ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ
Του ΑΡΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗ
Ακόμα ένα αρνητικό ρεκόρ τηλεθέασης, μαζί με μια μίζερη παραγωγή κι έναν πρωτοφανώς χλιαρό αντίκτυπο έρχονται να επιβεβαιώσουν την πορεία των βραβείων Οσκαρ προς την παρακμή, που άγνωστο παραμένει αν είναι δυνατό ή σκόπιμο να αναστραφεί.
Η φετινή τελετή δεν ήταν απλώς ένα γεγονός που πέρασε απαρατήρητο τη στιγμή που συνέβη. Ηταν ένα ραντεβού που οι περισσότεροι είχαν πρακτικά ξεχάσει ότι δόθηκε και που ελάχιστοι ενδιαφέρθηκαν να θυμηθούν εκ των υστέρων.
Το πρόβλημα των Οσκαρ δεν είναι συγκυριακό, αλλά υπαρξιακό. Ενα πρόβλημα ταυτότητας, προσανατολισμού και επιβίωσης.
Μία βασική παράμετρος που ευθύνεται για τη σταδιακή έκπτωση της δημοτικότητας των βραβείων είναι η γενικότερη υποβάθμιση του κύρους και της αίγλης της λεγόμενης βιομηχανίας του θεάματος. Τα Οσκαρ είναι οι διασημότητές τους, κι εφόσον ο λαμπερός κόσμος των τελευταίων έχει εκτεθεί τόσο απομυθοποιητικά στα social media, το μυστήριο που γεννούσε κάποτε η απόστασή μας από αυτόν έχει τώρα εξανεμιστεί. Δεν υπάρχει πλέον στον ίδιο βαθμό το κίνητρο να συνδεθεί κανείς με το Χόλιγουντ παρακολουθώντας μια τελετή βράβευσης των αστέρων του, γιατί οι αστέρες έχουν χάσει τις θεϊκές διαστάσεις τους κι έχουν γίνει εκ νέου άνθρωποι.
Δεν είναι όμως μόνο η απομυθοποίηση του Χόλιγουντ που παίζει ρόλο στην ολοένα αυξανόμενη αγνόησή του.
Είναι και η εξύψωση του εαυτού και της «ακριβής» ατομικότητάς μας. Κανείς δεν βολεύεται στον ρόλο του θεατή, αντιθέτως, τα πάντα πια έχουν να κάνουν με την «παραγωγή περιεχομένου». Ο καθένας χτίζει τον κόσμο του ενεργητικά και καμαρώνει σαν να είναι αυτή η διαδικασία μια μικρή οσκαρική καριέρα από μόνη της. Ζούμε στην εποχή όπου όλοι έχουν τα εργαλεία να γίνουν διάσημοι, σπουδαίοι και τρανοί, μια εποχή που γεφυρώνει χάσματα (έστω και μόνο στη φαντασία μας) με εξωφρενική ευκολία.
Ξαφνικά, ο εαυτός μας δεν μοιάζει και πολύ κατώτερος από τα άτομα που λειτουργούν ως είδωλά του. Επιπλέον, όσο η τεχνολογία προοδεύει και η πληροφόρησή μας για τον κόσμο αυξάνεται και διευκολύνεται, τόσο διευρύνονται και οι προσλαμβάνουσές μας. Η καταξίωση των πλούσιων Αλλων δεν μοιάζει σε κανέναν μας σημαντικότερη από την προσωπική μας επιτυχία.
Θα έλεγε, βέβαια, κανείς –και θα είχε και δίκιο– ότι τα πρόσωπα των Oσκαρ ήταν πάντα η επιφανειακή πλευρά των βραβείων.
Σημασία έχει το έργο που τα βραβεία υμνούν, δηλαδή ο κινηματογράφος. Η ουσία των Oσκαρ είναι, υποτίθεται, η ανώτερη αισθητική και ψυχική εμπειρία την οποία χαρίζει μια ολόκληρη βιομηχανία, με τη σκληρή δουλειά και το ταλέντο που χρηματοδοτεί και αναδεικνύει. Το παν, δηλαδή, είναι η τέχνη.
Αυτή η σκέψη είναι σωστή, αλλά και εσφαλμένη παράλληλα. Γιατί μπορεί μεν ο κινηματογράφος να είναι ο τυπικός πυρήνας των βραβείων Oσκαρ, αλλά η τέχνη καθαυτήν δεν ήταν ποτέ η κυρίαρχη ανησυχία της Ακαδημίας. Αντιθέτως, οι πολιτικές ατζέντες, οι δημόσιες σχέσεις, τα συντεχνιακά κυκλώματα και, φυσικά, τα χρήματα ήταν και είναι οι ισχυρότερες κινητήριες δυνάμεις αυτού του σόου, το οποίο πολλές φορές δείχνει να κόπτεται κυρίως για αυτές και μόνο παρεμπιπτόντως για την ουσία του.
Αυτά όμως δεν είναι καινούργια. Κανείς δεν μαθαίνει φέτος ότι τα βραβεία Oσκαρ ήταν και είναι ένα διασκεδαστικό, εντυπωσιακό, πλην –σχεδόν εντελώς– φτιαχτό χρηματιστήριο.
Τι άλλαξε, λοιπόν, τώρα;
Iσως τα βραβεία παρακμάζουν επειδή παρακμάζει και ο ίδιος ο κινηματογράφος.
Η παντοκρατορία των τηλεοπτικών σειρών, οι οποίες γυρίζονται με κινηματογραφικές προδιαγραφές και συσσωρεύονται στις διάφορες πλατφόρμες σε μεγάλες ποσότητες και με ασύλληπτες ταχύτητες, έχει επιφέρει ένα ανεπίσημο καθεστώς υποκατάστασης. Το ευρύ κοινό, δηλαδή αυτό που έδωσε στα βραβεία Oσκαρ την υπεραξία τους, δεν αναζητεί τις ταινίες με το ίδιο πάθος που τις αναζητούσε παλαιότερα, γιατί οι ανάγκες του για θέαμα εκπληρώνονται βολικότερα από τις, συνήθως, λιγότερο απαιτητικές και ευκολότερες στην πρόσληψη σειρές.
Από την πλευρά του όμως και ο κινηματογράφος, σε μεγάλο βαθμό, σαμποτάρει τον ίδιο του τον εαυτό. Η στροφή της βιομηχανίας στην πολιτική ορθότητα έχει γίνει αρκετά άτσαλα και παραπέμπει όχι τόσο σε γνήσια αλλαγή κουλτούρας, αλλά σε καταναγκαστικό έργο προς μια επιδερμική εξιλέωση. Η επίφαση καλοσύνης που σχηματίζει η εμμονή με τα μειονοτικά στοιχεία των ηθοποιών και τον ανθρωπιστικό χαρακτήρα των ταινιών οδηγεί σε μέτρια, αβαθή έργα που δεν ερεθίζουν, δεν πείθουν για την αυθεντικότητά τους και, τελικά, ξεχνιούνται εύκολα. Κι ακόμα κι αν τα έργα που βραβεύονται είναι πραγματικά αξιόλογα (το φετινό «Nomadland», για παράδειγμα, ήταν όντως εξαιρετικό), τα πιο στρατευμένα είναι εκείνα που διαμορφώνουν τις τάσεις και που ανοίγουν ή κόβουν την όρεξη των θεατών για περισσότερο σινεμά.
Ηθικόν δίδαγμα:
Σε κάθε περίπτωση, ο κινηματογράφος δεν εξαντλείται στα Oσκαρ και ίσως αυτή να είναι μια καλή στιγμή για να το θυμηθούμε. Αποσυνδέοντάς τον από αυτά, ενδέχεται να τον επαναπροσδιορίσουμε σοφότερα και να τον βοηθήσουμε να εξελιχθεί πέρα από το πεδίο της σαχλής εμπορικότητας και του χαϊδέματος αυτιών. Και τότε, μπορεί και η Ακαδημία να καταλάβει κάτι που της έχει διαφύγει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου