Οταν τον Ιανουάριο του 2015 οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της χώρας, γράφαμε ότι το απόλυτο σενάριο φρίκης θα ήταν να ξεσπάσει ξαφνικά μια ελληνοτουρκική κρίση στο Αιγαίο. Την κρίση θα έπρεπε να διαχειρισθεί ο κ. Τσίπρας ως νέος πρωθυπουργός –άψητος και χωρίς παραστάσεις στα εθνικά θέματα– σε συνεργασία με τον τουρκοφάγο υπουργό Αμυνας Π. Καμμένο. Ευτυχώς, λέγαμε τότε ότι υπάρχει ο Νίκος Κοτζιάς να κρατάει το ίσο.
Από την Τετάρτη το βράδυ, οπότε ο κ. Κοτζιάς παραιτήθηκε από το υπουργείο Εξωτερικών αφού δεν τον κάλυψε ο πρωθυπουργός απέναντι στις κατηγορίες Καμμένου, το σενάριο φρίκης παίρνει σάρκα και οστά. Οι κ. Τσίπρας και Καμμένος αναλαμβάνουν τα εθνικά θέματα, με τον υπουργό Αμυνας να έχει μεγάλο ειδικό βάρος (όπως έδειξε και η υπόθεση Κοτζιά) χωρίς να έχουν δίπλα τους έναν άνθρωπο με κατάρτιση και τριβή με την εξωτερική πολιτική, με εξαίρεση αυτήν του Προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου ο οποίος, ωστόσο, δεν είναι κυβέρνηση.
Ασφαλώς ο κ. Τσίπρας έπειτα από τέσσερα χρόνια στο τιμόνι της χώρας δεν είναι ο «πρωτάρης» του 2015. Ομως και τα εθνικά έχουν εισέλθει σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη καμπή. Τα Σκόπια βρίσκονται στην ώρα μηδέν, παραμονές μιας λύσης για το όνομα, με διχασμένη την κοινωνία τους. Η Τουρκία από την άλλη, πιεσμένη οικονομικά και απομονωμένη πολιτικά, έχει βγάλει το ωκεανογραφικό «Μπαρμπαρός» στο Αιγαίο και απειλεί με έρευνες στην υφαλοκρηπίδα, σε μια προσπάθεια να μην επιτρέψει τις προγραμματισμένες για τις επόμενες εβδομάδες γεωτρήσεις στην ΑΟΖ της Κύπρου. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, στις αρχές Δεκεμβρίου ο πρωθυπουργός θα πάει στη Μόσχα, σε μια συγκυρία έντασης μεταξύ των δύο χωρών ύστερα από τις αποκαλύψεις για παρασκηνιακές παρεμβάσεις της ρωσικής πλευράς στο δημοψήφισμα των Σκοπίων και την απέλαση των Ρώσων διπλωματών από την Αθήνα. Είναι φανερό ότι η κρισιμότητα της κατάστασης είναι μεγάλη και η ελληνική διπλωματία χρειάζεται όσο το δυνατόν περισσότερη νηφαλιότητα και δεξιοτεχνία για να την αντιμετωπίσει.
Με αυτά τα δεδομένα, θα ήταν ευχής έργον και προς όφελος του εθνικού συμφέροντος να υπάρξει από πλευράς του πρωθυπουργού μια ευρύτερη συνεννόηση για τις εξελίξεις στην περιοχή. Να ακούσει περισσότερες απόψεις και εναλλακτικές στα ζητήματα που βρίσκονται μπροστά μας, κυρίως, από τα άλλα κόμματα εξουσίας που έχουν μεγαλύτερη εμπειρία σε ανάλογες κρίσεις και πολιτικούς οι οποίοι διαχειρίστηκαν στο παρελθόν ανάλογες καταστάσεις στα εξωτερικά θέματα – πρώην πρωθυπουργοί και υπουργοί Εξωτερικών, αλλά και στελέχη που παραμένουν ενεργά πολιτικά όπως ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος, η κ. Ντόρα Μπακογιάννη, ο κ. Γιώργος Παπανδρέου και άλλοι.
Προφανώς μια τέτοια συνεννόηση είναι δύσκολη – ιδιαίτερα στη χώρα μας, όπου κάθε κυβέρνηση πιστεύει ότι έχει το «αλάθητο του Πάπα» και αντιμετωπίζει τους πολιτικούς αντιπάλους ως εχθρούς. Πόσο μάλλον στη σημερινή συγκυρία, αφού ο κ. Τσίπρας επιχείρησε να χρησιμοποιήσει τη συμφωνία των Πρεσπών εις βάρος της Ν.Δ., προωθώντας τη μονομερώς χωρίς καμία συνεννόηση με τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Ωστόσο, οι καιροί είναι επικίνδυνοι και η χώρα δεν έχει την πολυτέλεια ενός σοβαρού στραβοπατήματος στα εθνικά. Ιδιαίτερα όταν απέναντί της βρίσκεται ο Σουλτάνος Ταγίπ Ερντογάν και στην Ελλάδα υπουργός Αμυνας είναι ένας θερμοκέφαλος πολιτικός με επιθετική ρητορική και λυμένο το ζωνάρι για καβγά με τους Τούρκους. Βούτυρο δηλαδή στο ψωμί των Τούρκων στρατηγών, που «ψάχνονται» πάντα για ένα θερμό επεισόδιο ώστε να υποχρεώσουν την Ελλάδα να καθίσει σε ένα τραπέζι διμερών διαπραγματεύσεων για το Αιγαίο.
Ο κ. Τσίπρας (αλλά και οι υπόλοιποι αρχηγοί) δεν πρέπει να ξεχνάει ότι όταν το 1996 η χώρα βρέθηκε στο κατώφλι του πολέμου με την Τουρκία για τα Ιμια...
στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού βρίσκονταν ο πρόεδρος Κλίντον και ο Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, οι οποίοι μεσολάβησαν για να αποφευχθεί η σύρραξη.
Σήμερα, ποιον θα αναζητήσει ο κ. Τσίπρας στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής για να «μαζέψει» τους Τούρκους, τον Ντόναλντ Τραμπ;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου