ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ
Γράφει ο ΞΕΝΟΦΩΝ ΜΠΡΟΥΝΤΖΑΚΗΣ
Για μένα Πάσχα είναι οι ανοιχτές πόρτες των σπιτιών, οι ανοιχτές ψυχές της Μεγαλοβδομάδας, οι μυρωδιές από ζύμες, λιβάνια και γιασεμιά κι ένας ολόκληρος κόσμος μαυροφορεμένων γυναίκειων ονομάτων: Κυρά Ελένη, κυρά Ειρήνη, κυρά Βασιλική, κυρά Σταυρούλα, η Καπάκενα με την κυρά Φώτο, η Βαγγέλα, η Σμαράγδα η χήρα, η γιαγιά μου η Κατίνα, όλες μα όλες με ένα πένθος κριμένο μέσα τους.
Κόκκαλα γερά, τις φανταζόμουν πάντα σαν πένθιμα καΐκια να πλέουν σε αντίθετο άνεμο.
Είναι οι γυναίκες που ανοίγουν επιδέξια φύλλο, με τις μακριές βέργες, είναι το αλεύρι που πέφτει σαν χιόνι πάνω στην εύπλαστη ζύμη. Άλλες γεμίζουν κι άλλες τσιμπούν τη ζύμη να αγκαλιάσει την γέμιση. Το πασχαλινό μας γλυκό. Είναι οι φούρνοι, μισοί με ξύλα μισοί νεότευκτοι, μοντέρνοι, γερμανικοί, με ανοικτά στόμια να φουρνίζουν ασταμάτητα λαμαρίνες (τεράστια μαύρα ταψιά) γεμάτες παρατεταγμένες σαν στρατιωτάκια, τυρόπιτες φτιαγμένες με τέχνη που μύριζαν φρέσκο τυρί και νοικοκυροσύνη, μια γλυκιά εικόνα, ζεστή σαν την οικογένεια, την φτώχεια, την ανθρωπιά. Όλο το νησί, ζαλισμένο από τις μυρουδιές -ο τελευταίος πειρασμός πριν την Ανάσταση- θαρρείς πως πλέει στο γαλάζιο σαν πλοίο, ήρεμα, μια κρουαζιέρα ψυχών.
Είναι τα σπουργίτια της Άνοιξης που τιτιβίζουν ασταμάτητα πάνω στις λεύκες και το πολύβουο σμάρι των συνομήλικών μου με κοντά παντελονάκια και τις τσέπες τους γεμάτες γυαλενάκια και μια χούφτα δεκάρες, θησαυρός ολόκληρος, ανεκτίμητος. Παιδιά γεμάτα σκανταλιά και χαρούμενα μάτια, με ματωμένα γόνατα και γδαρμένους αγκώνες, λαχανιασμένα από τη μανία για ζωή. Ο πόνος είχε άλλο βάρος, τον μοιραζόσουν σα το ψωμί στο τραπέζι και χόρταινες απαντοχή.
Είναι το «Ιδού ο Νυμφίος Έρχεται», «Τον νυμφώνα Σου βλέπω», «Το Τροπάριο της Κασσιανής», «Σήμερον κρεμάται επὶ ξύλου», «Ω γλυκύ μου Έαρ…», «Η ζωή εν τάφω», «Αξιον Εστί», «Αι γενεαί πάσαι» «Δεύτε λάβετε φως». Είναι η γλώσσα η αναστάσιμη που μοιράζει την ομορφιά εξίσου σε αγράμματος και γραμματιζούμενους.
Είναι οι ανοιχτές εκκλησιές δίπλα στα σπίτια, οι πένθιμες καμπάνες πριν το ξέσπασμα της Ανάστασης, οι γυναίκες αποβραδίς της Μεγάλης Πέμπτης που ξενυχτούν για να στολίσουν τον Επιτάφιο και οι μικροί σατανάδες της γειτονιάς που ρημάζουν τα λουλούδια από τα περιβόλια για τον στολισμό του.
Τίποτα δεν έχει μεταφυσικό βάρος. Όλα είναι τυλιγμένα με σάρκα την ώρα που στ’ αυτιά σου βουίζουν τα «Καλή Ανάσταση!» και δώσου ξανά «Καλή Ανάσταση!», κι εσύ ολοζώντανος γελάς, χαίρεσαι το αναστάσιμο μήνυμα όπως στέκεις εκεί στην αυλή της εκκλησιάς, παιδί, τί κι αν τα μαλλιά σου άσπρισαν και δεν γνωρίζεις κανέναν πια και λείπεις δεκαετίες ολόκληρες…
Στέκεις...
δίχως ηλικία καθώς για σένα η Ανάσταση γίνεται πια μια βαθιά συγκίνηση ζωής –αυτή που έχασες πριν από χρόνια !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου