Αμέσως μετά την κατάρρευση της δικτατορίας το 1974 αποφασίστηκε να απομακρυνθούν οι συνεργάτες της από τα πανεπιστήμια.
Με Συντακτική Πράξη «περί αποκαταστάσεως της δημοκρατικής νομιμότητας στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα» επανήλθαν στα ΑΕΙ όσοι είχαν απολυθεί επί χούντας.
Παράλληλα, θεσπίστηκε ένα ειδικό πειθαρχικό συμβούλιο, στο οποίο παραπέμπονταν όσοι καθηγητές είχαν συνεργαστεί πολιτικά με το καθεστώς. Οι πιο κραυγαλέες περιπτώσεις (καθηγητές που είχαν αναλάβει κυβερνητικές θέσεις επί χούντας) εκδιώχθηκαν. Υπήρχε όμως και μία γκρίζα ζώνη προσώπων που, παρ’ ότι είχαν φιλοχουντική στάση (ποικίλων διαβαθμίσεων), αντιμετωπίστηκαν με επιείκεια.
Το ιδιαίτερα ισχυρό (λόγω του Πολυτεχνείου) φοιτητικό κίνημα της εποχής αντέδρασε. Ατυπα φοιτητικά συμβούλια προχώρησαν στη δική τους «αποχουντοποίηση». Οπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, στο μάτι του κυκλώνα βρέθηκαν και καθηγητές που δεν είχαν σχέσεις με τη δικτατορία αλλά ήσαν αυστηροί στις βαθμολογίες τους ή απλώς συντηρητικοί. Αρκετοί από αυτούς, για να επιβιώσουν, καθιέρωσαν το λεγόμενο «δημοκρατικό 5». Ασχέτως δηλαδή των επιδόσεων, βαθμολογούσαν με τον ελάχιστο προβιβάσιμο βαθμό και είχαν το κεφάλι τους ήσυχο από φοιτητικές αντιδράσεις. «Δικαιούχοι» ήσαν συνήθως οι συνδικαλιστές των φοιτητικών παρατάξεων. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις που βαθμολογούνταν με το «δημοκρατικό 5» όλοι οι φοιτητές που είχαν δηλώσει κάποιο μάθημα.
Σήμερα το «δημοκρατικό 5» αποτελεί θλιβερή ανάμνηση άλλων εποχών. Αντικαταστάθηκε όμως από ένα νέο δικαίωμα: το «δημοκρατικό 1»! Πρόκειται για την είσοδο μαθητών στο πανεπιστήμιο ακόμη όταν έχουν βαθμολογηθεί με μονάδα στις Πανελλήνιες Εξετάσεις.
Το «δημοκρατικό 1» έχει άμεσο αντίκτυπο στην ελληνική ανώτατη εκπαίδευση. Το ποσοστό αποφοίτων στο σύνολο των φοιτητών της χώρας είναι με μεγάλη διαφορά το χειρότερο στην Ευρώπη. Η Ελλάδα βρίσκεται στο 9%, η αμέσως επόμενη Σουηδία στο 18% και ο μέσος όρος της Ε.Ε. στο 24%. Πολύ απλά ένας τεράστιος αριθμός φοιτητών εγκαταλείπει τα ΑΕΙ και δεν αποφοιτά ποτέ λόγω αντικειμενικής μαθησιακής αδυναμίας να ανταποκριθεί.
Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα θεσπίστηκε με τον Νόμο 4777/2021 η ελάχιστη βάση εισαγωγής. Βασίζεται στον μέσον όρο των επιδόσεων των υποψηφίων σε καθένα από τα τέσσερα επιστημονικά πεδία των Πανελληνίων. Εάν εφαρμοζόταν το 2020, η ελάχιστη βάση εισαγωγής θα είχε κινηθεί γύρω στο 8/20. Πρόκειται για ένα ευέλικτο σύστημα. Προσαρμόζεται στον εκάστοτε μέσον όρο. Επομένως, είναι αδιάφορο εάν τα θέματα είναι εύκολα ή δύσκολα. Στην πρώτη περίπτωση η βάση θα ανέβει και στη δεύτερη θα πέσει. Για αυτό και είναι έωλο το επιχείρημα να μην εφαρμοστεί από φέτος διότι οι υποψήφιοι δίνουν εξετάσεις υπό εξαιρετικά δυσμενείς συγκυρίες λόγω κορωνοϊού. Ως ο μέσος όρος των επιδόσεων των εξεταζομένων, η ελάχιστη βάση εισαγωγής θα προσαρμοστεί στο επίπεδό τους.
Δεν είναι θέμα ταξικό (εκτός εάν πιστεύουμε ότι τα παιδιά χαμηλότερων εισοδηματικών οικογενειών γράφουν περίπου στη μονάδα…).
Είναι θέμα λογικής ότι ένας μαθητής που στις Πανελλήνιες βαθμολογείται με χαμηλούς βαθμούς, δεν μπορεί, όταν ακολούθως χριστεί φοιτητής, να μεταμορφωθεί.
Είναι όμως και θέμα...
ηθικής.
Δεν μπορούμε να «πουλάμε» σε αυτά τα νέα παιδιά και στις οικογένειές τους την ψευδαίσθηση ότι είναι φοιτητές πανεπιστημίου. Διότι όλο αυτό είναι ένα θέατρο που δεν εξυπηρετεί τίποτε άλλο εκτός από μία απατηλή εικόνα.
«Πόσοι μαθητές θα μείνουν εκτός ΑΕΙ;» κραυγάζει η αντιπολίτευση, έτοιμη για μάχες αριθμών τον Σεπτέμβριο.
Εκείνοι που εάν εισαχθούν, θα εγκαταλείψουν τις πανεπιστημιακές τους σπουδές διότι δεν έχουν τα μαθησιακά εφόδια για να συνεχίσουν στο Πανεπιστήμιο, είναι η απάντηση.
Εκτός εάν αντιλαμβανόμαστε το πανεπιστήμιο ως τη Δ΄ Λυκείου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου