάθεια, ναρκισσισμό, άρνηση κατανόησης αντίθετων απόψεων, χειραγώγηση των οπαδών με προπαγάνδα διαστρέβλωσης της πραγματικότητας, υπερβολικό τονισμό υποτιθέμενων κινδύνων από πραγματικούς ή φανταστικούς αντιπάλους και εχθρούς, πλήρη αμοραλισμό και δημιουργία αποδιοπομπαίων τράγων που στηρίζονται σε προκαταλήψεις, στερεότυπα και διακρίσεις.  


Δημιουργούν ψευδείς και ανεδαφικούς, αλλά εύληπτους και ευχάριστους μύθους, ικανούς να ικανοποιήσουν τις ψυχολογικές ανάγκες των οπαδών τους για ελπίδα, αισιοδοξία και οράματα που είτε πιστεύουν και οι ίδιοι ως αιθεροβάμονες, είτε εξαπατούν ενσυνείδητα, στηριζόμενοι στην ανωριμότητα ή στην άγνοια μαζών με εκ των πραγμάτων μειωμένη ικανότητα λογικής ανάλυσης περίπλοκων κοινωνικοοικονομικών, πολιτικών, νομικών ή γεωστρατηγικών προβλημάτων.  Ο κοινωνιολόγος Λεμπέσης μάλιστα υποστήριξε ότι μπορεί ακόμη και ένας βλάκας να επικρατήσει χρησιμοποιώντας τις διανοητικά ευκολότερες μεθόδους της απάτης, του ψεύδους, της διαστροφής της πραγματικότητας, της ραδιουργίας και της συκοφαντίας (πρακτικές που, ως γνωστόν, χρησιμοποίησε πολύ αποτελεσματικά ο Paul Joseph Goebbels).


Σύμφωνα με την ψυχολογία της μάζας (Le Bon), οι μάζες χρειάζονται κάποιον που τις κολακεύει υποβάλλοντάς τις με την προπαγάνδα σε χονδροειδείς γενικευτικούς και απλοϊκούς συλλογισμούς που απευθύνονται αποκλειστικά στο θυμικό τους.  


Το σύγχρονο πολιτικό Μάρκετινγκ που εφαρμόζεται όμως δεν πρέπει φυσικά να εκπίπτει σε Μάρκετινγκ της εξαπάτησης με διακηρύξεις αρεστές σε κάθε πολίτη του κοινού στο οποίο απευθύνεται κάθε κόμμα, αγνοώντας τις ρεαλιστικές εκτιμήσεις για την πορεία της οικονομίας και τις αντοχές της κοινωνίας, δεδομένου ότι, όπως είναι γνωστό, μπορείς να εξαπατάς λίγους για μεγάλο χρονικό διάστημα, πολλούς για λίγο, αλλά όχι τους πάντες για πάντα.  Αυτό ισχύει ακόμη και με την παραδοχή της αργής μάθησης, όταν ένας λαός συνειδητοποιεί ότι εξαπατήθηκε και καθένας διαπιστώνει εμπειρικά ότι διαψεύδονται οι προσδοκίες του, αλλά εξακολουθεί να υποστηρίζει τις αρχικές του επιλογές, αφενός γιατί δεν παραδέχεται εύκολα ότι εξαπατήθηκε και αφετέρου γιατί ενεργοποιείται ο ψυχολογικός μηχανισμός της επιλεκτικής αντίληψης, ερμηνείας και διαστρέβλωσης (εθελοτυφλία ή ψυχολογική κώφωση-άρνηση ακοής) για να αποφευχθεί η γνωστική διαφωνία μεταξύ πεποιθήσεων και νέων εμπειριών.  Είναι σίγουρο όμως ότι μόλις οι υποσχέσεις που αφορούν το άμεσο συμφέρον καθενός αποδειχθούν στην πράξη ανεδαφικές, θίγοντας τα προσωπικά του συμφέροντα και όχι απλώς την (υποτιθέμενη) ιδεολογία του, οι προσδοκίες σβήνουν και τη θέση τους παίρνει η οργή για την εξαπάτηση. 


Αποδεχόμενοι ότι "Σωτηρία θα πει να λυτρωθείς απ’ όλους τους σωτήρες" (Ν. Καζαντζάκης), θα πρέπει να στηρίζουμε τις πολιτικές μας επιλογές περισσότερο σε όσους εκφράζουν λογικές εκτιμήσεις του εφικτού και όχι σε λαϊκιστές-"σωτήρες" υποτιθέμενους χαρισματικούς ηγέτες, θαυματοποιούς και εμπόρους ψευδαισθήσεων, που στηρίζουν τη δημοφιλία τους σε ανερμάτιστες απατηλές υποσχέσεις και ιδεοληπτικές πομφόλυγες.


Η ηθική διάσταση της ηγεσίας που αφορά τόσο τους τρόπους επίτευξης των στόχων όσο και τη συνέπεια των έργων και των ακολουθούμενων πρακτικών με τη διακηρυγμένη ιδεολογία, τα οράματα και τις υποσχέσεις, πρέπει να αποκτήσουν πρωταρχική σημασία στα κριτήρια  των πολιτών για την επιλογή του ηγέτη τους.  


Ο αμοραλισμός ενός ηγέτη που πιστεύει ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα δεν είναι δυνατόν να μην αποτελεί κριτήριο για την επιλογή ή απόρριψή του.


Εξάλλου  ως πολίτες θα πρέπει να μάθουμε να αξιολογούμε τους πολιτικούς μας ηγέτες ανάλογα με το αίσθημα ευθύνης και την ικανότητά τους να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη γύρω από εφικτά οράματα με λιγότερα όμως συναισθηματικά και πολύ περισσότερο με τα λογικά κριτήρια των ικανοτήτων τους για να παίρνουν γρήγορες και σωστές αποφάσεις και να επιλύουν προβλήματα για σχεδιασμό, προγραμματισμό, οργάνωση, στελέχωση, διεύθυνση, έλεγχο και συντονισμό του κυβερνητικού έργου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: