Είναι ολοφάνερο πως η Ελλάδα του Μνημονίου και της Τρόικας είναι ως
κρατική υπόσταση και οντότητα σε πολλά επίπεδα αποδυναμωμένη και αδύναμη
να πάρει αποφάσεις ή να χαράξει πολιτικές αυτοδύναμα και αυτόνομα στον
βαθμό που έχει αυτήν τη δυνατότητα από τη φύση και τη δομή του κάθε
κυρίαρχου κράτους στον κόσμο.
Παρά τους περιορισμούς που επιβάλλει η Δανειακή Σύμβαση, η
Τρόικα, το Μνημόνιο, η συμμετοχή μας στην Ευρωζώνη ή ακόμα και στην
Ευρωπαϊκή Ένωση, σε ζητήματα εθνικής κυριαρχίας και εθνικής
ανεξαρτησίας, στον σχεδιασμό και στη λήψη αποφάσεων και στρατηγικών
επιλογών, δηλαδή στο εθνικό συμφέρον της χώρας, εν τούτοις, παρά ταύτα,
επιβάλλεται να παραμείνουμε όρθιοι, να έχουμε δηλαδή ως κράτος
διεθνείς σχέσεις, στρατηγική και εξωτερική πολιτική.
Η οικονομική αδυναμία της χώρας δεν επιτρέπεται να αφήσει το
κράτος ως επικράτεια και κρατική οντότητα ανυπεράσπιστο στα θέματα
άμυνας και ασφάλειας και ανήμπορο ή αποδυναμωμένο στην εξωτερική
πολιτική, δηλαδή στην προβολή του εθνικού συμφέροντος της χώρας στον
κόσμο. Αντιθέτως, μάλιστα, αυτή ειδικά την περίοδο της οικονομικής
αποδυνάμωσης της χώρας θα έπρεπε η εξωτερική πολιτική ως διεθνείς
σχέσεις προβολής συμφερόντων, όπως έγινε εσχάτως με επιτυχία από τον
πρωθυπουργό στο Πεκίνο, στο πλαίσιο μιας οργανωμένης στρατηγικής
εθνικών συμφερόντων και οικονομικής διπλωματίας, αλλά και ταυτόχρονα
πολιτιστικής διπλωματίας σε Δύση και Ανατολή, θα έπρεπε να είναι η
εθνική στρατηγική της χώρας με στόχο το πρόταγμα της ανάπτυξης, της
αποκατάστασης της αξιοπιστίας και της εμπέδωσης της εικόνας της χώρας
ως ιστορικού έθνους με μακραίωνο οικουμενικό πολιτισμό.
Πρέπει, παράλληλα, να ομολογήσουμε με θλίψη πως, παρά τις
συγκεκριμένες επιτυχείς επιλογές του ίδιου του Πρωθυπουργού, η
εξωτερική πολιτική της Ελλάδας την τελευταία διετία είναι χαμένη στην
παρακμή και στη μιζέρια μιας φοβισμένης καθημερινότητας, μιας
διπλωματικής και εξωτερικής πολιτικής ανυπαρξίας.
Η νοτιοανατολική λεκάνη της Μεσογείου και η Μέση Ανατολή
διέρχονται μια φάση, την τελευταία διετία, πολιτικών δονήσεων που
ανατρέπουν την πολιτική γεωγραφία της περιοχής, τα Βαλκάνια περνούν σε
μια περίοδο εσωτερικής αποτελμάτωσης και δημοκρατικών αδιεξόδων των
μετακομμουνιστικών καθεστώτων τους, ο κόσμος αλλάζει με ασύγκριτες
ταχύτητες, η Ελλάδα βράζει καθεύδουσα στο αθηναϊκό ζουμί της, είναι
δηλαδή παντού και παντελώς πολιτικά, ακόμη και πολιτιστικά, απούσα ως
κράτος και ως πολιτεία.
ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ που είμαστε απόντες, χωρίς σχεδιασμό και στρατηγική για
την παρουσία μας στον κόσμο, αποφάσισε η ηγεσία του Υπουργείου
Εξωτερικών να αποδεχτεί την πρόσκληση του κυρίου Νταβούτογλου τη 19η
Ιουλίου. Οι Τούρκοι σε κάθε τους κίνηση προς εμάς -και όχι μόνο-
φροντίζουν να εξυπηρετούν συμβολισμούς που σημειολογικά παραπέμπουν σε
στιγμές υπεροχής, κατάκτησης, νίκης. Αυτό αφορά εν προκειμένω και στο
τραγικά ύποπτο διήμερο της 19ης - 20ής Ιουλίου, ημέρα της εισβολής των
ορδών του Αττίλα στην Κύπρο. Διερωτάται κανείς γιατί αυτή η σπουδή της
συνάντησης με τον κύριο Νταβούτογλου τούτες τις ημέρες του Ιουλίου που
παραπέμπουν στην τραγωδία της Κύπρου.
Τι επιδιώκει ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών να αποκομίσει από αυτή
την επίσκεψη;
Ποιος είναι ο στρατηγικός σχεδιασμός της χώρας για τα
Ελληνοτουρκικά, το Κυπριακό, το Αιγαίο, την πορεία της Τουρκίας στην
Ευρώπη, ποια είναι η πολιτική της Ελλάδος έναντι των θεμάτων της
περίφημης ΑΟΖ και του ενεργειακού τριγώνου Αθηνών, Λευκωσίας, Τελ Αβίβ?
Αν δεν έχουμε σχεδιασμό πολιτικής και δεν ξέρουμε τι θέλουμε και
κυρίως δεν έχουμε αποφασίσει ποια θα είναι η στάση μας στα ζητήματα που
άπτονται του περιεχομένου των διαπραγματεύσεων, αν δεν έχουμε
αποφασίσει την εξωτερική μας πολιτική σε τακτικό και πολιτικό επίπεδο,
πού και πώς οριοθετούμε το εθνικό συμφέρον της χώρας, τότε μεταβαίνουμε
στην Άγκυρα απλά για εθιμοτυπικούς λόγους, διερευνητικούς, και
ανταλλαγής απόψεων σε μια εξαιρετικά ατυχή χρονική επιλογή. Κάτι τέτοιο
θα μπορούσε να είχε οργανωθεί και πραγματοποιηθεί τον Σεπτέμβριο, αφού
θα είχαν προηγηθεί και άλλες συναντήσεις κατωτέρων κλιμακίων στο
πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο.
ΘΑ λέγαμε, κοιτάζοντας το παρελθόν αντίστοιχων πρωτοβουλιών και
συναντήσεων, πως η ελληνική εξωτερική πολιτική -από τη δεκαετία του ’50,
ακόμη και όταν η Ελλάδα ήταν ισχυρότερη της Τουρκίας, ακόμη και όταν η
Τουρκία κατέρρεε ή βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης, όπως
συνέβαινε στα τέλη της δεκαετίας του ’70, στα τέλη της δεκαετίας του
’80, στις αρχές του 2000, όπου η Ελλάδα δεν μπόρεσε να επιβάλει το
δίκαιό της, δηλαδή το διεθνές δίκαιο- δεν κατάφερε να διατηρήσει την
Κύπρο όρθια και ελεύθερη και το Αιγαίο απρόσβλητο.
Σήμερα ακολουθούν μια πολιτική κατευνασμού έναντι της Τουρκίας, η
οποία θα μπορούσε να είναι πολιτικά ορθή, αν ήταν ενταγμένη σε ένα
σχεδιασμό και σε ένα στρατηγικό πλαίσιο που αφορούσε τη συνολική
πολιτική της χώρας έναντι της γείτονος σε όλα τα επίπεδα. Έχουμε
σοβαρές επιφυλάξεις αν ένας τέτοιος στρατηγικός σχεδιασμός, που δεν
υπήρξε μέχρι τώρα τις τελευταίες δεκαετίες, εκπονήθηκε από τον νέο
Υπουργό Εξωτερικών και το Επιτελείο του.
Εκείνο που πρέπει να έχει κανείς υπόψη του τούτες τις ώρες της
κρίσης και της αποδυνάμωσης ή της συρρίκνωσης της επιρροής μας, είναι
πως η Τουρκία αλλάζει ραγδαία και δομικά, η ηγεσία του Ερντογάν και της
ομάδας των ισλαμοδημοκρατών, όπως αποκαλούνται, δέχεται εσωτερικά
πλήγματα, αποσταθεροποιήσεις, ενώ η εικόνα της Τουρκίας στην Ουάσιγκτον
και στη Δύση είναι η χειρότερη των τελευταίων δεκαετιών. Η ευρωπαϊκή
της πορεία έχει διακοπεί στο Βερολίνο και στο Παρίσι ούτως ή άλλως, η
θέση της στη Μέση Ανατολή εξαιτίας της συριακής κρίσης επίσης
αποδυναμώνεται, ενώ το εβραϊκό λόμπι στην Ουάσιγκτον, και όχι μόνο,
πλήττει την Τουρκία πανταχόθεν.
Δεν θα ήταν καθόλου σοφό η Ελλάδα ετούτες τις ώρες, χωρίς κανένα
κέρδος και χωρίς κανένα αντάλλαγμα, να προσφέρει στην Τουρκία
φιλοφρονητικά στήριγμα φιλίας και συνεργασίας, ιδιαίτερα τις ημέρες και
τις ώρες, όπως είπαμε πιο πάνω, της τουρκικής εισβολής στη Μεγαλόνησο.
Θα πρέπει να ξέρει η ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών πως, αν δεν
έχουμε εμείς μνήμη ικανή να μας θυμίζει τις ώρες της ντροπής και της
ταπείνωσης, έχουν οι άλλοι λαοί και έθνη που σέβονται εκείνους, που
σέβονται τον εαυτό τους, δηλαδή την παράδοση, την ιστορία και τον
πολιτισμό τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου