Κουίζ. Ποιας χρονιάς είναι οι παρακάτω διαπιστώσεις από το πρόγραμμα του
ΣΥΡΙΖΑ; Αντιγράφουμε:
«Στη χώρα μας, το ποσοστό του πληθυσμού που
βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας ανέρχεται σήμερα στο 20,1% και
είναι το δεύτερο υψηλότερο στην Ε.Ε. των 27, μετά τη Λεττονία, ενώ
αυξημένο είναι και το ποσοστό αυτών που ζουν σε συνθήκες ακραίας
ανέχειας (σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, το 7,24% των Ελλήνων ζει με
λιγότερα από 10,5 ευρώ την ημέρα).
»Η φτώχεια πλήττει ιδιαίτερα τους μακροχρόνια ανέργους αλλά και
νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας, εργαζομένους με ελαστικές
εργασιακές σχέσεις, συνταξιούχους, ηλικιωμένους, γυναίκες και άτομα που
ανήκουν σε “μειονεκτούσες” κοινωνικές ομάδες, όπως τα παιδιά, τα άτομα
με αναπηρίες, οι χρήστες ουσιών, τα οροθετικά άτομα, οι πάσχοντες από
ψυχικές ασθένειες, οι άστεγοι, οι φυλακισμένοι, οι αποφυλακισμένοι και
οι ανήλικοι παραβάτες, όσοι ανήκουν σε εθνοτικές ή θρησκευτικές
μειονότητες, οι παλιννοστούντες, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες, ενώ
σκληρά δοκιμάζεται και ο αγροτικός πληθυσμός της υπαίθρου.
»Σε συνθήκες φτώχειας ζει το 34,4% των ανέργων και το 14,2% των
εργαζομένων, γεγονός που πιστοποιεί την ύπαρξη στη χώρα μας μιας μεγάλης
κατηγορίας “εργαζόμενων φτωχών”.
»Οι χαμηλόμισθοι, οι νέοι, οι γυναίκες και οι εργαζόμενοι υπό καθεστώς
μερικής ή προσωρινής απασχόλησης εμφανίζουν παρόμοια ποσοστά φτώχειας με
αυτά των ανέργων, γεγονός που δείχνει πού έχει οδηγήσει η πολιτική των
ευέλικτων εργασιακών σχέσεων και της μερικής απασχόλησης.
»Αυξημένα ποσοστά φτώχειας εμφανίζονται επίσης στους ηλικιωμένους, τους
ανασφάλιστους και τους χαμηλοσυνταξιούχους: 26,5% των συνταξιούχων ζει
σε συνθήκες φτώχειας.
»Αν και τα κονδύλια για την κοινωνική πρόνοια στην Ελλάδα είναι
συγκρίσιμα με αυτά άλλων μεσογειακών χωρών της Ε.Ε., παρουσιάζουν τη
μικρότερη αποτελεσματικότητα στη μείωση της φτώχειας στην Ευρώπη.
Συγκεκριμένα, η μείωση που επιτυγχάνεται είναι μόλις 6,5%, όταν το
αντίστοιχο μέσο ποσοστό μείωσης στην Ε.Ε. των 15 είναι 24,9%».
Απάντηση: Είναι το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ το 2007.
Αν το προσέξουμε δεν
διαφέρει πολύ στη φιλοσοφία από το πρόγραμμα του 2015. Μπορεί οι αριθμοί
να διαφέρουν κάπως, αλλά η δομή των προβλημάτων είναι ίδια.
Το ζήτημα
με τα προγράμματα των κομμάτων, όπως του ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι οι παροχές
αυτές καθαυτές, αλλά το γεγονός ότι εντάσσονται σε ένα μοντέλο που
απέτυχε και στις πλούσιες και στις φτωχές εποχές.
Το κρατικοκεντρικό
μοντέλο διευθέτησης των πάντων δεν απαντά στις ποικίλες και
διαφοροποιημένες ανάγκες των καιρών μας. Αν το καλοσκεφτούμε η Ελλάδα
σήμερα έχει τα ίδια προβλήματα με εκείνα προ του 2009. Απλώς τώρα είναι
πολύ πιο οξυμένα και διογκωμένα, διότι τότε τα κρατικά ελλείμματα
μπάλωναν κάποιες από τις συνέπειες, αλλά δεν έλυναν το πρόβλημα.
Εχει πολλά προβλήματα το «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», που περιφέρουν,
σαν Αγιο Δισκοπότηρο, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ στα τηλεοπτικά πάνελ.
Πρόβλημα δεν είναι οι παροχές αυτές καθαυτές:
1) «Δωρεάν ρεύμα σε
300.000 νοικοκυριά κάτω από το όριο της φτώχειας...»,
2) «Πρόγραμμα
επιδότησης διατροφής με κουπόνια σίτισης σε 300.000 άπορες οικογένειες»,
3) «Δωρεάν ιατρική περίθαλψη για όλους/δραστική μείωση συμμετοχής στη
φαρμακευτική δαπάνη (...) έως μηδενισμό για ειδικές κατηγορίες»,
4)
«Πρόγραμμα εξασφάλισης στέγης... με την επιδότηση του ενοικίου στα 4
ευρώ ανά τ.μ.»,
5) «Ειδική κάρτα κάρτα μετακίνησης με μειωμένη έως
συμβολική συμμετοχή για μακροχρόνια ανέργους και όσους διαβιώνουν κάτω
από το όριο της φτώχειας... και θα απαιτεί πολύ μικρή έως συμβολική
συμμετοχή από τους δικαιούχους».
Αν και οι παροχές κοστολογήθηκαν από το
Γενικό Λογιστήριο του Κράτους πολύ πιο ψηλά απ’ όσο υπολογίζει το κόμμα
της αξιωματικής αντιπολίτευσης, σε πολλές περιπτώσεις είναι αναγκαίες.
Δεν μπορεί να λογίζεται ως κοινωνία ένα σύνολο ανθρώπων, όταν έχει
οικογένειες που σιτίζονται με ό,τι χειρότερο κυκλοφορεί στην αγορά, να
μην έχουν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ή να ζουν χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα.
Βεβαίως, υπάρχει πρόβλημα χρηματοδότησης του προεκλογικού προγράμματος
της Θεσσαλονίκης, μέρος του οποίου ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να το καλύψει με τα
υπόλοιπα του δανείου για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Αυτό βέβαια
δεν είναι δεδομένο· το δάνειο δόθηκε με χαμηλό επιτόκιο για τη
συγκεκριμένη δουλειά και δεν μπορεί να γίνει παροχές, ακόμη κι αν αυτές
είναι αναγκαίες. Δεν ξέρουμε πόσα λεφτά θα απομείνουν –υπάρχει μια
δύσκολη περίοδος και οι καταθέσεις των τραπεζών μπορεί να αιμορραγήσουν
και πάλι–, αλλά όπως και να έχει, είναι θέμα διαπραγμάτευσης η αλλαγή
των στόχων εκείνου του δανείου για για να καλυφθούν καταναλωτικές
δαπάνες. Σε μια ενδεχόμενη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, το υπόλοιπο των κεφαλαίων
του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας θα μπει σε ένα πακέτο
συνολικής διαπραγμάτευσης με τους εταίρους. Η διαπραγμάτευση (ελπίζουμε
ότι) θα οδηγήσει σε ένα νέο μνημόνιο, άσχετα εάν αυτό θα λέγεται
«Πρόγραμμα ανόρθωσης της ελληνικής οικονομίας» ή ό,τι άλλο προκύψει από
το αριστερό newspeak.
Το σίγουρο είναι ότι οποιοδήποτε ανθρωπιστικό πρόγραμμα εφαρμόσει ο
ΣΥΡΙΖΑ θα είναι –θέλει, δεν θέλει, διότι δεν έχει λεφτά ή δάνεια–
δημοσιονομικά ουδέτερο. Θα είναι δε σαφώς μικρότερο από εκείνο της
Θεσσαλονίκης, ακόμη και αν επιτευχθεί ο στόχος για να χρησιμοποιηθούν τα
κεφάλαια του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Το βασικότερο
πρόβλημα του προγράμματος της Θεσσαλονίκης είναι ότι ακολουθεί την
πεπατημένη της κοινωνικής πολιτικής, που δεν απέδωσε τα προηγούμενα
χρόνια. Σύμφωνα με αξιόπιστες μελέτες, η κεντρική διαχείριση των
προγραμμάτων πρόνοιας στην Ελλάδα είναι αλυσιτελής: η Ε.Ε. των «15»
ξόδευε το 2004 το 27,2% του ΑΕΠ και μείωνε τη φτώχεια κατά οκτώ
ποσοστιαίες μονάδες (από 23% στο 15%). Η Ελλάδα ξόδευε το 26,3% του ΑΕΠ
για κοινωνικές δαπάνες και επιτύγχανε μείωση της φτώχειας κατά δύο
μονάδες, από 22% στο 20% (Θ. Μητράκος και Θ. Γεωργιάδης, «Αξιολόγηση της
αποτελεσματικότητας του ελληνικού συστήματος κοινωνικής αλληλεγγύης»).
Το πρόβλημα (και) του προγράμματος της Θεσσαλονίκης είναι ότι δεν
ενσωματώνει την προηγούμενη εμπειρία των προγραμμάτων αλληλεγγύης που
σπαταλήθηκαν μέσα στους δαιδάλους της γραφειοκρατίας.
Δεν ενσωματώνει
ούτε την εμπειρία της κρίσης, κατά τη διάρκεια της οποίας η Τοπική
Αυτοδιοίκηση, και ειδικά οι μεγάλοι δήμοι, στάθηκαν επάξια στην πρώτη
γραμμή των κοινωνικών αναγκών και τα κατάφεραν πολύ αποτελεσματικά.
Οι
συντάκτες του δεν κατανοούν ότι η κεντρική διοίκηση, την οποία θέλει να
ενισχύσει έτι περαιτέρω, παραείναι χοντροκομμένη για να απαντήσει σε
υπαρκτές αλλά τοπικές κοινωνικές ανάγκες. Για παράδειγμα:
Το πρόγραμμα
Κοινωνικής Αλληλεγγύης που υλοποίησε (κατά το ήμισυ) η κυβέρνηση του
ΠΑΣΟΚ το 2009 ήταν δημοσιονομικά ουδέτερο. Τα 500 εκατομμύρια που
μοιράστηκαν ήταν από έκτακτη φορολογία στις πιο κερδοφόρες επιχειρήσεις.
Δεν κατέληξαν όμως σε εκείνους που είχαν τη μεγαλύτερη ανάγκη, αλλά
σύμφωνα με τις φορολογικές δηλώσεις και τα δελτία ανεργίας του κεντρικού
κράτους. Σε μια χώρα όπου οργιάζει η φοροδιαφυγή και οι μακροχρόνια
άνεργοι δεν βρίσκονται στους καταλόγους του ΟΑΕΔ, η κατανομή δεν ήταν
άριστη. Δεν ήταν καν καλή...
Γι’ αυτό ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα αντιμετώπισης των υπαρκτών
ανθρωπιστικών προβλημάτων θα έπρεπε να είναι αποκεντρωμένο. Οσα ξέρει η
τοπική κοινωνία δεν τα ξέρουν οι δημόσιες υπηρεσίες όλου του κόσμου.
Ούτε καν οι καμιά δεκαριά νέοι οργανισμοί που ετοιμάζει να δημιουργήσει ο
ΣΥΡΙΖΑ και οι οποίοι θα καταλήξουν να σπαταλούν τα λεφτά που πρέπει να
δοθούν σε εκείνους που έχουν ανάγκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου