"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΔΙΕΘΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ: Στα αζήτητα τα χρήματα του πακέτου Ντράγκι

Καθηγητής Οικονομικών Πανεπιστημίου Πειραιώς

Είναι λογικό, σε μια Ευρώπη που μαστίζεται από τις ποικιλόμορφες πολιτικές λιτότητας και την ατολμία των πολιτικών της να κοιτάξουν το πρόβλημα κατάματα και να λάβουν τις αναγκαίες αποφάσεις, η σημαντική πρωτοβουλία του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) να χαιρετισθεί ως «σωτήρια παρέμβαση».


 Οι μικρομεσαίες κυρίως επιχειρήσεις του Νότου δεν βρίσκουν ρευστότητα ή αν τα καταφέρουν πρέπει να πληρώσουν μεγαλύτερα επιτόκια από τις ανταγωνίστριές τους του Βορρά. Αποτέλεσμα, η ασθενική έως μηδενική ανάπτυξη και ο κίνδυνος μιας παρατεταμένης στασιμότητας με χαμηλά εισοδήματα και μεγάλη ανεργία.


Από την άλλη, οι τράπεζες τους τελευταίους μήνες, εξαιρουμένων των ελληνικών, με την αποκλιμάκωση των επιτοκίων, μετά κυρίως από τη μαζική φυγή κεφαλαίων από τις αναδυόμενες αγορές, διαθέτουν σημαντικά κεφάλαια σε ελεύθερη ρευστότητα, η οποία όμως δεν διοχετεύεται στην πραγματική οικονομία


Οι παρεμβάσεις Ντράγκι στοχεύουν, μεταξύ των άλλων, στο να λύσουν αυτό το πρόβλημα. Ακολουθεί η παρεμπόδιση του αποπληθωρισμού και η εξασθένηση του ευρώ, μέσω της χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής, την οποία σηματοδοτούν η μείωση του βασικού επιτοκίου και ο τιμωρητικός τόκος που θα πληρώνουν οι τράπεζες καταθέτοντας τη ρευστότητά τους στην ΕΚΤ, αντί να την προσφέρουν στη διατραπεζική αγορά.


Η απόφαση της ΕΚΤ να διαθέσει μέσα στο έτος 400 δισ. ευρώ στις τράπεζες, τα οποία στη συνέχεια θα διοχετεύσουν στις επιχειρήσεις, είναι ένα σημαντικό μέτρο στη σωστή κατεύθυνση. Δεν αρκεί όμως, αφού δεν καλύπτονται όλες οι προϋποθέσεις για να φτάσουν τα χρήματα στον προορισμό τους. Η ύπαρξη ρευστότητας είναι μια αναγκαία αλλά όχι επαρκής συνθήκη για την πραγματοποίηση επενδύσεων. Στην περίπτωση των χωρών της Νότιας Ευρώπης θα πρέπει να παρακάμψουμε ακόμη δύο εμπόδια.



Πρώτον, την απροθυμία των τραπεζών να αυξήσουν τα δάνεια και συνεπώς και την έκθεσή τους σε μια αγορά, η οποία κουβαλά ακόμη τις αμαρτίες των «κόκκινων» δανείων του πρόσφατου παρελθόντος, και τα οποία θα κληθούν να αντιμετωπίσουν στο επικείμενο τεστ αντοχής που θα υποβληθούν το Νοέμβριο στο πλαίσιο της Τραπεζικής Ένωσης. Είναι προφανές, ότι εδώ υπάρχει μια αντίφαση. Από τη μια η ΕΚΤ παροτρύνει τις τράπεζες να αυξήσουν τον δανεισμό στις αδύναμες επιχειρήσεις, από την άλλη προαναγγέλλει αυστηροποίηση των κριτηρίων των τεστ αντοχής.


Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι παρά τα πολύ χαμηλά επιτόκια, υπάρχει έλλειψη ζήτησης κεφαλαίων για διενέργεια επενδύσεων από υγιείς επιχειρήσεις, οι οποίες κρίνουν ότι οι προοπτικές των οικονομιών τους τα επόμενα χρόνια δεν θα είναι καλές. Έτσι, με αρνητικές προσδοκίες κανείς επιχειρηματίας δεν σχεδιάζει ανάπτυξη της παραγωγής του, αφού δεν αναμένει μια αυξημένη ζήτηση που θα απορροφούσε τη νέα του παραγωγή. 


Η αντιστροφή του κλίματος μπορεί να προέλθει μόνο με την ενεργοποίηση της δημοσιονομικής πολιτικής, κυρίως με την αλλαγή του μείγματος προς όφελος της ανάπτυξης και τερματισμό της λιτότητας.


Ο Keynes θα διατύπωνε την ανάγκη για αλλαγή πολιτικής ως εξής: 
Όταν η οικονομία περιπέσει σε μια «παγίδα επενδύσεων» είναι αναγκαία η παρέμβαση του κράτους. Σε μια τέτοια κατάσταση οι κεντρικές τράπεζες μειώνουν τα επιτόκια, ο δανεισμός είναι εύκολος και φτηνός, αλλά οι επιχειρήσεις δεν επενδύουν λόγω της κρίσης. Έτσι, η μόνη πολιτική που βοηθάει είναι η αύξηση των κρατικών δαπανών. Οι δημόσιες επενδύσεις επενεργούν άμεσα, χωρίς να εκτοπίζουν τις απρόθυμες ιδιωτικές. Η συνολική ζήτηση αυξάνει και μαζί μ'αυτήν η παραγωγή και η απασχόληση.


Αποτελεσματική πολιτική που να στοχεύει ταυτόχρονα σε ανάπτυξη και σε δημοσιονομική προσαρμογή, υπάρχει μόνο στη φαντασία εκείνων, που δεν πιστεύουν στην ανάγκη για γρήγορη επάνοδο των χωρών του Νότου σε τροχιά ανάπτυξης. Άλλωστε και ο ίδιος ο Μάριο Ντράγκι στην παρουσίαση των μέτρων το ανέφερε ξεκάθαρα. «Να τακτοποιηθούν οι προϋπολογισμοί, αλλά στον βαθμό που δεν θα βλάπτουν την ανάπτυξη». 


Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι δηλώσεις του Ιταλού πρωθυπουργού Ματέο Ρέντζι, που έγιναν μετά την ανακοίνωση των μέτρων, όταν αναφέρθηκε στη μη στήριξη του Ζ. Κ. Γιούνκερ, αν προτίθεται να συνεχίσει την ίδια πολιτική λιτότητας.



Χρειάζεται συνεπώς, η επεκτατική νομισματική πολιτική που επιχειρεί η ΕΚΤ και η οποία μπορεί να αυξήσει και τη δοσολογία της με άλλα πιο δραστικά ακόμη μέτρα. Για να ξεπεραστεί όμως η κρίση, έχει ανάγκη και από τη στήριξη της δημοσιονομικής πολιτικής. Χρήμα υπάρχει αυτή τη στιγμή στην Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία και μάλιστα πολύ φθηνό, αν από μόνο του θα φέρει αποτέλεσμα είναι αμφίβολο.


Για την Ελλάδα προβλέπεται, με βάση τα στοιχεία που δημοσίευσε η Morgan Stanley, η διάθεση 10 δισ. ευρώ προς τις τράπεζες. Πρόκειται για ένα αξιόλογο ποσό, υπό την προϋπόθεση ότι θα μπορέσουν να το απορροφήσουν, αφού θα υπάρξει έλεγχος για τη χρήση του, και να το διοχετεύσουν στις επιχειρήσεις. Ό,τι ισχύει για τις δυσκολίες διάθεσης για τις υπόλοιπες χώρες της Ν. Ευρώπης, ισχύει ακόμη περισσότερο για τη χώρα μας. Όταν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των επιχειρήσεων έχουν φθάσει το 33% του συνόλου και μάλιστα αναμένεται να φτάσουν το 40% μέσα στο 2014, τα περιθώρια για χρηματοδότηση βιώσιμων επιχειρήσεων στενεύουν δραματικά.


Οι τράπεζες θα πρέπει από τη μια να ξεκαθαρίσουν τα χαρτοφυλάκιά τους, από την άλλη υπάρχει η πραγματικότητα, ότι υγιείς επιχειρήσεις, λόγω των χρηματοοικονομικών επιβαρύνσεων, έχουν οδηγηθεί σε αδυναμία πληρωμών. Πολλές όμως επιχειρήσεις έχουν απαιτήσεις προς πελάτες τους, οι οποίοι επίσης αδυνατούν λόγω της κρίσης να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Χωρίς αυτές βέβαια θα ήταν υγιείς και βιώσιμες, αφού και τα προϊόντα τους γίνονται αποδεκτά από την αγορά, αλλά και τα προβλήματα κόστους έχουν τακτοποιηθεί. Συνεπώς θα πρέπει να προσέξουμε, ώστε να μην απαξιωθεί παραγωγικό δυναμικό που έχει τη δυνατότητα κατά τα άλλα να παράγει ανταγωνιστικά, λόγω των προβλημάτων που δημιούργησε η κρίση χρέους.


Όταν η οικονομία περιπέσει σε μια «παγίδα επενδύσεων» είναι αναγκαία η παρέμβαση του κράτους. Σε μια τέτοια κατάσταση οι κεντρικές τράπεζες μειώνουν τα επιτόκια, ο δανεισμός είναι εύκολος και φτηνός, αλλά οι επιχειρήσεις δεν επενδύουν λόγω της κρίσης. Έτσι, η μόνη πολιτική που βοηθάει είναι η αύξηση των κρατικών δαπανών

Δεν υπάρχουν σχόλια: