ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ και ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Ενα στοίχημα για την καινούργια χρονιά
Υπάρχει μια εικόνα που δεν έχω δει πολύ καιρό τώρα.
Μια πόλη φωτισμένη, με παιδιά να παίζουν στους δρόμους αψηφώντας το
κρύο χάρη σε χρωματιστά μάλλινα κασκόλ και σκούφους. Να παίζουν τόσο που
τα γάντια τους μουσκεύουν από τον χιονοπόλεμο και τα δάχτυλά τους
κοκκινίζουν. Αλλά δεν τα νοιάζει. Στο σπίτι τα περιμένουν αγκαλιές,
ζεστά ροφήματα, στεγνές κάλτσες και πιτζάμες. Να δω ανθρώπους που
χαμογελούν όταν χαρίζουν δώρα ή όταν προσφέρουν κάτι στον εαυτό τους.
Γιορτινά τραγούδια που δεν σε γεμίζουν θλίψη, ούτε δημιουργούν δεύτερες
σκέψεις, στενόχωρες σκέψεις, για όσους δεν μπορούν, για όσους πονούν,
για όσους αγωνίζονται περισσότερο από όσο θα έπρεπε, από όσο θα επέτρεπε
η ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Τα τελευταία χρόνια, οι γιορτές προκαλούν στον κόσμο
περισσότερη θλίψη απ’ ό,τι παλιότερα. Δεν έχει να κάνει με εκείνο το
ίσως εγωιστικό συναίσθημα δυσθυμίας που νιώθαμε κάποιοι ορισμένες φορές,
ότι είναι κουραστικό να πρέπει να είσαι χαρούμενος όταν οι πολλοί είναι
χαρούμενοι, να διασκεδάζεις γιατί έτσι επιβάλλει το κλίμα των ημερών,
να ξοδεύεις γιατί δεν γίνεται να μην ξοδέψεις, να βγεις γιατί –μα πώς
είναι δυνατόν;– δεν δικαιολογείται να μην έχεις τη διάθεση να βγεις.
Τώρα, αυτοί που δεν μπορούν, που ακόμη και αν το
επιθυμούν διακαώς –να διασκεδάσουν, να ξοδέψουν, έστω λελογισμένα, να
βγουν– δεν τους το επιτρέπουν οι συνθήκες, είναι οι πολλοί. Ισως όχι οι
περισσότεροι, αλλά πολλοί. Το βλέπεις, το καταλαβαίνεις όταν περπατάς
στους δρόμους της πόλης. Ακόμη κι αυτοί που κρατούν ψώνια, που ήπιαν ένα
ποτό παραπάνω στην έξοδό τους, δαπάνησαν –ή δαπανήθηκαν– κατά τι
περισσότερο από το επιτρεπτό δηλαδή, συχνά κρύβουν μια ενοχή στο βλέμμα.
«Ξόδεψα – ή ξοδεύτηκα», σκέφτονται, «και παρόλο που δεν σπατάλησα –ή
δεν σπαταλήθηκα–, νιώθω πως μπορεί να μην έπραξα καλά. Αύριο, μεθαύριο,
σε ένα μήνα, κάτι μπορεί να συμβεί και να μου λείψει αυτό το ποσό –ή
αυτή η νύχτα ή η δύναμη– από κάποια ανάγκη, αληθινή ανάγκη».
Ενοχή. Η δύναμή της μεγάλη, για κάποιους
ανυπέρβλητη. Συνεχώς προκαλεί νέες αμφιβολίες, νέες ερωτήσεις-παγίδα,
νέες απορίες.
Η απάντηση σε όλα όμως είναι μία: «Οχι, τώρα δεν μπορείς,
δεν επιτρέπεται να μπορείς. Η χαρά, η απόλαυση, η ευτυχία πρέπει να
περιμένουν. Προηγούνται οι υποχρεώσεις, οι ευθύνες, οι δυσκολίες».
Πώς
να την πολεμήσεις αυτή την ερινύα;
Πώς να ζήσεις όταν στοιχειώνει κάθε
βήμα σου; Πώς να δημιουργήσεις, όταν σε κρατά δέσμιο;
Ακόμη και να
ερωτευτείς σε εμποδίζει, γιατί σου κλέβει ένα κομμάτι ελευθερίας, κάτι
από τη ζωή που σου προσφέρθηκε. Ούτε σ’ αυτούς που αγαπάς σ’ αφήνει να
δώσεις, γιατί στοιχειώνει ακόμη και το χαμόγελό σου. Μη γελάς, μη
χαίρεσαι. Μόνο αγώνας υπάρχει μπροστά, μόνο πόνος, μόνο στενοχώρια. Η
λύτρωση αργεί – αν έρχεται ποτέ.
Αλίμονο. Ας αντιδράσουμε.
Ο Ρίλκε είχε πει: «Σας παρακαλώ, κάντε υπομονή με
ό,τι μένει αναπάντητο στην καρδιά και προσπαθήστε να αγαπήσετε τις ίδιες
τις ερωτήσεις σαν να ήταν κλειδωμένα δωμάτια ή βιβλία γραμμένα σε μια
παντελώς άγνωστη γλώσσα. Μην ψάχνετε τις απαντήσεις που δεν μπορούν να
σας δοθούν τώρα, δεν θα μπορούσατε να τις ζήσετε. Η ουσία είναι να
μπορείς να τα ζεις όλα».
Ας ζήσουμε, λοιπόν. Μπορεί να είμαστε φτωχότεροι σε
σχέση με άλλοτε, αλλά δεν είμαστε ενδεείς.
Ας ανοίξουμε λίγο τις καρδιές
μας, ας χαμογελάσουμε. Τα πρόσωπα των ανθρώπων είναι καθρέφτες, ό,τι
τους δείχνουμε αντανακλούν.
Ας αγκαλιάσουμε αυτούς που αγαπάμε και οι
αγκαλιές –οι τόσο θεραπευτικές– θα πολλαπλασιαστούν.
Και ας μιλήσουμε,
ας ακούσουμε και τους άλλους. Να πούμε πράγματα, να εκφράσουμε απλά και
ειλικρινά ό,τι αισθανόμαστε. Να φύγουμε από ό,τι δεν αντέχουμε και να
βρούμε τι είναι αυτό που μας εκφράζει.
Ειλικρίνεια. Αυτό είναι το στοίχημα για την
καινούργια χρονιά.
Ακόμα κι αν πονέσει στην αρχή, η ωφέλεια θα είναι
μεγάλη. Θα έχουμε χτίσει σε γερές βάσεις ό,τι καλό έρθει.
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΕΦ. ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ,
ΚΑΤΣΟΥΡΑ,
ΚΟΙΝΩΝΙΑ,
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου