"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΣΥΡΙΖΟΤΣΑΡΛΑΤΑΝΑΔΙΚΟ: Όταν το Αιγάλεω γίνεται μέσο ιδεολογικής νομιμοποίησης

Toυ ΚΩΣΤΑ ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ


Παλιά, πολύ παλιά, όσοι είχαν την τύχη –αλήθεια λέω– να περάσουν από κάποια κομματική νεολαία και μάλιστα τη συγκεκριμένη, τη μαρξιστική την ορθόδοξη, θα είχαν αντιληφθεί την ύπαρξη και την τήρηση ενός πρωτοκόλλου καθημερινών συμπεριφορών. Μια ολόκληρη σημειωτική σύναξη που οδηγούσε όχι μόνο στην υιοθέτηση των δογμάτων εντός της καθημερινότητας αλλά και στην προπαγάνδιση αυτών μέσω προσωπικών στάσεων και προτύπων.


Εξού και, στα μέσα της δεκαετίας του ’80 (αυτήν ξέρω, αυτήν εμπιστεύομαι, εκεί κάτω στις λαϊκές περιοχές του Πειραιά, Αγιά Σοφιά, Νίκαια, Καμίνια και πέριξ) είχαν κυκλοφορήσει πολλές αστείες εκδοχές, καρικατούρες, του «ανθρώπου του προλεταριάτου». 


Η τυποποίηση της εποχής είχε διπλωμένο «Ρίζο» στην κωλότσεπη ή στην τσέπη του μπουφάν. Με τέτοιον τρόπο ώστε να φαίνεται το λογότυπο  ή με κάποιον τρόπο να εξέχει έστω και η άκρη από το σφυροδρέπανο.  


Είχε τα ιστορικά «Σαντέ» άφιλτρο, επίσης στην κωλότσεπη, αργότερα εξελίχθηκε σε «Κάμελ», επίσης άφιλτρο. 


Είχε «μαζέματα» σε σπίτια, ρετσίνα ή κόκκινο, πάντα χύμα. 


Είχε μελάνι στα χέρια από φυλλάδια και μπροσούρες που παράγονταν μαζικά στον χειροκίνητο πολύγραφο. 


Είχε λαϊκή μουσική αλλά τη ρεμπέτικη εκδοχή, είχε απέχθεια στα σκυλάδικα, κράξιμο στα «αστόπαιδα» των άλλων περιοχών, είχε Σαββόπουλο, είχε Νταλάρα, είχε Καζαντζίδη. 


Είχε φαγητό - μεζέ - ούζο στην «Ηλεκτρική» στο Πέραμα, πριν γίνει κυριλέ. 


Είχε σουβλάκι στο χέρι στη Νίκαια, στα Καμίνια και άντε «σουτζούκι μερίδα» στον συγχωρεμένο τον Στέλιο ή στον Καράμπαμπα στη Δραπετσώνα, είχε χούφτα φιστίκι Αιγίνης ή «αράπικο», πάλι στη Δραπετσώνα από έναν ωραίο τύπο, πλανόδιο, του έδινες ό,τι έκανες κέφι. Τα Σάββατα αν είχε καλό καιρό είχε περπάτημα στην «πασαρέλα» στο Πασαλιμάνι και φραπέ –δεν είχε ανακαλυφθεί ακόμα ο φρέντο– στο «Μπελαμί». 


Όλα, όμως, ακόμα και κάποια λοξοκοιτάγματα προς άλλες συνοικίες, πιο κυριλέ, κινούνταν κάτω από το στέγαστρο μιας λαϊκότητας που υπό την πολιτικοποιημένη της εκδοχή κοιτούσε κατ’ ευθείαν στην «αριστερή» καρδιά της κοινωνίας.


Οι εποχές, πήραν το δρόμο τους, οι άνθρωποι, οι ζωές και οι ιδεολογίες άλλαξαν από δυο και τρεις φορές στον καθέναν, και συνεχίζουν ν’ αλλάζουν. Σχεδόν όλα τα σημεία της προηγούμενης παραγράφου έχουν αποσυρθεί σε ρόλο αναμνήσεων και για πολλούς από εμάς είναι μόνο κάποια ίχνη τους προσβάσιμα, κι αυτό μέσω Google Maps. Όλα αποθηκεύονται σε έναν, όχι σκληρό, αλλά τον πιο μαλακό δίσκο όλων, στον εγκέφαλο και ανασύρονται σε πρώτο πλάνο, πολλές φορές, χωρίς να ρωτήσουν κανέναν. Έτσι παίζουν μπάλα οι αναμνήσεις στο προσωπικό γήπεδο του καθενός. Από αυτό μέχρι την επίκληση αυτής της εμπειρίας της λαϊκότητας, έστω και της πρόσκαιρης, για την πολιτική - ιδεολογική νομιμοποίηση του καθενός, υπάρχει απόσταση τεράστια. Με κυρίαρχη ανάγνωση στην αστεία της εκδοχή γιατί αν πιάσουμε τη σοβαρή θα πρέπει να αναλύσουμε την έννοια της «προσβολής» και του «αντικοινωνικού σαρκασμού»  στους κατοίκους αυτής της περιοχής, όπως το Αιγάλεω, στο οποίο έγινε η αναφορά.


Μοιάζει σαν...

 παλιό επεισόδιο των «Απαράδεκτων» και λίγο από την τύπισσα στους «Μήτσους», αυτή τη φορτωμένη χρυσαφικά εστέτ που αντιδρούσε με εκείνο το παχύ «χρυσσσσή μου…».  


Βροντάει το Facebook, αστράφτει το Twitter. Λογικό είναι. Σε όλους μας λείπει, κάποιες φορές, εκείνο το σουβλάκι στη Δραπετσώνα που τώρα έχει γίνει μια θολή ασπρόμαυρη ανάμνηση. Αλλά δεν το κάναμε θέμα, ούτε στο CV το βάζουμε…

Δεν υπάρχουν σχόλια: