Ενα Πάσχα μιας άλλης εποχής... (Κώστας Μπαλάφας/ Φωτογραφικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη)
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ
Της ΡΕΑΣ ΒΙΤΑΛΗ
Η φούστα ήταν καρό και είχε πιέτες γύρω γύρω. Μεγάλη υπόθεση, γιατί μόλις στριφογύριζα άνοιγε σαν ακορντεόν. Και τα σοσόνια μου είχαν δαντελίτσα και τα παπούτσια μου ήταν λουστρίνια κόκκινα. Από του Μούγερ. Καινούργια, ολοκαίνουργια, «πασχαλινά». Και είχα τόση χαρά, που να φανταστείς περπατούσα και τα κοίταζα για να χορτάσω ότι τα φορούσα. Και κάπως το ένιωθα ότι είχαν τακουνάκι και τα χτυπούσα για να τ’ ακούω και καμωνόμουνα τη μεγάλη.
Η κωμόπολη καταγωγής του πατέρα και της μητέρας μου, εκείνες τις μέρες του Πάσχα, υποδεχόταν τους «πρωτευουσιάνους» σαν κάτι ιδιαίτερο, σαν μια ατραξιόν. Και αυτό το εμπέδωνα και από την ίδια και την ίδια ερώτηση που δεχόμασταν από όσους μας αντάμωναν: «Τι νέα μας φέρνετε από τας Αθήνας, εσείς οι πρωτευουσιάνοι;».
Οι πρωτευουσιάνοι.
Και οι γυναίκες ρωτούσαν τη μαμά μου: «Τι φοριέται στην Αθήνα;» και σκανάριζαν το μαντό της και τη μόδα επάνω της. Το Πάσχα φοριόταν μαντό, όχι παλτό.
Η εκκλησία ήταν ο τόπος, ήταν η «σκηνή». Εκείνη η πόρτα που έτριζε και ενώ οι γυναίκες άστραφταν για μέρες, τρίβοντας με μανία πατώματα, μανουάλια και πολυελαίους, ωστόσο την πόρτα καμιά τους δεν τη λάδωνε. Ο τριζάτος ήχος της ήταν το σύνθημα για να στραφούν τα κεφάλια να δούνε ποιος μπήκε. Και στα δευτερόλεπτα της εισόδου, στα λεπτά της τελετουργίας τού να διασχίσουν οι μεγάλοι με βηματάκια σχεδόν στα νύχια, ως ένδειξη σεβασμού για ν’ ανάψουν κερί, να φιλήσουν τις εικόνες και να ανασηκώσει η μάνα το παιδί, ψιθυρίζοντας του «Φίλα την Παναγίτσα», ήσουν το θέαμα, η «τηλεοπτική οθόνη», η ανάσα των ματιών τους, ο αέρας που φύσαγε τη ρουτίνα τους μακριά και ανανέωνε το σύμπαν.
Οι πρωτευουσιάνοι.
Στον τρόπο και μόνο που πρόφεραν τη λέξη, έπιανες κάτι διπλό. Ερχόσουν από κάπου που κι εκείνοι επιθυμούσαν διακαώς να πάνε, αλλά τους τσάτιζε κιόλας, ότι εσύ ήσουν από εκεί που θα ήθελαν και εκείνοι να είναι και δεν ήταν, οπότε και λίγο σαν να το ειρωνεύονταν για να το ισοπεδώσουν. Δεν ξέρω πώς να το πω.
Τα παιδιά βέβαια δεν σκάμπαζαν από όλα αυτά τα συμπλεγματικά. Γινόμασταν αμέσως μια παρέα χωρίς διαχωρισμούς «κάστας». Και μάλιστα, μια παρέα που χαιρόταν πρωτόγνωρες εμπειρίες παιχνιδιού, ο ένας από τον άλλον. Οι εξ Αθηνών απολαμβάναμε την ξεγνοιασιά τού να περιφερόμαστε στους δρόμους, την έλλειψη φόβου από πλευράς των γονιών ενώ οι της επαρχίας εντυπωσιάζονταν από πρωτόγνωρα, όπως μια κούκλα που μιλούσε ή ένα αυτοκίνητο που είχε και σειρήνα!
Οσο, όμως, περνούσαν τα χρόνια, τα πράγματα άλλαζαν. Οταν τα αγοράκια γίνονταν έφηβοι… Και εισχωρούσε μέσα τους ο δισταγμός, η ντροπαλοσύνη, η αμηχανία… Ενα κορίτσι από την πρωτεύουσα ήταν κάτι «πολύ»… Κι ας ήταν το ίδιο κορίτσι που γνώριζαν από χρόνια και χρόνια. Και τους έβγαινε μια τόσο γλυκιά, τόσο αμυντική ψευτοπερηφάνια, που άκουγες: «Τώρα πια εσύ, ούτε που θα μας θυμάσαι».
Ησουν το αντικείμενο ενός πόθου άπιαστου. Ούτε που ν’ απλώσουν. Μια αυτοσυγκράτηση τόσο γενναία, που μόνο ως ενήλικη την αξιολογώ και με συγκινεί.
Μέρες Πάσχα, θυμήθηκα εκείνη την ατμόσφαιρα. Καταχωνιασμένη μέσα μου. Τίποτα πια δεν είναι ίδιο. Τόσο που μίκρυναν οι χιλιομετρικές αποστάσεις και άλλαξε το οδικό δίκτυο, όλη τη χώρα τη γυρίζεις σε μια μέρα. Ανθισε η επαρχία τόσο, που ένα σωρό νέοι και νέες αναζητούν την επιστροφή στην αγκαλιά της.
Τι να σου λέει πια το όνειρο τού να χαθείς στην πρωτεύουσα, «Εκεί όπου κανένας δεν σε ξέρει»;
Η μνήμη μου δεν έχει ίχνος νοσταλγίας. Εχει όμως ακόμα και τώρα τη...
μεθυστική μυρουδιά στα ρουθούνια. Βιολέτες, πασχαλιές. Τα λουλούδια του Επιταφίου αναστατώνουν αισθήσεις.
Εχει το «Ω γλυκύ μου έαρ». Εχει λιβάδια με παπαρούνες κόκκινες, κατακόκκινες σαν φρέσκο αίμα.
Εχει την ατμόσφαιρα μιας γλυκομελαγχολικής διπλής απόσταξης.
Εχει κι εκείνα τ’ αγόρια του Πάσχα… Παιδιά στη φλόγα ενός κεριού. Ηδονικά να στυλώνουν το βλέμμα, λίγο να φοβούνται μην καούν και περισσότερο, να θέλουν να καούν. Αλλά να μην το τολμούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου