«Τελικά, για ποιο λόγο, ρώτησε χαλαρά και δήθεν τυχαία ο πελάτης, γιατί στην ευχή απολυμαίνουν τόσες μέρες τη Βενετία; “Πρόκειται”, απάντησε ο τετραπέρατος διευθυντής, “για ένα προληπτικό μέτρο της αστυνομίας, προκειμένου, όπως επιβάλλει το καθήκον, να προστατευτεί η δημόσια υγεία από πιθανές επιπτώσεις, τις οποίες μπορεί να προκαλέσουν η αποπνικτική ατμόσφαιρα και οι εξαιρετικά θερμές καιρικές συνθήκες». Ο Ασενμπαχ ήξερε τι συνέβαινε στη Βενετία παρά το γεγονός ότι οι εικασίες και οι διαψεύσεις διαδέχονταν η μία την άλλη. «Ο αριθμός των νοσούντων και των νεκρών ανερχόταν στους είκοσι, στους σαράντα, στους άνω των εκατό, κι αν δεν αμφισβητούσαν ευθέως την ύπαρξη της επιδημίας, θεωρούσαν το κάθε περιστατικό ως μεμονωμένο, που ήρθε από το εξωτερικό». Πριν από έναν αιώνα περίπου (1912), ο Τόμας Μαν έγραψε τον «Θάνατο στη Βενετία» (μτφρ. Βασίλης Τσαλής, εκδ. Μεταίχμιο), το οποίο μετέφερε αλησμόνητα στον κινηματογράφο ο Λουκίνο Βισκόντι. Η ερήμωση του τοπίου εξαιτίας της πανούκλας κορυφώνει την υποβόσκουσα, σε όλο το βιβλίο, μελαγχολία. Η άλλοτε πολύχρωμη και πολυσύχναστη παραλία είναι σχεδόν έρημη τώρα, κανείς δεν την καθάριζε και ανάμεσα στους πρωταγωνιστές (τον ηλικιωμένο, για την εποχή εκείνη, 50χρονο Ασενμπαχ και τον έφηβο Τάτζιο) υπάρχει ένα τρίποδο στην άκρη της θάλασσας με μια φωτογραφική μηχανή, «μάλλον παρατημένη, και το μαύρο πανί της ανέμιζε ζωηρά στο ψυχρό αεράκι».
Η σκηνή αυτή, σήμερα, Μάρτιο του 2020, με τον κορωνοϊό να έχει μετατρέψει ολόκληρη την Ιταλία σε «κόκκινη ζώνη», με κατοίκους υποχρεωτικά κλεισμένους στα σπίτια τους, δεν χάνει το συμβολικό φορτίο της. Οσο και αν η πραγματικότητα της πανδημίας του COVID-19 εκτινάσσει τη συνθήκη της απομόνωσης και του αποκλεισμού σε εικόνες που μέχρι σήμερα τις ξορκίζαμε ως «επιστημονικής φαντασίας», η περιγραφή του Τόμας Μαν έχει κάτι καθησυχαστικό: όλα έχουν ξανασυμβεί.
Το βενετσιάνικο καλοκαίρι των αρχών του 20ού αιώνα έχει κάτι απειλητικό, εκτός από νοσηρό, ο θάνατος δεν καραδοκεί μόνο, επελαύνει.
Η Ιταλία ανήκει στις πιο κινηματογραφημένες χώρες στην ιστορία της 7ης Τέχνης. Εχει αποθεωθεί από τον φακό, την έχουν λατρέψει οι σκηνοθέτες, εγχώριοι και ξένοι, την αγαπήσαμε κι εμείς, πολύ, όχι μόνο ως επισκέπτες, αλλά και ως θεατές. Αυτό που είχε πει ο Φελίνι για τη Ρώμη θα μπορούσε να συμπεριλάβει όλη την Ιταλία: «Είναι μια ιδανική μητέρα· έχει τόσα παιδιά, ώστε ούτε περιμένει τίποτα ούτε ζητάει τίποτα από αυτά. Σε καλωσορίζει όταν έρχεσαι, σε αφήνει να φύγεις όποτε θέλεις».
Τη Ρώμη της αξεπέραστης, ασπρόμαυρης «Γλυκιάς ζωής» (Φελίνι, 1960) αλλά και της χρωματικής, παρακμιακής πανδαισίας της «Τέλειας ομορφιάς» (Πάολο Σορεντίνο, 2013). Τη Ρώμη που δεν σταματάμε να ανακαλύπτουμε και τώρα βλέπουμε μέσα από τις ειδήσεις αγνώριστη. Χωρίς ζωή, με τα περιπολικά να τριγυρνούν το βράδυ, ενημερώνοντας τους κατοίκους, από μεγάφωνα, να «μένουν στα σπίτια τους». Η Ρώμη και μαζί της όλη η Ιταλία, οικεία και πολύσημη, με τα μνημεία και τη ζωντάνια της, με το κλέος του παλίμψηστου διαφόρων εποχών και την ασκημένη τέχνη της απόλαυσης, ακόμη και μέσα στη φθορά του χρόνου, μεταμορφώθηκε μέσα σε λίγα 24ωρα σε μια «αποκλεισμένη ζώνη». Οπως έπειτα από πόλεμο ή πυρηνική καταστροφή. Οι μαρτυρίες φίλων και γνωστών συμπληρώνουν το δυστοπικό παζλ των τηλεοπτικών εικόνων. Στη Φλωρεντία ελάχιστοι κυκλοφορούν, κι εκεί, στους δρόμους, παρότι Νότος και τα κρούσματα λιγότερα από τον Βορρά. Η πόλη της περιπλάνησης, η πόλη-αξιοθέατο με τη «δυσβάστακτη» πολιτιστική κληρονομιά, άδεια από θαυμαστές του μεγαλείου της. Κανείς. Κάτοικοι αποσυρμένοι και τρομοκρατημένοι.
Η Ιταλία της σιωπής φέρνει έναν λυγμό και έναν κόμπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου