(α) το πρόγραμμα, δηλαδή τη συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής και τις μεταρρυθμίσεις, και
(β) την ελάφρυνση του δημοσίου χρέους.
Ας δούμε την αντικειμενική κατάσταση, τόσο σε εμάς όσο και στους εταίρους μας, γιατί αυτή είναι κυρίως που καθορίζει και την τελική έκβαση της όποιας διαπραγμάτευσης.
Για να έχουμε πιο καθαρή εικόνα, χρήσιμο είναι να συγκρίνουμε τη διαπραγμάτευση που έχουμε μπροστά μας με εκείνη του 2010 και να απαντήσουμε σε μερικά κρίσιμα ερωτήματα:
Εχει η χώρα σήμερα περισσότερα περιθώρια και δύναμη διαπραγμάτευσης;
Εχουν οι εταίροι μας;
Στη διαπραγμάτευση του 2010 η χώρα προσήλθε με ένα χρέος 130% του ΑΕΠ, με πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα 24 δισ., με μηδενική αξιοπιστία, και με την άμεση ανάγκη αποπληρωμής ομολόγων 9 δισ. Απέναντι σε αυτή την αναμφισβήτητα αδύναμη θέση, η Ε.Ε., η ΕΚΤ και το ΔΝΤ είχαν να συνυπολογίσουν τη μεγάλη έκθεση των τραπεζών τους σε ελληνικά ομόλογα, και τον κίνδυνο μιας ευρύτερης συστημικής κρίσης σε μία εποχή που η Ευρωζώνη δεν είχε ακόμα πάρει μέτρα για να ελέγξει τις επιπτώσεις μιας ελληνικής πτώχευσης. Αυτή η δύσκολη ισορροπία –δύο αδύναμες θέσεις, με την Ελλάδα να έχει όμως σαφώς την πιο αδύναμη– αποτυπώθηκε στη συμφωνία: ένα μεγάλο πακέτο διάσωσης, αλλά με αυστηρούς όρους - χρηματοδοτικούς και δημοσιονομικούς.
Ενα πρόσφατο επιστημονικό άρθρο* επιχειρεί την ανάλυση της συμφωνίας του 2010 με την απόσταση που δίνει η ακαδημαϊκή προσέγγιση και με το κριτήριο του κατά πόσο η επιλογή που έγινε τότε ήταν ορθολογική για καθένα από τα δύο μέρη. Οι δύο συγγραφείς καταλήγουν σε συμπεράσματα που δικαιώνουν τις επιλογές που έγιναν τότε. Για την ελληνική πλευρά, πιστεύουν ότι «οι επιπτώσεις από μία πιθανή χρεοκοπία εκτιμήθηκαν σωστά ως καταστροφικές για την Ελλάδα... Η Ελλάδα θα είχε υποχρεωθεί τότε να κάνει μία γιγαντιαία και άμεση δημοσιονομική προσαρμογή ίση με το πρωτογενές της έλλειμμα. Μία πτώχευση θα ήταν επίσης πολύ ακριβή για το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα». Για την Ε.Ε. εκτιμούν ότι «σωστά θεωρήθηκε πως μία άμεση πτώχευση θα είχε αβάσταχτο ρίσκο για τη σταθερότητα της Ευρωζώνης, και για το ίδιο το ευρώ. Μία διάσωση, από την άλλη μεριά, ενώ ενείχε νέους κινδύνους, είχε και οφέλη τα οποία μπορούσαν να τη δικαιολογήσουν ακόμα και αν υπέθεταν πως το πρόγραμμα είχε λίγες πιθανότητες επιτυχίας».
Συνοψίζοντας: το 2010, η Ελλάδα και οι εταίροι της κάθησαν σε ένα τραπέζι και διαπραγματεύθηκαν, εκκινώντας ο καθένας από μία αδύναμη θέση. Οδηγήθηκαν σε μία λύση που ήταν ορθολογική, αν και θα μπορούσε να ήταν καλύτερη. Ομως προστάτευσε και την Ελλάδα και την Ευρωζώνη από τα χειρότερα.
Από τότε, έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Οσο η χώρα μας ήταν συνεπής με τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει, οι αδυναμίες του προγράμματος αντιμετωπίστηκαν με συνεχή διαπραγμάτευση και βελτιώσεις: χαμηλότερα επιτόκια, μεγαλύτερες περίοδοι αποπληρωμής και περίοδος χάριτος, απόφαση τον Οκτώβριο 2011 για μεγάλο «κούρεμα» χρέους, αλλά και για περαιτέρω ελάφρυνση χρέους εάν χρειαστεί.
Και τώρα;
Τώρα η νέα κυβέρνηση θα προσέλθει στη διαπραγμάτευση από σαφώς καλύτερη θέση: πρωτογενές πλεόνασμα, πλεόνασμα στο εξωτερικό ισοζύγιο, γενική κατανόηση για την ανάγκη κάποιας ελάφρυνσης του χρέους. Αλλά και με αδυναμίες: τα ταμειακά διαθέσιμα στερεύουν, οι τράπεζες δυσκολεύονται, οι αγορές είναι κλειστές.
Ομως και οι εταίροι προσέρχονται με καλύτερη διαπραγματευτική θέση:
Από το 2010, η έκθεση του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος στην Ελλάδα έχει μειωθεί, ενώ με τις θεσμικές αποφάσεις που έχουν παρθεί έχουν υψωθεί «τείχη» που μειώνουν τον κίνδυνο επέκτασης μιας ελληνικής κρίσης στην υπόλοιπη Ε.Ε.
Ο κίνδυνος λοιπόν που έχουμε μπροστά μας είναι ο εξής:
Η κάθε μία των δύο πλευρών της διαπραγμάτευσης να παρερμηνεύσει τα διαπραγματευτικά της εργαλεία, και να νομίσει ότι έχει ισχυρότερη θέση από αυτήν που πράγματι έχει. Αν συμβεί αυτό, αντί για το συναινετικό αποτέλεσμα του 2010, θα έχουμε αδιέξοδο και πιθανό ατύχημα, το οποίο θα βλάψει και τις δύο πλευρές, αλλά πολύ περισσότερο την Ελλάδα.
* S. Ardagna and F. Caselli, «The Political Economy of the Greek Debt Crisis: A Tale of Two Bailouts», American Economic Journal: Macroeconomics 2014, 6 (4): 291–323.
ΠΗΓΗ: "ΕΙΔΙΚΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ" της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου