Με την παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα να παραμένει υποτονική,
αυξάνονται οι ενδείξεις ξεσπάσματος ενός συναλλαγματικού πολέμου.
Πρόκειται για μια άκρως επικίνδυνη κατάσταση. Αν οι μεγάλες οικονομίες
του κόσμου υποτιμήσουν τα νομίσματά τους σε μια προσπάθεια ανάκτησης της
ανταγωνιστικότητάς τους και βελτίωσης των αποδόσεών τους, η παγκόσμια
οικονομία θα εκτεθεί σε νέους κινδύνους.
Ενας συναλλαγματικός πόλεμος
ανοίγει τον δρόμο στον αποπληθωρισμό και στην παγκόσμια οικονομική
ύφεση. Το δίλημμα του να ωθηθούν εθνικά νομίσματα σε υποτίμηση,
οφείλεται στην αποτυχία του βασικού μέτρου που επιλέχθηκε για να βγουν
οι μεγάλες οικονομίες από την ύφεση του 2008, ήτοι της ποσοτικής
χαλάρωσης, στην οποία επιδόθηκαν οι κεντρικές τράπεζες, αγοράζοντας
μαζικά κρατικά ομόλογα. Αν και στόχος τους ήταν η ενίσχυση της
οικονομικής δραστηριότητας, άρα και η αύξηση της ζήτησης και ως εκ
τούτου η επιτάχυνση των αναπτυξιακών ρυθμών και η δημιουργία νέων θέσεων
εργασίας, η πρακτική τους έχει παράπλευρες απώλειες.
Ειδικότερα, η
ποσοτική χαλάρωση δημιούργησε στρεβλώσεις στις αγορές των κρατικών
ομολόγων, δυσχεραίνοντας την αξιολόγηση του αξιόχρεου των κρατών, ήτοι
την ικανότητα καθεμιάς εξ αυτών αναφορικά με την εξυπηρέτηση του χρέους
της.
Η ποσοτική χαλάρωση απέτυχε, διότι αντίθετα με τις προσδοκίες, το φθηνό
χρήμα δεν βρήκε τον δρόμο προς την πραγματική οικονομία.
Οι εμπορικές
τράπεζες, φοβούμενες την επανάληψη λαθών του παρελθόντος, τα οποία
δημιούργησαν φούσκες τιμών σε ποικίλες αγορές, συσσωρεύουν κεφάλαια.
Οι
επιχειρήσεις, φοβούμενες να υλοποιήσουν νέες επενδύσεις την ώρα που η
ζήτηση παραμένει υποτονική, επίσης συσσωρεύουν ρευστό.
Το αποτέλεσμα
είναι η στασιμότητα ή και το αρνητικό των αναπτυξιακών ρυθμών, που
βιώνει σήμερα η υφήλιος.
Ο Τζον Μέιναρντ Κέινς είχε προβλέψει μια τέτοια
εξέλιξη. Οπως είχε πει στον Φραγκλίνο Ρούζβελτ, είναι «σαν να
προσπαθείς να παχύνεις, αγοράζοντας μια μεγαλύτερη ζώνη…». Η άνευ ορίων
διοχέτευση φθηνού χρήματος στην αγορά δεν είναι ικανή -από μόνη της- να
επιφέρει ανάπτυξη. Απαιτούνται και μέτρα τόνωσης της ζήτησης.
Στο μεταξύ, οι στρεβλώσεις που δημιουργεί το φθηνό, ελεύθερα
διοχετευόμενο χρήμα στις αγορές των κρατικών ομολόγων ωθεί τους
δανειστές στην αντικατάσταση ορισμένων λειτουργιών και ενδείξεων που
προσέφεραν οι ομολογιακές αγορές στο παρελθόν, από αντίστοιχες που
μπορεί να προσφέρει ακόμη η αγορά συναλλάγματος. Αναλυτές επισημαίνουν
χαρακτηριστικά ότι «ανέκαθεν, η αγορά συναλλάγματος αντανακλούσε
αξιόπιστα την αξία μιας οικονομίας, γεγονός που ισχύει σε ακόμη
μεγαλύτερο βαθμό μετά την εφαρμογή της πολιτικής της ποσοτικής
χαλάρωσης…».
Τα αδιέξοδα, στα οποία βρίσκονται σήμερα πολλές οικονομίες, ωθούν τους
χαράσσοντες πολιτική σε μία άλλη επιλογή. Δύο χώρες ήδη την κάνουν:.
Η
Ιαπωνία, η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, εγκλωβισμένη εδώ και
δεκαετίες στον αποπληθωρισμό, δεν αποφάσισε απλά την υλοποίηση ενός νέου
δημοσιονομικού προγράμματος, αξίας 117 δισ. δολαρίων και την αύξηση του
στόχου του πληθωρισμού στο ανώτατο ετήσιο 2% από 1% προηγουμένως, αλλά
και τη διολίσθηση της συναλλαγματικής αξίας του γιεν. Το νόμισμα έχει
χάσει το τελευταίο δίμηνο το 15% της αξίας του έναντι του αμερικανικού
δολαρίου και παρά τις διαψεύσεις των αξιωματούχων στο Τόκιο, όλα
δείχνουν ότι η πτώση θα συνεχιστεί.
Το αυτό συμβαίνει με τη στερλίνα, η
οποία διολίσθησε τις τελευταίες εβδομάδες κατά 3,5% έναντι του δολαρίου.
Οι επικεφαλής των δύο αντίστοιχων κεντρικών τραπεζών φέρονται εξάλλου
να ετοιμάζονται να ακολουθήσουν τα χνάρια του Αμερικανού ομολόγου τους,
Μπεν Μπερνάνκι, καθιστώντας μελλοντικά την αύξηση της απασχόλησης εξίσου
σημαντικό στόχο με τον έλεγχο του πληθωρισμού.
Το παιχνίδι των υποτιμήσεων είναι επικίνδυνο. Βραχυπρόθεσμα μπορεί να
τονώσει τις εξαγωγές και να περιορίσει τις ακριβότερες εισαγωγές, αλλά η
αλυσίδα της παραγωγής -βλέπε συχνά εισαγόμενες πρώτες ύλες, κ.ά.-
οδηγεί τόσο σε αύξηση των τιμών των εξαγόμενων προϊόντων όσο και στον
λεγόμενο εισαγόμενο πληθωρισμό, που μειώνει την εγχώρια ζήτηση.
Το παιχνίδι αυτό δεν ωφελεί σε τίποτα τις ΗΠΑ, το νόμισμα των οποίων
είναι το κύριο αποθεματικό παγκοσμίως, με αποτέλεσμα η αξία του να μην
είναι σημαντική όχι μόνον για την αξιολόγηση της αμερικανικής οικονομίας
από τις αγορές.
Το παιχνίδι των υποτιμήσεων ενέχει μεγάλες πιθανότητες
αποτυχίας. Αν επρόκειτο για το αντίθετο, οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να
χρησιμοποιήσουν καινοτομίες της επιχειρηματικότητας για να κερδίσουν. Σε
ένα παιχνίδι όμως που οδηγεί σε «πάτο» δεν μπορούν ποτέ να βγουν
κερδισμένες.
Οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν ότι η αρχή του 2013 θα είναι δύσκολη
για την αμερικανική οικονομία, αλλά προβλέπουν ότι πολύ γρήγορα θα
ακολουθήσει η ανάκαμψη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου