Το περίφημο, μάλιστα, πόρισμα του τότε (2001) εισαγγελέα Πρωτοδικών Ισίδωρου Ντογιάκου έφτασε να συζητηθεί στην ελληνική Βουλή, προκαλώντας ιδιαίτερη αίσθηση, αφού απέδιδε ευθύνες ακόμη και σε τότε υπουργούς.
Από τότε, βεβαίως, κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι της παράνομης μετανάστευσης, ενώ, μεταξύ άλλων, άλλαξε και ο νόμος περί ιθαγένειας. Με τα νομοθετήματα αυτά, ουσιαστικά αποχαρακτηρίστηκε η έννοια του παράνομου μετανάστη, αφού, αντί να εφαρμοστεί η προβλεπόμενη άμεση διοικητική απέλασή του, αποκτούν δικαιώματα τόσο αυτός όσο και οι οικείοι του, που φτάνουν μέχρι τη μονιμότητα παραμονής του και την οικογενειακή συνένωση.
Το να παρέχει μια ευνομούμενη Πολιτεία κάθε βοήθεια σε πρόσωπα που πληρούν τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις για την απόκτηση της προσφυγικής ιδιότητας είναι κάτι αυτονόητο, το οποίο αποτελεί παράλληλα ιερή υποχρέωση προς ανθρώπους που διώκονται στην πατρίδα τους, με κίνδυνο της ζωής τους, λόγω διαφόρων διακρίσεων που εφαρμόζονται σε αυτές. Αυτό, όμως, είναι κάτι πολύ διαφορετικό από όσα συμβαίνουν σήμερα στην πατρίδα μας.
Είναι αλήθεια ότι το τελευταίο σχέδιο νόμου, προσπαθεί να βάλει μια τάξη στο χάος που έχει δημιουργηθεί. Συγκεκριμένα, σε εφαρμογή της υπ’ αριθμ. 2011/95 Οδηγίας της Ε.Ε., επιχειρείται να θεσπιστούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις για την ένταξη κάποιου προσώπου στο καθεστώς του πρόσφυγα ή του δικαιούχου επικουρικής προστασίας. Στο Σ/Ν προβλέπονται όλα τα σχετικά με τα δικαιώματα των δικαιούχων διεθνούς προστασίας, αλλά πρέπει να εστιάσουμε στη διατύπωση του άρθρου 8, όπου αναφέρεται ρητά πως οι εγχώριες Αρχές μπορούν να αποφασίσουν ότι κάποιος που αιτείται προστασία δεν τη δικαιούται αν «σε τμήμα της χώρας καταγωγής α) δεν υπάρχει βάσιμος φόβος ότι θα υποστεί δίωξη ή δεν διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, β) ο αιτών έχει πρόσβαση σε προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης (…) και μπορεί νόμιμα και με ασφάλεια να ταξιδέψει και να γίνει δεκτός σε εκείνο το τμήμα της χώρας, και μπορεί λογικά να αναμένεται να εγκατασταθεί εκεί».
Σύμφωνα, λοιπόν, με το εν λόγω άρθρο, κανένας Σύρος δεν μπορεί να θεωρηθεί πρόσφυγας, δεδομένου ότι το συντριπτικό ποσοστό του εδάφους της χώρας του παραμένει ασφαλές και κυρίαρχο, εφόσον οι μάχες περιορίζονται σε ένα μικρό τμήμα της επικράτειας, στα ΒΑ εδάφη της χώρας. Προφανώς μπορούν όλοι να επιστρέψουν και να εγκατασταθούν με ασφάλεια στα υπόλοιπα μέρη της Συρίας. Το ίδιο ισχύει, φυσικά, για όλους τους άλλους αλλοδαπούς που εισήλθαν παράνομα στη χώρα και κατάγονται από άλλες χώρες, στις οποίες μάλιστα δεν υπάρχει ο παραμικρός κίνδυνος για τη ζωή τους.
Σίγουρα, η ύπαρξη ενός νομικού πλαισίου που θα κατοχυρώνει τα δικαιώματα των προσφύγων, στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου και των υποχρεώσεων της χώρας μας, είναι κάτι αυτονόητο σε μια ευνομούμενη Πολιτεία. Η κατάχρηση, όμως, των δικαιωμάτων αυτών και η χορήγησή τους σε πρόσωπα που δεν τα δικαιούνται οδηγούν στην απαξίωσή τους και αδικούν τους πραγματικούς δικαιούχους αυτών. Με την πικρή εμπειρία του παρελθόντος, με τις χιλιάδες «ελληνοποιήσεις» ατόμων που ουδεμία φυλετική ή πολιτισμική σχέση είχαν με τον Ελληνισμό, επιβάλλεται να είμαστε πλέον ιδιαιτέρως φειδωλοί και προς την κατεύθυνση χορήγησης της προσφυγικής ιδιότητας. Θα πρέπει, μάλιστα, να ληφθεί μέριμνα για την αναδρομική εξέταση όλων των αιτημάτων χορήγησης ασύλου, στο πλαίσιο του νέου νόμου, ώστε να γίνει άρση του σε όσους δεν το δικαιούνταν και το έλαβαν.
Το ίδιο, φυσικά, θα πρέπει να γίνει και...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου