Του ΜΙΧΑΛΗ ΤΣΙΝΤΣΙΝΗ
Το εργασιακό είναι πια η γιαγιά των μαχών.
Κόρη της γιαγιάς είναι η νέα μητέρα των μαχών: το ασφαλιστικό.
Το σχήμα της μονότονης διαδοχής το επιβάλλει ο ρητορικός αυτοματισμός της αντιπολίτευσης. Ο τόνος του αναθεματισμού δεν αλλάζει. Ούτε η οπτική γωνία – η φαντασιακή εγκατάσταση σε μια «νεοφιλελεύθερη» δυστοπία.
Αν κανείς άλλαζε λίγες λέξεις στο προχθεσινό βιντεοσκοπημένο ανακοινωθέν της τομεάρχου Εργασίας του ΣΥΡΙΖΑ, θα νόμιζε ότι μιλάμε ακόμη για το προηγούμενο νομοσχέδιο – για τη μαμά που εν τω μεταξύ έγινε γιαγιά. Από το στόμα της Ξενογιαννακοπούλου έβγαιναν πάλι οι χρησμοί για παράδοση στα συμφέροντα των ιδιωτών. Για απάντηση που θα δώσει ο ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή και στον δρόμο.
Είναι νωπή η αποτυχία αυτής της αντιπολιτευτικής μεθόδου. Απέτυχε, καθώς η κυβέρνηση πέρασε μάλλον άνετα τον νόμο Χατζηδάκη, που όντως μέχρι πριν από λίγα χρόνια θα φάνταζε βουνό. Η επανάληψη του ίδιου θορύβου δεν μπορεί παρά να είναι εξίσου άσφαιρη έναντι του νέου ασφαλιστικού.
Αυτή η αφλογιστία αφορά μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο αναμηρυκασμός των ίδιων κλισέ –είτε πρόκειται για την Παιδεία, που παραδίδεται στους κολεγιάδες, είτε για τις εισφορές των νέων ασφαλισμένων, που δωρίζονται στους γύπες των αγορών– επιβεβαιώνει ότι η αντιπολίτευση δεν έχει καταφέρει να συγχρονιστεί με τις αγωνίες της κοινωνικής πλειοψηφίας. Σαλπίζει επαναστάσεις μόνη, πάνω σε ξύλινο άλογο. Και συντελεί έτσι στην εμπέδωση της ασυμμετρίας του πολιτικού συστήματος – στη διαιώνιση της απόστασης μεταξύ πλειοψηφίας και μειοψηφίας, την οποία αριθμητικά δείχνουν όλες οι δημοσκοπήσεις.
Η ασυμμετρία δεν είναι όμως μόνο στατιστικό επιφαινόμενο. Το πολιτικό βάθος γίνεται αντιληπτό σε όποιον ακούει την αγωνία με την οποία παράγοντες της πλειοψηφίας υπερασπίζονται τα μετα-πανδημικά τους εγχειρήματα. Τα υπερασπίζονται σαν να είναι τομές υψηλού πολιτικού ρίσκου· σαν να συναντούσαν αντίσταση.
Αντιθέτως...
η κριτική ότι τόσο στα εργασιακά όσο και, κυρίως, στο ασφαλιστικό οι νομοθετικές πρωτοβουλίες παραείναι συγκρατημένες, σχεδόν δεν ακούγεται. Στην πολιτική αγορά δεν βρίσκει, ας πούμε, φωνή η ανησυχία για το πώς θωρακίζεται η διαχείριση του κουμπαρά των εισφορών από πολιτικές παρεμβάσεις – την εκλογική κυκλοθυμία και τις πελατειακές έξεις. Δεν ακούγεται η κριτική για το αν το όριο ηλικίας των 35 ετών, που προβλέπει το σχέδιο για ένταξη στον νέο πυλώνα, είναι δειλό.
Το παράδειγμα είναι ενδεικτικό:
Αν και εκφράζεται από μια αντιπολίτευση χωρίς ερείσματα, οι παλιές καχυποψίες καταλήγουν να ασκούν επιρροή στην κυβέρνηση. Ο αντίλογος μπορεί να είναι προβλέψιμος. Αλλά αυτή η προβλεψιμότητα καθορίζει και τις αναστολές της πλειοψηφίας. Ξέρουν τι θα ακούσουν «στη Βουλή και στον δρόμο». Και προληπτικώς προσαρμόζονται.
Η αντιπολίτευση μπορεί να είναι ξεκούδουνη. Αλλά παράγει αντίλαλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου