Συγγενείς πέντε αστέρων...
Του ΓΙΑΝΝΗ ΞΑΝΘΟΥΛΗ
...Κάποτε είχαμε συγγενείς.
Είχαμε κουμπάρους (και κουμπαράδες πήλινους), είχαμε φίλους που λιποθυμούσαν από νοσταλγία για την αφεντιά μας (το ίδιο ίσχυε κι εκ μέρους μας), είχαμε γνωστούς απ' τον πόλεμο. Αδιευκρίνιστο αν ήταν απ' τον Πρώτο ή τον Δεύτερο. Εχοντας λοιπόν συναισθηματική, κυρίως, βάση ξεκινούσαμε να πάμε να τους βρούμε ή εκείνοι εμάς. Μιλώ για τα καλοκαίρια σε σύγκριση με τον τωρινό ντόρο που γίνεται για τα ξενοδοχεία και όλα τα άλλα σύγχρονα αγαθά του τουρισμού.
Σιγά τα ωά. Τότε ο κόσμος έτρεχε να βρει τους δικούς του, να κατσικωθεί για ένα δεκαπενθήμερο το λιγότερο με το αφελές πρόσχημα της «αλλαγής αέρος». Θυμάμαι αυγουστιάτικες ημέρες δόξας, να ταξιδεύω προς αδιευκρίνιστους συγγενείς με σχετικό σημείωμα «είμαι γιος του τάδε...». Φυσικά, προσέχαμε όσο γινόταν να είμαστε διακριτικοί και να αγοράζουμε φρούτα, πάστες, παγωτά και σάμαλι. Ετσι βολευόταν ο κοσμάκης, έτσι κυλούσε η ζωή, έτσι άλλαζε ο αέρας μας, κάτι που για τα παιδιά μετά τον πόλεμο ήταν απαραίτητο, γιατί η αδενοπάθεια παραφύλαγε. Το καλοκαίρι ξεσκόνιζε ο ντουνιάς τις απανταχού γνωριμίες του και έπαιρνε δρόμο. Οσοι ζούσαμε παραθαλασσίως δεχόμασταν μέχρι και λαθρομετανάστες. Δηλαδή συγγενείς της ενδοχώρας που ζήτημα μια ή δυο φορές να είδαν θάλασσα στη ζωή τους. Οπότε, σαν τους μισθοφόρους που ούρλιαζαν «θάλαττα, θάλαττα», έπεφταν στο νερό, πάντα στα ρηχά γιατί δεν ήξεραν κολύμπι και ευλογούσαν την τύχη τους και τη μάνα μου.
Τη μητέρα την αφήναμε πάντα στο σπίτι για να ετοιμάσει καμιά εικοσαριά «γεμιστά» -ντομάτες και πιπεριές- να χορτάσει ο στρατός των μουσαφιραίων. Κι όλα αγόγγυστα, χωρίς τον παραμικρό απρεπή υπαινιγμό. Ισα ίσα που το διασκεδάζαμε να κοιμόμαστε στρωματσάδα, ειδικά εμείς τα παιδιά, να κάνουμε αταξίες τις ξεχειλωμένες ώρες των μεσημεριών που ο ήλιος έκαιγε την πέτρα και να περιμένουμε να πάει τέσσερις για να φανεί ο εκ Κωνσταντινουπόλεως παγωτατζής με το πεντανόστιμο κρέμα-παγωτό. Ωσπου να φύγει η μια φουρνιά «παραθεριστών» κατέφτανε η άλλη κι άντε πάλι τα «γεμιστά» στη λαμαρίνα και τα φασολάκια στο καζάνι. Και βέβαια δεν ήταν μόνο τα γεμιστά. Ηταν και τα μύδια, αφού μέναμε σε μυδότοπο. Μύδια πιλάφι με τα όστρακα, μύδια ωμά, μύδια αχνιστά σαλάτα, μύδια τηγανισμένα με ελαφρό κουρκούτι.
Μιλάμε για μεγάλο καλαμπαλίκι. Αλλά ήταν καλοκαίρι και όλοι ήταν δικοί μας αγαπημένοι άνθρωποι. Τα απογεύματα με δύο ηλεκτρικά σίδερα (ο πατέρας μου στη ΔΕΗ γαρ) φρέσκαραν τα φορέματα, τα πουκάμισα, τα άπειρα εσώρουχα, γιατί είχαμε έξοδο. Θερινοί κινηματογράφοι, ζαχαροπλαστεία, ταβέρνες δίπλα στη θάλασσα, χορευτικά κέντρα και... βόλτα στην παραλία. «Βόλτα» σήμαινε πάνω-κάτω περπάτημα μέχρι εξαντλήσεως, ώσπου να αποφασίσουν οι μεγάλοι αν θα πάμε για σουτζουκάκια ή για ψάρι. Χαζοί ήταν λοιπόν οι μουσαφιραίοι να μην παρατείνουν άλλες δέκα μέρες την παραμονή τους; (Τα γράφω αυτά αναλυτικά στην «Εκδίκηση της Σιλάνας».) Στο μεταξύ, για το Δεκαπενταύγουστο έρχονταν και συγγενείς μας απ' τον Νέο Σκοπό Σερρών, που τους λάτρευα γιατί υπολόγιζα άμεση ανταπόδοση της φιλοξενίας.
Ο Νέος Σκοπός για μένα είχε την απόλυτη εξωτική μαγεία της ζούγκλας. Τα νερά του Στρυμόνα, τα εύφορα λιβάδια, οι νεροβούβαλοι, η πρώτη γενιά προσφύγων που προέρχονταν από τον παλιό Σκοπό της Ανατολικής Θράκης με τη συγκίνησή τους, η θεία μου Πουλίνα... Ολα αυτά με μάγευαν. Το καλοκαίρι προχωρούσε, εγώ έκανα τους υπολογισμούς μου, πόσος καιρός μού απομένει για το επάρατο σχολείο, και η ζωή συνεχιζόταν με άρωμα μελιτζάνας κι εντομοκτόνου.
Οι μουσαφιραίοι από τη Θεσσαλονίκη έφερναν ένα ποιοτικό, όπως μου φαινόταν, κοσμοπολίτικο μελτεμάκι κι αφού χόρταιναν μύδια-γαρίδες, μπαρμπούνια και απ' τα αθάνατα γεμιστά, αναχωρούσαν δέκα οκάδες βαρύτεροι με σταθερό μότο «θα σας περιμένουμε οπωσδήποτε για την Εκθεση»! Ο Αύγουστος έτρεχε, οι γκαζόζες και προπαντός οι ωραίες σπιτικές βυσσινάδες δρόσιζαν τις ζεστές μέρες, έρχονταν κι άλλοι συγγενείς για καμιά βδομάδα, πήγαινα κι εγώ σε κάτι περίεργα χωριά να... «αναλάβω» γιατί ήμουν πετσί και κόκαλο. Σ' αυτά τα χωριά ναι μεν μου άνοιγε κάπως η όρεξη, αλλά αποτελούσα δελεαστικό ορεκτικό για κάθε είδους έντομο. Οταν επέστρεφα σημαδεμένος απ' τους διψασμένους ανωφελείς, την ίασή μου αναλάμβανε η θάλασσα... και η υπομονή. Τα ταξίδια συνεχίζονταν σε μέρη όπου αφθονούσαν τα σταφύλια. Σιγά σιγά μπαίναμε στο φθινοπωρινό κεφάλαιο...
Ο κόσμος αυτός πάει καιρός που κατεδαφίστηκε. Δεν υπάρχει τίποτα. Οι μουσαφιραίοι ή πέθαναν ή εξαφανίστηκαν. Ολα είναι μόνο αχνή ανάμνηση. Αλλες έγνοιες έχουμε τώρα. Πώς να μη μας ληστέψουν οι συμμορίες των Αλγερινών, των Σαρακηνών και των Βησιγότθων, πώς να μη μας σκοτώσουν για μιας πεντάρας «πρέζα» και πώς να μη στενοχωρεθούν οι αραχτοί «περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων και περί ελεύθερης έκφρασης γενικώς». Ευτυχώς η ζωή, ό,τι κι αν λένε οι γιαλαντζί επιστήμονες, συντομεύθηκε κατά πολύ. Οσο για τα καθάρματα που θέτουν σε δοκιμασία την «ευαισθησία» μας, καλά κρασά και του χρόνου με ρεβόλβερ.
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΑΠΟΨΕΙΣ,
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ,
ΜΝΗΜΕΣ ΠΟΥ ΣΒΗΝΟΥΝ,
ΞΑΝΘΟΥΛΗΣ,
ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου