Η δημοσκόπηση της Marc το πιστοποιεί: Στις ηλικίες 18-54 ετών το 42,8% προκρίνει την επιστροφή στη δραχμή έναντι 52% που προκρίνει «παραμονή στο ευρώ με μνημονιακά μέτρα». Στις ηλικίες 55 και άνω μόνο 23,1% προκρίνουν την επιστροφή στη δραχμή, ενώ 69,7% είναι υπέρ του ευρώ έστω με μνημονιακά μέτρα.
Σημειώναμε κι εμείς από αυτή τη στήλη ότι «πολλοί που έχουν αποθαρρυνθεί από την κατάσταση προτείνουν την αυτοκτονία ως τη λύση στα “δεινά που επιφέρει το Μνημόνιο”. Προτείνουν ή υπονοούν ότι η Ελλάδα θα ήταν καλύτερα με τη δραχμή. Ακόμη χειρότερα: προωθούν με τα έργα τους αυτή τη λύση. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι οι περισσότεροι θυμούνται λειψά τον “παλιό καλό καιρό” της νομισματικής μας ανεξαρτησίας. Δεν θυμούνται ότι τα στεγαστικά δάνεια είχαν επιτόκιο 24%-28% και ότι επιχειρηματικά δάνεια έπαιρναν μόνο οι “κολλητοί” και τα ΜΜΕ. Θα πρέπει να θυμούνται επίσης τον πληθωρισμό στο 20% και την απίστευτη ταλαιπωρία στα τελωνεία για να πάρουν ένα βιβλίο που τους ήρθε δώρο από το εξωτερικό. Μπορεί η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων σε πραγματικές τιμές να μειώθηκε από το 2009, αλλά παραμένει μεγαλύτερη από το 1999, πριν μπούμε στο ευρώ. Ακόμη και τα σημερινά πετσοκομμένα εισοδήματα αγοράζουν περισσότερα προϊόντα και υπηρεσίες από όσα αγόραζαν τα εισοδήματα προ δεκαπενταετίας» («Καθημερινή», 25.11.2011).
Σήμερα, μετά την πρωτοφανή για την ιστορία της Ευρώπης περίοδο ειρήνης, πολλά θεωρούνται κεκτημένα. Οι πολιτικοί, που γεννήθηκαν μετά τον Πόλεμο, δεν μπορούν να αντιληφθούν τη σωρευτική επίδραση των γεγονότων, που αν αφεθούν ανεξέλεγκτα καταλήγουν σε μεγάλες καταστροφές. Ο συγγραφέας του βιβλίου «Τι γίνεται αν η Ευρώπη διαλυθεί;» (εκδ. Μεταίχμιο), Χέιρτ Μακ, μελέτησε πολύ τις εφημερίδες στις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου:
«Ηταν μια εμπειρία που με άφησε άναυδο. Στην καλοκαιρινή Βιέννη του 1914 όλα συνέχιζαν κανονικά για αρκετές εβδομάδες. Στα πρωτοσέλιδα κυριαρχούσε το ερώτημα ποιος είχε προσκληθεί στην κηδεία του δολοφονηθέντος διαδόχου και της γυναίκας του, στο χρηματιστήριο άρχισε να επικρατεί μια ράθυμη καλοκαιρινή διάθεση, μονάρχες και σημαντικοί πολιτικοί έφυγαν για διακοπές... Η Βιέννη του τότε ήταν ένας κόσμος βεβαιοτήτων, έγραφε ο Στέφαν Τσβάιχ στα απομνημονεύματά του, ένας κόσμος που έμοιαζε να συνεχίζει επ’ άπειρον και εν τούτοις όλα ξαφνικά τέλειωσαν, για πάντα, “μια τραγική συνέπεια μιας εσωτερικής δυναμικής που είχε συσσωρευτεί επί σαράντα χρόνια”».
Ο συγγραφέας φοβάται ότι θα σβήσει το ευρωπαϊκό όνειρο χωρίς να γίνει αντιληπτό, «Επανειλημμένα, η ιστορία του 20ού αιώνα δείχνει ότι το αδιανόητο μπορεί ξαφνικά να γίνει αναπόφευκτο», σημειώνει ο Χέιρτ Μακ. Μεγαλύτερος κίνδυνος για τον Ολλανδό δημοσιογράφο και συγγραφέα είναι ένας νέου τύπου εθνικισμός. «Σε πολλές χώρες ο εθνικισμός έχει υποστεί μια πλήρη μεταμόρφωση σε σχέση με τη δεκαετία του τριάντα, από έναν λαϊκό εθνικισμό –με έμφαση σε αίμα, έδαφος και καθαρότητα– σε έναν κρατικό εθνικισμό, με έμφαση στο εθνικό κράτος ως προστάτη του δικαίου, της δημοκρατίας, αλλά τουλάχιστον εξίσου και των συντάξεων και άλλων κοινωνικών κεκτημένων».
Στην Ελλάδα, δυστυχώς, η διδαχή της ιστορίας είναι λειψή και εθνοκεντρική. Οι νέοι δεν αναπτύσσουν κριτική σχέση με το παρελθόν. Μαθαίνουν αγωνιστικά παραμύθια, είτε εθνικά στο σχολείο είτε αριστερά στις παρέες τους στο Διαδίκτυο κ.λπ. Αυτό για τον κ. Δημήτρη Ψυχογιό επηρεάζει πολιτικές συμπεριφορές.
«Η αριστερή “αγωνιστική ερμηνευτική” της Ιστορίας είναι υπεύθυνη για τη μεταπολιτευτική ανοχή απέναντι στην τρομοκρατία και στη βία των διαδηλώσεων και των καταλήψεων, που έχουν κοστίσει δεκάδες νεκρούς, ανυπολόγιστες καταστροφές, διέλυσαν το κέντρο της Αθήνας: όλα αυτά ήσαν “δίκαιοι αγώνες”.
Αυτή η στρεβλή ανάγνωση της Ιστορίας μπορεί να εξηγήσει το μεγάλο ποσοστό αποδοχής της δραχμής στη νέα γενιά και το ακόμη υψηλότερο ποσοστό (45,1%) στους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ:
«H ανθρώπινη ιστορία γίνεται όλο και περισσότερο ένας αγώνας μεταξύ εκπαίδευσης και καταστροφής».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου