"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΘΡΑΚΗ - ΕΘΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ: Τι συμβαίνει με τους μουφτήδες - To ιστορικό, η «βίαιη» συνταξιοδότηση, η εξέλιξη του θεσμού, μία άλλη προσέγγιση


Η αιφνιδιαστική απελευθέρωση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών στις 14 Αυγούστου 2018 γέννησε σε τμήμα της κοινής γνώμης την υποψία ότι συνδέεται με ανταλλάγματα που συμφωνήθηκαν κρυφά από τις δύο κυβερνήσεις. Επειδή τις αμέσως επόμενες ημέρες επήλθαν αλλαγές στα πρόσωπα των επικεφαλής των Μουφτειών Ξάνθης και Κομοτηνής, δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι το αντάλλαγμα αφορούσαν σε αυτόν τον τομέα. Το θέμα των μουφτήδων είναι εξαιρετικά σοβαρό και εξετάζεται σε τέσσερις συνέχειες.



Η αλλαγή των προσώπων που είναι επικεφαλής των δύο σημαντικότερων Μουφτειών της Ελλάδος, δηλαδή της Ξάνθης και της Κομοτηνής, είναι αντικειμενικά σημαντικό γεγονός για τον συγκεκριμένο θεσμό. Από το 1949 μέχρι σήμερα μόνον τρία πρόσωπα ανά Μουφτεία έχουν αναλάβει τα συγκεκριμένα καθήκοντα.



Στη Μουφτεία Κομοτηνής υπηρέτησαν ο Χατζή Χαφούζ Χουσεΐν Μουσταφά (1949-1985), ο Ρουστού Ετέμ, ως τοποτηρητής, από τον Ιούνιο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1985 και ο Μέτσο Τζεμαλί (1985-2018). Στη Μουφτεία Ξάνθης υπηρέτησαν ο Μουσταφά Χιλμή Αγγά (1949-1989), ο Μεχμέτ Εμίν Αγγά, ως τοποτηρητής, (1990-1991) και ο Μεχμέτ Εμίν Σινίκογλου (1991-2018).

Ο νόμος για την επιλογή μουφτή

Στην Ελλάδα υπήρχε από το 1920 ο νόμος 2345/1920. Μεταξύ άλλων προέβλεπε μαζική ψηφοφορία όλων των Ελλήνων πολιτών μουσουλμανικού θρησκεύματος για την εκλογή του μουφτή της περιφερείας τους. Το σχετικό άρθρο ουδέποτε εφαρμόσθηκε. Αναφερόταν σε μία περίοδο πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών. Μετά το 1923 οι συνθήκες μεταβλήθηκαν ριζικά. Παρ’ όλα αυτά ο νόμος άλλαξε μόλις το 1990-91. Από τότε μέχρι και σήμερα ο ισχύων νόμος είναι ο 1920/1991 που προβλέπει την εξής διαδικασία για την επιλογή μουφτή:

  • Οι ενδιαφερόμενοι για τη θέση του μουφτή υποβάλλουν σχετική αίτηση

  • Καταρτίζεται κατάλογος με τους υποψηφίους.

  • Συστήνεται από τον συντονιστή της Αποκεντρωμένης Περιφέρειας ενδεκαμελής επιτροπή υπό την προεδρία του αποτελούμενη από «Έλληνες μουσουλμάνους θρησκευτικούς λειτουργούς και εξέχοντες μουσουλμάνους Έλληνες πολίτες της Περιφερείας». Τα μέλη της επιτροπής διατυπώνουν την άποψή τους για τα προσόντα και την καταλληλότητα των υποψηφίων.

  • Όλα αυτά τα στοιχεία διαβιβάζονται στον υπουργό Παιδείας που επιλέγει τον μουφτή «με βάση ιδίως το ήθος, τη θεολογική κατάρτιση και την εν γένει θρησκευτική δράση των υποψηφίων».

Είναι προφανές ότι πρόκειται για μία διαδικασία που μπορεί να ελεγχθεί πλήρως από το ελληνικό κράτος από την επιλογή των μελών της 11μελούς επιτροπής έως το τελικό αποτέλεσμα. Η συγκεκριμένη διαδικασία επιλογής εφαρμόσθηκε μία φορά, στην περίπτωση του μουφτή Ξάνθης Μεχμέτ Εμίν Σινίκογλου το 1991.

Η στάση της μειονότητας


Από το 1924 και μέχρι και το 1985 όλοι οι μουφτήδες που όρισε το ελληνικό κράτος επιλέγονταν μέσα από μία άτυπη διαδικασία συνεννοήσεων και συνδιαλλαγής κυρίως με τους βουλευτές της μειονότητας, αλλά και κάποιους θρησκευτικούς λειτουργούς με κύρος. Ακόμη και ο –μόλις συνταξιοδοτηθείς– μουφτής Κομοτηνής, Μέτσο Τζεμαλή, είχε αρχικώς επιλεγεί ως τοποτηρητής το 1985 μέσα από μία τέτοια διαδικασία.


Το 1980, με αφορμή τον νόμο για τα βακούφια (δηλαδή τις περιουσίες που είναι αφιερωμένες σε θρησκευτικό ή κοινωφελή σκοπό κατά το μουσουλμανικό δίκαιο), οι βασικοί πολιτικοί αντίπαλοι των τότε μειονοτικών βουλευτών συσπειρώθηκαν γύρω από τους υπέργηρους μουφτήδες Ξάνθης και Κομοτηνής. Τους εμφάνισαν ως φυσικούς ηγέτες της μειονότητας. Σκοπός τους ήταν να μειωθεί αντιστοίχως η απήχησή και να υπονομευθεί το κύρος των δύο τότε μειονοτικών βουλευτών. Οι ίδιοι οι μουφτήδες δεν αποτελούσαν, λόγω ηλικίας, κίνδυνο να είναι υποψήφιοι. Έτσι το πεδίο ήταν ανοιχτό σε νέες υποψηφιότητες.


Την ίδια περίοδο άλλαξε και η Τουρκία την πολιτική της στο θέμα των μουφτήδων. Μέχρι τότε, λόγω της κεμαλικής ιδεολογίας, έτρεφε εχθρικές διαθέσεις προς τους θρησκευτικούς θεσμούς. Μετά το πραξικόπημα στην Τουρκία το 1980 το τουρκικό προξενείο Κομοτηνής προσέγγισε τους δύο υπηρετούντες μουφτήδες Ξάνθης και Κομοτηνής. Η συσπείρωση υποψήφιων πολιτευτών της μειονότητας και η αλλαγή στάσεως του τουρκικού προξενείου δεν απεδείχθησαν επαρκείς να αναδείξουν ένα νέο ζήτημα το 1985, όταν ετέθη θέμα επιλογής του αντικαταστάτη του τεθνεώτος μουφτή Κομοτηνής.


Τα πράγματα ήσαν διαφορετικά όταν το 1990 πέθανε ο επί τεσαρακονταετία μουφτής Ξάνθης. Το ελληνικό κράτος τοποθέτησε τον υιό του, Μεχμέτ Εμίν Αγγά, ως τοποτηρητή. Τη σκυτάλη, όμως ανέλαβαν οι δύο ανεξάρτητοι βουλευτές που είχαν εκλεγεί κατά τις τρεις εκλογικές αναμετρήσεις του 1989-90. Λόγω των πιέσεων που του ασκήθηκαν, ο Μεχμέτ Εμίν Αγγά παραιτήθηκε λίγους μήνες μετά. Σε ανταπόδοση της παραιτήσεώς του, τον Αύγουστο του 1990 σε κάποια τζαμιά της Ξάνθης διεξήχθη μία παρωδία ψηφοφορίας δι’ ανατάσεως των χεριών, με την οποία επελέγη σαν «μουφτής».



Την όλη κίνηση είχε διοργανώσει το τουρκικό παρακράτος που εκείνη την περίοδο ήταν απολύτως κυρίαρχο στους μηχανισμούς της μειονότητας και καθοδηγούσε τους δύο ανεξάρτητους μειονοτικούς βουλευτές. Μερικούς μήνες αργότερα, η ίδια διαδικασία επανελήφθη και στην Κομοτηνή. Όταν το 2006 απεβίωσε ο αυτοαποκαλούμενος «εκλεγμένος μουφτής Ξάνθης», έγινε πάλι μία παρωδία ψηφοφορίας δι’ ανατάσεως των χεριών σε κάποια τζαμιά. Από τη διαδικασία προέκυψε ο υποστηριζόμενος από το τουρκικό προξενείο Αχμέτ Μετέ.

Ψευδομουφτήδες με ευρωδικαστική βούλα


Μετά τη διαδικασία που ακολούθησε το τουρκικό παρακράτος, η Ελλάδα στράφηκε δικαστικά εναντίον των δύο εκλεκτών του προξενείου και τους καταδίκασε επανειλημμένως. Το ευρωπαϊκό δικαστήριο για τα δικαιώματα του ανθρώπου, στο οποίο κατέληξε η υπόθεση είχε διαφορετική άποψη. Έκρινε ότι η τιμωρία ενός προσώπου που είναι αποδεκτός ως θρησκευτικός ηγέτης μίας ομάδας η οποία τον ακολουθεί εθελοντικά, δεν συνάδει με τις αρχές της θρησκευτικής ελευθερίας.


Έκτοτε στην Ξάνθη και στην Κομοτηνή υπάρχει ένας επίσημος, νόμιμος μουφτής που εκδίδει πράξεις, οι οποίες αναγνωρίζονται από το ελληνικό κράτος. Παράλληλα, υπάρχει από ένα άτομο που νοσφίζεται τον τίτλο του μουφτή και είναι γνωστός στην ελληνική κοινή γνώμη ως ψευδομουφτής.


Οι δύο επίσημοι μουφτήδες που συνταξιοδοτήθηκαν πριν λίγες ημέρες είχαν τη απαραίτητη θεολογική κατάρτιση να ανταποκριθούν στα καθήκοντά τους. Δεν είχαν, όμως, την ίδια απήχηση στις περιφέρειές τους για λόγους που σχετίζονται με την προσωπικότητα του καθενός και τη συνολική εικόνα που είχε η μουσουλμανική κοινωνία για αυτούς.


Ο μουφτής Κομοτηνής Μέτσο Τζεμαλή έχαιρε εκτιμήσεως και υποστηριζόταν από σημαντικό αριθμό μουσουλμάνων θρησκευτικών λειτουργών στα τεμένη της περιοχής. 


Αντιθέτως ο μουφτής Ξάνθης Εμίν Σινίκογλου είχε μηδενική απήχηση. Είναι ενδεικτικό ότι στην περιφέρειά του η συντριπτική πλειοψηφία των νεαρών μουσουλμάνων επιλέγουν πολιτικό γάμο για να αποφύγουν οποιαδήποτε σχέση με τη μουφτεία.


Αντιστοίχως, οι δύο ψευδομουφτήδες λειτουργούν κυρίως ως πολιτικά πρόσωπα. Εκδίδουν ανά εβδομάδα κηρύγματα για τα τεμένη, όπου συνήθως, μετά το θρησκευτικό μήνυμα ακολουθεί πολιτικό που κινείται στο τρίπτυχο: 


Πρώτον, είμαστε Τούρκοι (ή τουρκο-μουσουλμάνοι). 


Δεύτερον, η Ελλάδα παραβιάζει τις διεθνείς συνθήκες και μας καταπιέζει.


Τρίτον, η μητέρα-πατρίδα Τουρκία παρακολουθεί και παρεμβαίνει όποτε χρειάζεται για να μας προστατεύει.


Σύμφωνα με όσα έχουν δημοσιευθεί κατά καιρούς, οι δύο ψευδομουφτήδες υποστηρίζονται οικονομικά από την Τουρκία και μισθοδοτούν κρυφά μεγάλο αριθμό μουσουλμάνων θρησκευτικών λειτουργών. Ο πιο σοβαρός από τους δύο ψευδομουφτήδες είναι Αχμέτ Μετέ από την Ξάνθη. Λόγω της απηχήσεως που έχει σε πολλούς μουσουλμάνους, δεν αντιμετωπίζεται θετικά από την υπόλοιπη τουρκόφρονα ηγεσία της μειονότητας.



Η Τουρκία εδώ και χρόνια επιμένει στην εκλογή των μουφτήδων για λόγους που αναλύονται σε άλλο σημείο. Την ίδια θέση υιοθετεί σημαντικό τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ. Οι τοπικές οργανώσεις του στη Θράκη έχουν κυκλοφορήσει επανειλημένως φυλλάδια με τις θέσεις τους για τη μειονότητα όπου αναφέρονται ρητώς σε «δικαίωμα εκλογής μουφτή». Από το Νοέμβριο του 2017 είχαμε τα εξής επιπλέον δεδομένα:
  • Νοέμβριος 2017: ο Τούρκος αντιπρόεδρος Χακάν Τσαβούσογλου συναντήθηκε κατ’ ιδίαν με τον υπουργό Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου, χωρίς παρουσία εκπροσώπου του υπουργείου Εξωτερικών. Φαίνεται ότι ένα από τα αντικείμενα συζητήσεως ήταν και το θέμα των μουφτήδων.
  • Δεκέμβριος 2017: Κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα ο Ερντογάν χαρακτήρισε ενώπιον του Έλληνα πρωθυπουργού τον διορισμό ή την εκλογή του «αρχιμουφτή» (όπως τον ονόμασε) ως «σοβαρή πληγή».
  • Δεκέμβριος 2017 & Απρίλιος 2018: Ο Έλληνας υπουργός Παιδείας αναφέρθηκε σε «ορθολογικοποίηση της εκλογής μουφτήδων» και «προσδιορισμό ειδικού εκλεκτορικού σώματος» για την εκλογή μουφτήδων. Τον Απρίλιο χαρακτήρισε ως «ανοιχτό ζήτημα» τον τρόπο ανάδειξης των μουφτήδων στη Θράκη
  • Ιούλιος 2018: Μετά τη συνάντηση Τσίπρα-Ερντογάν στη σύνοδο του ΝΑΤΟ τον Ιούλιο του 2018 ο Τούρκος πρόεδρος δήλωσε ότι: «Συζητήσαμε και το θέμα της Δυτικής Θράκης… Αν θέλει ο Θεός θα γίνει το θέμα του εκλεγμένου Μουφτή. Ο Αλέξης Τσίπρας, μας λέει, ότι θα περάσουμε σε νέο σύστημα, θα καταργήσουμε τον διορισμό του μουφτή. Ας πούμε πως στο θέμα αυτό άναψε ‘’πράσινο φως’’, όμως δεν μπορούμε να πούμε πως τελείωσε η δουλειά».

Η εύθραυστη κυβερνητική πλειοψηφία βασίζεται πλέον σε 152 βουλευτές. Σε αυτούς περιλαμβάνονται και τρεις μειονοτικοί. Οι δύο εξ αυτών έχουν δείξει αξιοπιστία και σοβαρότητα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Δυστυχώς, ο τρίτος εξ αυτών δεν έχει δείξει την ίδια ανεξαρτησία. Συνοδεύει πάντα τον ψευδομουφτή της εκλογικής του περιφέρειας και κατά καιρούς εμφανίζεται ως ο διαμεσολαβητής μεταξύ της Τουρκίας και του ελληνικού κράτους με προνομιακή πρόσβαση στο μέγαρο Μαξίμου.



Η μοναδική διαφορετική φωνή επί του θέματος ακουγόταν από τον υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά που κατηγορηματικά διέψευδε ότι το θέμα της αναδείξεως των μουφτήδων ήταν προς συζήτηση με την Τουρκία. Σε πολλά θέματα, όμως, η γνώμη του υπουργού Εξωτερικών είναι αποκλίνουσα από τις απόψεις του παλαιού μικρού ΣΥΡΙΖΑ. Επιπλέον, το θέμα τυπικώς υπάγεται στην αρμοδιότητα του υπουργείου Παιδείας
.

Έπρεπε να γίνει τώρα η αλλαγή;


Από όσα λέγονταν και γράφονταν, ήταν σαφές ότι θα υπήρχαν εξελίξεις στο θέμα των μουφτήδων μέσα στο καλοκαίρι. Η τροπολογία του νόμου 1920/1991 που τελικώς κατατέθηκε στη Βουλή, δεν δημιουργεί πρόβλημα. Αναφέρεται αποκλειστικώς στην ηλικία συνταξιοδοτήσεως των μουφτήδων. Αντιθέτως, θα υπήρχε σοβαρό θέμα εάν γινόταν προσπάθεια αλλαγής του τρόπου επιλογής του μουφτή.


Ένα βασικό ερώτημα που έχει ακουσθεί είναι σχετικά με την καταλληλότητα της χρονικής στιγμής για αλλαγή των δύο μουφτήδων. Για τον μουφτή Ξάνθης άργησε πολύ να γίνει η αλλαγή. Έπρεπε να είχε αντικατασταθεί πριν πολλά χρόνια. Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν ότι η προβεβηκυία ηλικία και των δύο μουφτήδων καθιστούσε αυτή την αλλαγή απαραίτητη για να μη βρεθεί το ελληνικό κράτος να τρέχει πίσω από τις εξελίξεις σε περίπτωση που δεν ήσαν σε θέση να ασκήσουν τα καθήκοντά τους. Κάτι τέτοιο άλλωστε είχε συμβεί το 1985 και το 1990 όταν απεβίωσαν οι δύο μουφτήδες Κομοτηνής και Ξάνθης.


Μετά τη συνταξιοδότησή των δύο μουφτήδων, το υπουργείο Παιδείας είχε δύο δυνατότητες που προσδιορίζονται από το νόμο 1920/1991: να προχωρήσει σε επιλογή νέου μουφτή βάσει των ισχυουσών διατάξεων με την ενδεκαμελή επιτροπή να διατυπώνει την άποψή της για τα προσόντα και την καταλληλότητα των υποψηφίων, ή να ορίσει τοποτηρητές. Το υπουργείο επέλεξε τη λύση των τοποτηρητών.


Απόφοιτοι αραβικών ιδρυμάτων


Όσον αφορά τα πρόσωπα που επελέγησαν και οι δύο τοποτηρητές είναι απόφοιτοι αραβικών πανεπιστημίων. Ο ένας από το φημισμένο πανεπιστήμιο Αλ Αζχάρ της Αιγύπτου και ο άλλος από το πανεπιστήμιο της Μεδίνας. Είναι σημαντικό ότι δεν είναι απόφοιτοι τουρκικών θεολογικών σχολών.


Ειδικότερα ο τοποτηρητής της Μουφτείας Ξάνθης έχει συγκρουσθεί στο παρελθόν πολύ έντονα με το προξενείο. Είχε, μάλιστα, υποβάλει μήνυση κατά του προξένου και των οργάνων του που τον είχαν απειλήσει μέσα στο τέμενος που διηύθυνε την προσευχή. 


Ο τοποτηρητής της Μουφτείας Κομοτηνής είναι διδάκτωρ της ισλαμικής θεολογίας. Δεν εμφανίζεται να έχει απ’ ευθείας δεσμούς με την Τουρκία, δεν είχε οποιαδήποτε πολιτική εμπλοκή στο παρελθόν και θεωρείται άνθρωπος θρησκευόμενος.


Οι δύο τοποτηρητές έχουν να αντιμετωπίσουν σοβαρά εμπόδια στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα. Σε αυτή τη δύσκολη περίοδο θα πρέπει, όσοι επιθυμούν να εξομαλυνθεί η κατάσταση με τους μουφτήδες, να δείξουν υπομονή και κατανόηση. Οι δύο τοποτηρητές θα έχουν τους μηχανισμούς του προξενείου να τους διαβάλουν και να προσπαθούν να τους καταστήσουν κοινωνικά αποσυνάγωγους. Ας μην έχουν και τον ελληνικό Τύπο να τους περιμένει σε κάθε στραβοπάτημα, που σίγουρα θα υπάρξει. Και οι δύο έχουν τη δυνατότητα στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα ως τοποτηρητές να δείξουν τις ικανότητές τους και την αξία τους και να αποδείξουν ότι είναι σωστοί σύμβουλοι των πιστών μουσουλμάνων.


Η εξέλιξη του θέματος μέχρι τώρα δεν σημαίνει ότι έχει κλείσει και το θέμα του τρόπου επιλογής του μουφτή. Τα δύο πρόσωπα που ορίσθηκαν είναι τοποτηρητές. Ήδη κυβερνητικοί βουλευτές επισημαίνουν ότι οι τοποτηρητές είναι μία προσωρινή λύση και ότι σύντομα θα υπάρξει και αλλαγή του σχετικού νόμου που θα επιτρέπει την εκλογή. Αυτό σημαίνει ότι θα υπάρξει και επόμενος γύρος και το θέμα απαιτεί εγρήγορση και προσοχή



Σ’ αυτό το τμήμα του αφιερώματος για τους μουφτήδες εξετάζονται εν περιλήψει οι κυρίαρχες απόψεις επί του θέματος και πως διαμορφώθηκε ιστορικά ο θεσμός. Η Τουρκία και ένα τμήμα της μειονότητας ζητά από το 1990 να γίνεται εκλογή μουφτήδων. Παλαιότερα ζητούσαν η εκλογή να γίνεται από όλους τους μουσουλμάνους που είναι εγγεγραμμένοι στις δύο εκλογικές περιφέρειες Ξάνθης και Κομοτηνής. Επικαλούνταν προς τούτο τον μηδέποτε ισχύσαντα, σε αυτό το σκέλος του, νόμο 2345/1920. Προσφάτως φαίνεται ότι αλλάζουν γνώμη και κινούνται προς τη λογική της εκλογής μέσα από ένα σώμα θρησκευτικών λειτουργών και εκπροσώπων των βακουφικών επιτροπών.

Η Τουρκία πιστεύει ότι μέσα από τους μηχανισμούς χειραγωγήσεως της ψήφου θα μπορέσει να ελέγξει τη διαδικασία και να εκλέξει απoλύτως ελεγχόμενους από την ίδια μουφτήδες. Το ίδιο, άλλωστε, έχει επιχειρήσει με επιτυχία στη Βουλγαρία, που αποτελεί και τη μοναδική χώρα στον κόσμο όπου η εκλογή του λεγομένου αρχιμουφτή γίνεται από ένα σώμα θρησκευτικών λειτουργών.



Η επιθυμία της Τουρκίας να αλώσει τον συγκεκριμένο θεσμό δεν οφείλεται μόνον στο υψηλό κύρος που έχει. Οι μουφτήδες ελέγχουν τους ιμάμηδες, δηλαδή τους θρησκευτικούς λειτουργούς που προΐστανται της προσευχής στο τζαμί. Επομένως, υπάρχει έτοιμο ένα δίκτυο επιρροής που επεκτείνεται σε κάθε οικισμό και χωριό της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη. Ενδεικτικά της επιρροής που ασκούν είναι τα θρησκευτικά μηνύματα που απευθύνονται κάθε Παρασκευή προς τους πιστούς από τον μουφτή και διαβάζονται στα τεμένη. Οι δύο ψευδομουφτήδες τα χρησιμοποιούν για να προβαίνουν διαρκώς σε πολιτικές παρεμβάσεις.

Οι κομματικές απόψεις διίστανται


Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα δεν έχουν κοινή θέση επί του θέματος της αναδείξεως των μουφτήδων. Ακόμη και μέσα στα κόμματα υπάρχουν διαφορετικές απόψεις


Πιο συγκεκριμένα:


Η μία άποψη υπενθυμίζει ότι σε όλο τον κόσμο οι μουφτήδες ορίζονται από το κράτος (πλην Βουλγαρίας). Αυτό έχει επιπλέον σημασία στην Ελλάδα όπου οι μουφτήδες ασκούν και δικαστικά καθήκοντα (περιορισμένα πλέον) επί θεμάτων οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου. Επίσης, δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί ότι σε πολλές χώρες της Ευρώπης υπάρχει συστηματική προσπάθεια της Τουρκίας να ελέγξει τα δίκτυα των θρησκευτικών λειτουργών του Ισλάμ. Κατ’ ακολουθίαν, η Ελλάδα πρέπει με κάθε τρόπο να αποφύγει να παραδώσει τον θεσμό του μουφτή στον έλεγχο της Τουρκίας.


Η άλλη άποψη αντιτείνει ότι το θέμα άπτεται πρωτίστως δικαιωμάτων θρησκευτικής ελευθερίας. Όπως το ελληνικό κράτος δεν εμπλέκεται στην επιλογή της ηγεσίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας ή των ισραηλιτών, κατ΄ακολουθίαν θα πρέπει να μην εμπλακεί και στους μουσουλμάνους. Θα πρέπει να αφεθούν ελεύθεροι να επιλέγουν όποιον μουφτή επιθυμούν.


Προϋπόθεση για όλα αυτά είναι ο μουφτής να απεκδυθεί των δικαιοδοτικών του αρμοδιοτήτων και να επιστρέψει στα αμιγώς θρησκευτικά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα πάψει να υπάρχει το επιχείρημα ότι πρέπει να διορίζεται. Το θέμα σε βάθος χρόνου θα αυτορυθμισθεί και θα πάψει να αποτελεί ένα ακόμη σημείο τριβής με την Τουρκία.

Ποιος ο ρόλος του μουφτή


Το θέμα του τρόπου επιλογής του μουφτή (εκλογή ή ορισμός από το κράτος) έχει γίνει εδώ και χρόνια γάγγραινα στις σχέσεις της ελληνικής Πολιτείας με τη μειονότητα. Απαιτείται να το προσεγγίσουμε από μία νέα βάση. Προς αυτό απαιτείται να κατανοήσουμε πρώτα απ’ όλα ποιος είναι ο ρόλος του μουφτή.  


Αναφέρεται συχνά ότι είναι θρησκευτικός ηγέτης. Στην πραγματικότητα ο μουφτής δεν είναι θρησκευτικός ηγέτης.



Στον κόσμο του Ισλάμ οι θρησκευτικοί ηγέτες αποκαλούνται σεΐχηδες. Αντιθέτως, ο μουφτής είναι ένας μορφωμένος άνθρωπος που έχει μελετήσει βαθιά το Κοράνι και την Παράδοση (Σούνα) που αναφέρεται σε διάφορα περιστατικά, συνήθειες, ενέργειες, επιδοκιμασίες και ρήσεις από το βίο του ίδιου του Μωάμεθ. Εξ αιτίας αυτής της μελέτης είναι σε θέση να ερμηνεύει τους ιερούς κανόνες του Ισλάμ. Η ερμηνεία των ιερών κανόνων γίνεται υπό τη μορφή γνωμοδοτήσεως (φετφά) και μπορεί να είναι προφορική ή γραπτή. Επομένως, ο μουφτής είναι κατά κυριολεξίαν ιεροερμηνευτής.


Ο πιστός μουσουλμάνος που επιθυμεί να ζεί σύμφωνα με τη θρησκεία έχει την ηθική υποχρέωση να ζητά γνωμοδοτήσεις-φετφάδες από τους μουφτήδες σχετικά με τους κανόνες του βίου και της ηθικής. Ως επακόλουθο αυτής της καταστάσεως είναι ότι κάθε οργανωμένη μουσουλμανική κοινωνία πρέπει να έχει ένα μουφτή. Επιπλέον, όπου εφαρμόζεται ο ιερός ισλαμικός νόμος (σαρία) πρέπει να υπάρχει κι ένας ιεροδικαστής (καδής). Έτσι, ο  μουφτής διάβαζει και ερμηνεύει τον ιερό νόμο και ο καδής εφαρμόζει τον ιερό νόμο στα ιεροδικεία. Στην Ελλάδα, από το 1913, στο πρόσωπο του μουφτή έχουν ενσωματωθεί οι δύο διαφορετικοί αυτοί θεσμοί: του μουφτή ως ιεροερμηνευτή και του ιεροδικαστή (καδή).

Η διαφοροποίηση του θεσμού


Η σημασία και ο ρόλος του μουφτή διαφοροποιήθηκε σταδιακά μέσα στον ισλαμικό κόσμο. Αρχικώς αρκούσε ο μουφτής να είναι ενάρετος άνθρωπος και καλός γνώστης του Ιερού Νόμου. Δεν υπήρχε κάποιο τυπικό για τον χαρακτηρισμό ενός προσώπου ως μουφτή. Το σύστημα άλλαξε τον 16ο αιώνα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.


Δίπλα στους ιεροδικαστές (καδήδες), οι οποίοι προσλαμβάνονταν από την κυβέρνηση και διορίζονταν στα ιεροδικεία δημιουργήθηκε ένας νέος θεσμός. Επρόκειτο για τον σεΐχ-ουλ-ισλάμη, δηλαδή τον «γέροντα του Ισλάμ». Αυτός ήταν ο μουφτής Κωνσταντινουπόλεως που θεωρήθηκε ταυτοχρόνως και μέγας μουφτής της αυτοκρατορίας. Ο σεϊχ-ουλ-ισλάμης προσελάμβανε επίσημους μουφτήδες για όλες τις μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας.


Έκτοτε σε όλα τα μουσουλμανικά κράτη καθιερώθηκε ο θεσμός του επίσημου μουφτή. Η ύπαρξη επίσημου μουφτή δεν κατήργησε τους ιδιώτες μουφτήδες. Έτσι μετά τον 16ο αιώνα υπάρχουν στο Ισλάμ δύο κατηγορίες μουφτήδων. Στην πρώτη ανήκουν οι ιδιώτες μουφτήδες και στη δεύτερη οι μουφτήδες του κράτους.


Σήμερα είναι αποδεκτό ότι ένας μουφτής πρέπει να έχει τα ακόλουθα ελάχιστα προσόντα:
  • Να είναι κάτοχος θεολογικών γνώσεων πανεπιστημιακού επιπέδου, ιδανικά σε διδακτορικό επίπεδο.
  • Να είναι σε θέση να κατανοεί το πρωτότυπο αραβικό κείμενο του Κορανίου, διότι αυτό καλείται να ερμηνεύσει, και να έχει τη δυνατότητα να αιτιολογήσει τη συγκεκριμένη λύση που δίνει σε κάποιο ιερονομικό πρόβλημα. Οι μη γνώστες της αραβικής που δεν προσεγγίζουν τον λόγο του Θεού όπως έχει αποτυπωθεί στο Κοράνι, δεν μπορούν να γίνουν ποτέ μουφτήδες.
  • Να είναι πρόσωπο ηθικό και αξιοσέβαστο.


Οι άξονες, μέσα από τους οποίους καλό είναι να προσεγγίσει το θέμα των μουφτήδων το ελληνικό κράτος πρέπει κατά τη γνώμη μας να είναι οι εξής:

Η θρησκευτική διάσταση του θεσμού: Η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να αποπολιτικοποιήσει τον θεσμό του μουφτή και να τον επαναφέρει στις πραγματικές, θρησκευτικές του διαστάσεις.



Η θεσμοθέτηση ενός επίσημου μουφτή: Όπου υπάρχει οργανωμένη ισλαμική κοινότητα υπάρχει και ένας επίσημος μουφτής που λειτουργεί ως σύμβουλος του κράτους για τα λεπτά ζητήματα που σχετίζονται με όσους επιθυμούν να ακολουθούν τον ιερό ισλαμικό νόμο. Λόγω της παρουσίας της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη, το κράτος χρειάζεται να έχει επίσημους μουφτήδες στην περιοχή.


Επίσημος μουφτής και ιδιώτες μουφτήδες: Η ύπαρξη του επίσημου μουφτή δεν καταργεί τους ιδιώτες μουφτήδες. Εάν κάποιο πρόσωπο θεωρεί ότι έχει τη θεολογική κατάρτιση για να γνωμοδοτεί επί θεμάτων ισλαμικού νόμου, μπορεί να το κάνει.


Οι δικαιοδοτικές αρμοδιότητες: Η επαναφορά του θεσμού στις πραγματικές θρησκευτικές του διαστάσεις δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι θα χάσει ο μουφτής τις δικαιοδοτικές του αρμοδιότητες. Συνιστά πράγματι οπισθοδρόμηση να εφαρμόζεται στην Ελλάδα ο ιερός ισλαμικός νόμος. Οι αλλαγές όμως που επήλθαν με την τελευταία αναθεώρηση της νομοθεσίας (νόμος 4511/2018) κατέστησαν τη σχετική αρμοδιότητα προαιρετική.


Αφ’ ης στιγμής ένα τμήμα των συμπολιτών μας θεωρεί, καλώς ή κακώς, ότι είναι μειονοτικό τους δικαίωμα η εφαρμογή του ισλαμικού νόμου στις οικογενειακές και κληρονομικές τους υποθέσεις, πρέπει να γίνει σεβαστό. Αλλιώς θα δημιουργήσει περιττές εντάσεις. Η εμμονή στην επιβολή των κοσμικών στοιχείων του κράτους, όταν διασφαλίζεται η εφαρμογή του Συντάγματος (ιδίως στα θέματα περί της ισότητας των δύο φύλων) συνιστά ροβεσπιερισμό.


Η πολιτική διάσταση του θέματος: Δεν μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια υποκρινόμενοι ότι δεν βλέπουμε το πολιτικό παιχνίδι που έχει στήσει η Τουρκία γύρω από τον θεσμό του μουφτή. Είναι θέμα αρχής για την ανεξαρτησία ενός κράτους να μην ελέγχονται οι θεσμοί του από άλλα κράτη. Επιπλέον, δεν χωρούν πειραματισμοί σε ένα τέτοιο θέμα με την Τουρκία του Ερντογάν σε εθνικιστική και ισλαμιστική έξαρση.


Στην Αυστρία έδιωξαν τους ελεγχόμενους από την Τουρκία θρησκευτικούς λειτουργούς διότι έκαναν πολιτική προπαγάνδα. Ούτε μπορούμε να είμαστε αδιάφοροι στο γεγονός ότι άνθρωποι αδίστακτοι μέσα από τη μειονότητα, χρησιμοποιούν έναν θρησκευτικό θεσμό στρεφόμενοι συστηματικά κατά του ελληνικού κράτους. Επίσης, είναι ουτοπικό να περιμένουμε το σύστημα να αυτορυθμισθεί. Ανάλογες αυταπάτες σε άλλους τομείς οδήγησαν την Ελλάδα στο χείλος του γκρεμού το πρώτο επτάμηνο του 2015.


Το παράδειγμα προς αποφυγήν της Βουλγαρίας: Μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος, η Βουλγαρία, θέλοντας να αποδείξει ότι έπαψε πλέον να καταπιέζει τη μουσουλμανική της μειονότητα, καθιέρωσε την εκλογή του αρχιμουφτή της χώρας από ένα σώμα θρησκευτικών λειτουργών. Η Τουρκία έσπευσε από την πρώτη στιγμή να ελέγξει τη διαδικασία.



Το αποτέλεσμα είναι ότι η χώρα έχει δύο αρχιμουφτήδες: αυτόν που υποστηρίζεται από τη Βουλγαρία και εκείνον που υποστηρίζεται από την Τουρκία. Μπαινοβγαίνουν συχνά-πυκνά στις δικαστικές αίθουσες σε μία ατελείωτη διαμάχη με το βουλγαρικό κράτος να παρακολουθεί αμήχανο την ευθεία επέμβαση της Τουρκίας στο εσωτερικό του.


Ο κίνδυνος του εξτρεμιστικού ισλαμισμού: Εδώ και χρόνια σε άλλες χώρες της Ευρώπης έχει εμφανισθεί ένας επιθετικός ισλαμισμός. Σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις ξεκινά μέσα από τεμένη, όπου φανατικοί ιμάμηδες περνούν μηνύματα μίσους και ριζοσπαστικοποιούν νέους. Σε τουλάχιστον 4.000 άτομα υπολογίζονται συνολικά οι «ξένοι μαχητές», όπως ονομάζονταν όσοι εξωχώριοι πήγαιναν να πολεμήσουν με το Ισλαμικό Κράτος τα προηγούμενα χρόνια.


Η Ελλάδα μέχρι σήμερα είναι η μοναδική χώρα της ΕΕ που, εάν και έχει σημαντικό (και μάλιστα γηγενή) μουσουλμανικό πληθυσμό, δεν είχε ούτε έναν «ξένο μαχητή». Αυτό είναι κάτι που πρέπει να διαφυλαχθεί. Σήμερα, θρησκευτικοί λειτουργοί με ήπιες απόψεις συνεργάζονται με το ελληνικό κράτος στις Μουφτείες, στα ιεροδιδασκαλεία και σε αρκετά τεμένη.


Αντιθέτως, οι δύο ψευδομουφτήδες που ελέγχονται από την Τουρκία έχουν άλλες προτεραιότητες. Επί παραδείγματι, τον Ιούλιο του 2014 ο Ερντογάν κάλεσε τους μουσουλμάνους όλης της Ευρώπης σε συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας κατά της ισραηλινής εισβολής στη Γάζα. Στη συγκέντρωση της Ξάνθης που έσπευσαν να διοργανώσουν οι δύο ψευδομουφτήδες, εθεάθησαν για πρώτη φορά στη Θράκη να κυκλοφορούν άτομα τυλιγμένα με τις σημαίες του ιερού ισλαμικού πολέμου, τζιχάντ.


Η επιλογή του μουφτή: Ο επίσημος μουφτής δεν επιλέγεται για τη δημοφιλία του, αλλά για τις βαθιές γνώσεις που έχει για το ισλαμικό δίκαιο ούτως ώστε να είναι σε θέση να καθοδηγεί σωστά τους πιστούς. Αυτό σημαίνει ότι για την επιλογή του δεν μπορεί να υπάρξει λαϊκή ψήφος. Ένα κοσμικό κράτος όπως είναι η Ελλάδα δεν μπορεί να επιλέγει αυθαίρετα τον επίσημο μουφτή. Πρέπει να ακουσθεί μόνον η γνώμη των ειδικών αφ’ ενός για τη θεολογική του επάρκεια, αφ’ ετέρου για το ήθος του όπως το αντιλαμβάνεται μία τοπική κοινωνία.


Βάσει όλων αυτών των παραδοχών θα πρέπει να δούμε ένα σύστημα στο οποίο:

  • Οι ενδιαφερόμενοι θα υποβάλλουν υποψηφιότητα για τη θέση του μουφτή.
  • Οι υποψήφιοι θα πρέπει να εξετάζονται από επιτροπή στην οποία θα συμμετέχουν άτομα εγνωσμένου κύρους για τις θεολογικές τους γνώσεις που θα μπορούν να κρίνουν εάν έχουν θεολογική επάρκειαγια την ανάληψη της θέσεως. Τέτοια άτομα θα μπορούσαν να αναζητηθούν σε προοδευτικά πανεπιστήμια του ισλαμικού κόσμου, όπως το πανεπιστήμιο Αλ-Αζχάρ της Αιγύπτου ή το πανεπιστήμιο της Ιορδανίας. Θα πρέπει να αποφευχθούν άτομα από σκληροπυρηνικές χώρες, όπως η Σαουδική Αραβία. Η επιτροπή θα καταλήγει σε έναν κατάλογο τριών βασικών υποψηφίων ανά περιφέρεια.
  • Μία δεύτερη επιτροπή από μουσουλμάνους θρησκευτικούς λειτουργούς κάθε περιφέρειας θα αποφαίνεται για το ήθος και την κοινωνική εικόνα που έχουν οι τρεις βασικοί υποψήφιοι.
  • Το υπουργείο Παιδείας θα επιλέγει τον μουφτή από τον κατάλογο.

Με αυτόν τον τρόπο σταδιακά θα αποφορτισθεί το θέμα από την πολιτική του διάσταση και ο μουφτής θα ξαναγίνει ο ερμηνευτής των ιερών κειμένων του Ισλάμ και ο σύμβουλος του ελληνικού κράτους.





Δεν υπάρχουν σχόλια: