"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΠΡΟΣΩΠΑ: Ενας αφιλότιμος παιχταράς

Του Ηλία Μαγκλίνη

Καλώς ή κακώς, το ποδόσφαιρο παίζει διαχρονικά μεγάλο ρόλο στις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων. Εχει τις μυθολογίες και τους ήρωές του. 

Ο Μαραντόνα, είτε μας αρέσει είτε όχι, είναι μία από αυτές τις μυθολογίες, ένας από αυτούς τους ήρωες.

Για την ακρίβεια, ίσως να είναι «ο» ήρωας, «η» μυθολογία.
Και όχι επειδή βάφτισε το χέρι του «χέρι του Θεού», σε μία από τις πιο βρώμικες χειρονομίες του. Ούτε, επίσης, επειδή προερχόταν από ταπεινή οικογένεια ή επειδή τον «υιοθέτησαν» αριστεροί ή επειδή ο ίδιος εγκωμίαζε τον Κάστρο. Αυτές είναι οι αναπόφευκτες γραφικότητες που συνοδεύουν τέτοιου τύπου (παρα)φιλολογίες.

Ο Μαραντόνα, νεκρός στα εξήντα του πλέον, ήξερε περισσότερο από τον καθένα να παίρνει παιχνίδια πάνω του, ολομόναχος. Να παίρνει ολόκληρες ομάδες πάνω του.  

Αυτό ήταν κάτι που ούτε ο Πελέ μπορούσε να πετύχει. Και σίγουρα όχι ο (μέγιστος) Μέσι, ο οποίος ξεδιπλώνει το τεράστιο ταλέντο του κυρίως στο «Καμπ Νου», δηλαδή στους εντός έδρας αγώνες της Μπαρτσελόνα.

Ο Μαραντόνα είχε ένα πάθος παντός καιρού. Και παρά το ανοικονόμητο, πληθωρικό εγώ, δενόταν με την (εκάστοτε) ομάδα στις τάξεις της οποίας έπαιζε

Σπάνιο φαινόμενο στο ποδόσφαιρο, αυτό το υπέρμετρο εγώ να ταυτίζεται με το συλλογικό – με τον αθλητικό σύλλογο, τη φανέλα και το έμβλημα του οποίου τυγχάνει να φοράει ένας παίκτης.  

Κι ωστόσο, αυτή η λυσσαλέα αυτοπεποίθηση έκρυβε έναν βαθύτατα ελλειμματικό εαυτό. Δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά: ήταν και αυτός πλασμένος από σάρκα και οστά. Από μνήμες και σύνδρομα, φοβίες και εμμονές. Η καταφυγή του στις ουσίες και στον μανικό ηδονισμό, δηλαδή στην αχαλίνωτη κατανάλωση της στιγμής έναντι της διάρκειας, ήταν, προφανώς, συνέπειες των εσωτερικών ελλειμμάτων του ψυχισμού του.

Λατρεύτηκε και γι’ αυτό όμως. Αγαπήθηκε για τα πάθη του. Για μια πτυχή του, δηλαδή, που ελάχιστα είχε να κάνει με το ποδοσφαιρικό του ταλέντο και με έναν τρόπο που ουδέποτε λατρεύτηκαν άλλοι μεγάλοι» παίκτες, «κύριοι» που ουδέποτε υπήρξε ο Μαραντόνα: φέρνω στον νου προσωπικές μου αδυναμίες, από τον Κρόιφ και τον σιωπηρό, χαμηλών τόνων, αλλά πολύ μεγάλο Αργεντίνο Αρντίλες έως και τον Καντονά.

Ουδέποτε θαύμασα το «χέρι του Θεού». Ο Σίλτον, ο τερματοφύλακας της Αγγλίας σε εκείνο τον αγώνα, δήλωσε μεν τη λύπη του για τον θάνατο του Μαραντόνα, τόνισε ωστόσο ότι ναι μεν είχε μεγαλείο στο παιχνίδι του ο Μαραντόνα, αλλά δεν είχε διόλου «sportsmanship». Ας πούμε, δεν είχε φιλότιμο ως αθλητής.

Βεβαίως, ας θυμηθούμε ότι εκείνος ο αγώνας συνέβη τέσσερα μόλις χρόνια μετά τον πόλεμο των Φόκλαντ. Αυτό όμως δεν αναιρεί τη «βρωμιά» – την οποία δεν είχε ανάγκη ένας Μαραντόνα.

Αλλά ...

 

ίσως και να την είχε. Ηταν κοντύτερος, κυριολεκτικά και μεταφορικά, για να καταφέρει μερικές φορές να στείλει την μπάλα στα δίχτυα. Ακόμη και αυτό, ωστόσο, δεν αρκούσε για να τον εμποδίσει από το να το παλέψει ώς το τέλος.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: