Ομολογώ ότι δυσκολεύομαι να καταλάβω τις καταγγελτικές αντιδράσεις που προκάλεσε σε κάποιους (περισσότερο ή λιγότερο) εμπλεκόμενους το νέο νομοσχέδιο για την εκπαίδευση.
Οχι μόνο επειδή το περιεχόμενό του είχε ήδη εξαγγελθεί προεκλογικά από τη σημερινή κυβέρνηση.
Αλλά κι επειδή δεν φαίνεται να περιλαμβάνει κάτι εξωφρενικό, πρωτοφανές ή αδιανόητο. Μάλλον πράγματα που έχουν εφαρμοστεί ή εφαρμόζονται κι αλλού.
Ως εκ τούτου είναι χρήσιμο να δούμε τι ενοχλεί τους επικριτές του. Τι είναι δηλαδή εκείνο που το καθιστά «περιβόλι νεοφιλελεύθερων και αντιδημοκρατικών διατάξεων» (Ν. Φίλης) ώστε να κατέβουμε όλοι μαζί στον «πανεκπαιδευτικό αγώνα» που καλούν οι συνδικαλιστές και η αντιπολίτευση.
Τα παίρνω ένα προς ένα, ακριβώς όπως τα επισημαίνουν οι ίδιοι, και παρακάμπτω μόνο τους επιθετικούς ή αξιολογικούς χαρακτηρισμούς. Εχουμε και λέμε:
1. Αυξάνεται ο αριθμός των μαθητών ανά τμήμα από 22 σε 26.
2. Αυστηροπoιείται η προαγωγή και απόλυση (!) μαθητών σε γυμνάσιο και λύκειο.
3. Αυξάνεται ο εξεταστικός φόρτος.
4. Επανέρχεται η Τράπεζα Θεμάτων.
5. Αυξάνονται τα πρότυπα σχολεία.
6. Θεσμοθετείται η εξωτερική αξιολόγηση των σχολείων.
7. Επανέρχεται η ατομική αξιολόγηση εκπαιδευτικών.
8. Μπαίνουν ηλικιακό όριο τα 17 στα ημερήσια ΕΠΑΛ.
9. Η διαγωγή θα αναγράφεται στο απολυτήριο.
10. Επανέρχονται οι πολυήμερες αναβολές.
11. Τιμωρούνται με 2 έως 3 έτη αποκλεισμό οι αναπληρωτές που δεν αναλαμβάνουν υπηρεσία.
[Θ. Κοτσιφάκης, «10+1 χτυπήματα στο δημόσιο σχολείο», left.gr, 23/4. Ο Θ. Κοτσιφάκης διετέλεσε πρόεδρος της ΟΛΜΕ, είναι μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ και σύμφωνα με το βιογραφικό του «συνεργάτης της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας από το 2015 έως το 2019»].
Πάμε να δούμε τώρα επί της ουσίας.
Πρώτον, ομολογώ ότι δεν εντοπίζω στις παραπάνω προβλέψεις κάτι νεοφιλελεύθερο ή (ακόμη χειρότερα) κάτι αντιδημοκρατικό. Υποθέτω ότι όποιος είχε βρει θα το έλεγε…
Δεύτερον, τα μόνα ενδεχόμενα «χτυπήματα» κατά του δημόσιου σχολείου που μπόρεσα να ανιχνεύσω στη λίστα είναι η αύξηση των μαθητών στις τάξεις από 22 σε 26 και το όριο των 17 ετών στα ΕΠΑΛ. Δεν ξέρω πόσο σοβαρά είναι, πάντως δεν τα λες και συντριπτικά.
Ολα τα υπόλοιπα «χτυπήματα» είτε αφορούν το σύνολο των σχολείων, δημόσιων και ιδιωτικών, είτε αφορούν ειδικότερα τους δημόσιους εκπαιδευτικούς.
Θέλω όμως να ελπίζω πως όλη η φασαρία δεν γίνεται για την «ατομική αξιολόγηση εκπαιδευτικών», ούτε ότι η κριτική αποτελεί πρόσχημα λούφας.
Τρίτον, εκείνο που διακρίνει ο καθένας στο νομοσχέδιο είναι μια πρόθεση να γίνει το σχολείο λιγότερο ελαστικό, πιο αυστηρό κι ενδεχομένως πιο απαιτητικό για όλη τη σχολική κοινότητα. Μαθητές και εκπαιδευτικούς.
Μπορεί κανείς να διαφωνεί ή να συμφωνεί με επιμέρους προβλέψεις αλλά η συγκεκριμένη πρόθεση δεν έχει κάτι το μεμπτό, ούτε το καταδικαστέο.
Ενα σχολείο πιο απαιτητικό δεν είναι απαραίτητα πιο ανελεύθερο, ούτε λιγότερο δημοκρατικό. Δεν μου φαίνεται δηλαδή τα αγγλικά σχολεία (δημόσια και ιδιωτικά) να εκπαιδεύουν Waffen-SS. Το αντίθετο, θα έλεγα.
Η δημοκρατία στην εκπαίδευση είναι η διασφάλιση της δυνατότητας όλων ανεξαιρέτως των παιδιών, από όπου κι αν προέρχονται, όπου κι αν κατοικούν, όποιοι κι αν είναι οι γονείς τους, ό,τι κι αν έχουν ή πρεσβεύουν, να μορφωθούν και να προκόψουν.
Είναι η οικοδόμηση της ευκαιρίας να γίνουν οι καλύτεροι σε κάτι που επιλέγουν ή έστω να παλέψουν για εκείνο που θέλουν να γίνουν. Αρα, να εφοδιαστούν άπαντες και χωρίς διακρίσεις με τα όπλα του ανταγωνισμού που θα αντιμετωπίσουν.
Αυτό αποτελεί μια βαθιά δημοκρατική λογική την οποία θα έπρεπε να συνειδητοποιούν πρώτοι οι εκπαιδευτικοί.
Το τεράστιο πλεονέκτημα της χώρας μας τον τελευταίο αιώνα ήταν ότι υπήρξε μια ανοιχτή κοινωνία με αξιοθαύμαστη εσωτερική κινητικότητα. Κι ότι η μόρφωση αποτελούσε τον βασικό μηχανισμό κοινωνικής ανέλιξης.
Δεν ξέρω πόσες ιστορίες υπάρχουν για φτωχόπαιδα ή απλώς χωριατόπαιδα που σπούδασαν κι έγιναν μεγάλοι και τρανοί. Που συγκρότησαν δηλαδή την ελίτ της κοινωνίας μας μέσα από την προσπάθειά τους στα θρανία και τα αμφιθέατρα.
Διαφορετικά, αν το δημόσιο σχολείο ή το δημόσιο Πανεπιστήμιο δεν είναι επαρκώς ανταγωνιστικά, αν κινούνται με άλλους ρυθμούς, άλλα μυαλά και άλλες απαιτήσεις, είναι η κοινωνική ανέλιξη των πολλών που περιορίζεται.
Και όχι φυσικά η επιβολή των λίγων που θα έλθουν να τους ανταγωνιστούν από τα καλά (ή τα λιγότερο καλά) Πανεπιστήμια του εξωτερικού.
Των πιο προνομιούχων, δηλαδή.
Οποιοι λοιπόν αντιμετωπίζουν την εκπαίδευση ως μια άσκηση χαλαρότητας και ευκολίας είναι υπόλογοι στις επόμενες γενιές.
Από τη στιγμή που η κοινωνία της παγκοσμιοποίησης αποκλείεται να έλθει στο μπόι τους οφείλουν εκείνοι να προσαρμόσουν τα παιδιά στις απαιτήσεις της. Οχι να τα κοντύνουν στο δικό τους μπόι.
Για να το πω απλά:
Κι ο ανταγωνιστής των σημερινών παιδιών δεν κάθεται στο διπλανό θρανίο, ούτε στην επόμενη αίθουσα. Μεγαλώνει στη Σαγκάη, στη Μουμπάι, στην πόλη του Μεξικού ή στη Γλασκώβη.
Από εκεί και πέρα, το ζήτημα είναι πόσο προετοιμασμένος και πόσο ανταγωνιστικός θα κατέβει ο καθένας στο σκληρό αυτό γήπεδο.
Δεν είναι μια απλή δουλειά, το ομολογώ.
Αλλά είναι μια εθνική ευθύνη την οποία δεν μπορούμε να αποφύγουμε και η οποία βαραίνει κυρίως τους ώμους των γονιών και των εκπαιδευτικών.
Οποιος μπορεί να την αντέξει, καλοδεχούμενος. Οποιος δεν μπορεί, αξίζει να το προσπαθήσει.
Αλλά κανείς νομίζω δεν είναι διατεθειμένος να αφήσει τη χώρα να εκπνεύσει αμαχητί και σφιχταγκαλιασμένη με ξεπερασμένες αντιλήψεις, ευκολίες και πρακτικές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου