"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΙΣΛΑΜ και ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: Καζάνι που βράζει η Σαουδική Αραβία


Πάντα έτοιμος να αναδείξει την υποκρισία στη διεθνή πολιτική, ο βετεράνος ανταποκριτής Ρόμπερτ Φισκ υποστήριξε  ότι καμία μεγάλη χώρα δεν έχει το ηθικό ανάστημα ή τη θέληση να επικρίνει τη Σαουδική Αραβία για τους μαζικούς αποκεφαλισμούς του (προ)περασμένου Σαββάτου. 


«Οι Σαούντ δεν έχουν να ανησυχούν για τίποτα», κατέληγε ο Φισκ. «Μέχρι την επανάσταση».


Ο Φισκ έχει ζήσει την Ισλαμική Επανάσταση του 1979 στο Ιράν, την κατάρρευση ενός σκληρού καθεστώτος που είχε βασιστεί τόσο τυφλά στην αμέριστη στήριξη της Δύσης, ώστε να αγνοήσει τα υπόγεια ρεύματα μιας καταπιεσμένης κοινωνίας που εξερράγη σαν καζάνι. Τέσσερις δεκαετίες αργότερα, η απολυταρχική φύση του σαουδαραβικού καθεστώτος δεν επιτρέπει αξιόπιστες μετρήσεις του κοινού αισθήματος, είναι όμως βέβαιο ότι η πίεση του ατμού στο βασίλειο των Σαούντ αυξάνεται.


Τα δραματικά γεγονότα , με την εκτέλεση του σιίτη κληρικού Νιμρ αλ Νιμρ από τις σαουδαραβικές αρχές, την πυρπόληση της σαουδαραβικής πρεσβείας στην Τεχεράνη από Ιρανούς σκληροπυρηνικούς και την απόφαση της Σαουδικής Αραβίας να διακόψει διπλωματικούς, εμπορικούς και συγκοινωνιακούς δεσμούς με το Ιράν, εγγράφονται σε μια μακρά ιστορία περιφερειακού ανταγωνισμού, ο οποίος τον τελευταίο χρόνο κλιμακώθηκε – κλιμάκωση που εν μέρει εξηγείται από τη σαουδαραβική αναζήτηση βαλβίδας εκτόνωσης.


Τρία μεγάλου διαμετρήματος γεγονότα της χρονιάς που πέρασε συνέτειναν στη σημερινή κλιμάκωση. 


Το πρώτο ήταν η στρατηγικής σημασίας συμφωνία των ΗΠΑ με το Ιράν, στα μέσα Ιουλίου, η οποία ήρε την απομόνωση της Τεχεράνης, προξενώντας έντονη νευρικότητα στο Ριάντ.


Το δεύτερο ήταν η δραματική πτώση της τιμής του πετρελαίου, η οποία έφθασε στα 35 δολάρια το βαρέλι από 110 δολάρια το 2014. Η Σαουδική Αραβία προκάλεσε την πτώση αυτή και τη συντηρεί με την άρνησή της να μειώσει την παραγωγή, στοχεύοντας να αφαιρέσει μερίδια της αγοράς από ανταγωνιστές με υψηλότερο κόστος παραγωγής. Ταυτόχρονα, όμως, οι επιπτώσεις στην εγχώρια οικονομία είναι τεράστιες, με το έλλειμμα να εκτοξεύεται στο 15% του ΑΕΠ και τον βασιλικό οίκο να ανακοινώνει μέτρα λιτότητας ανήκουστα για μια καλομαθημένη κοινωνία όπως η σαουδαραβική. («Ετοιμάζετε μια θατσερική επανάσταση;» ρώτησε ο Economist τον 30χρονο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, ο οποίος εκτός από γιος του βασιλιά είναι και υπουργός Αμυνας, δεύτερος στην τάξη της διαδοχής και υπεύθυνος για τα οικονομικά του βασιλείου. «Απολύτως», ήταν η απάντηση.)


Το τρίτο γεγονός του 2015 ήταν ακριβώς η υπουργοποίηση του Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν και άλλων πριγκίπων της γενιάς των εγγονών του ιδρυτή του βασιλείου. Παρατηρητές του οίκου των Σαούντ θεωρούν πως ο βασιλιάς Σαλμάν μπιν Αμπντουλαζίζ και οι προστατευόμενοί του είναι πολύ πιο πρόθυμοι να τραβήξουν τη σκανδάλη από ό,τι ήταν ο βασιλιάς Αμπντουλάχ, ο οποίος πέθανε πέρυσι τον Ιανουάριο. Υπό τη νέα ηγεσία, η Σαουδική Αραβία αποφάσισε στα τέλη Μαρτίου να χρησιμοποιήσει το υπερσύγχρονο οπλοστάσιο που χτίζει τα τελευταία χρόνια, βομβαρδίζοντας την Υεμένη. Στην ίδια συνέντευξη, ο πρίγκιπας Μοχάμεντ δικαιολόγησε την απόφαση της πλουσιότερης χώρας του αραβικού κόσμου να σφυροκοπήσει τη φτωχότερη, υποστηρίζοντας ότι η Σαουδική Αραβία ένιωθε απειλή από τους αντάρτες Χούτι της Υεμένης.


Παρά το γεγονός ότι οι Χούτι κατέλαβαν την πρωτεύουσα Σανάα και άρα απέκτησαν πρόσβαση στα αμερικανικά όπλα που είχε προμηθευτεί η προηγούμενη κυβέρνηση, είναι αστεία η σκέψη πως η Υεμένη θα μπορούσε ή θα ήθελε να απειλήσει στρατιωτικά τη Σαουδική Αραβία. Ο κίνδυνος που συνιστούν οι Χούτι για τους Σαούντ είναι διαφορετικός. 


Οι Χούτι κατόρθωσαν να πάρουν την εξουσία στην Υεμένη, καταγγέλλοντας τα διεφθαρμένα φιλοδυτικά καθεστώτα του Κόλπου, ρητορική που εμπνέεται από την Ιρανική Επανάσταση και είναι απαράδεκτη για τα χρυσοποίκιλτα ανάκτορα των Σαούντ. Επιπλέον, οι Χούτι είναι σιίτες, έστω και αν ασπάζονται διαφορετική υποδιαίρεση του σιιτικού δόγματος από ό,τι οι υπόλοιποι σιίτες της περιοχής.  


Ο υπ’ αριθμόν ένα εφιάλτης για την κατά πλειοψηφία σουνιτική Σαουδική Αραβία θα ήταν μια επιτυχημένη εξέγερση του δικού της σιιτικού πληθυσμού, ο οποίος συμπτωματικά κατοικεί στην Ανατολική Επαρχία, ακριβώς εκεί όπου βρίσκονται τα κυριότερα ενεργειακά κοιτάσματα του βασιλείου.


Από την Αουαμίγια της Ανατολικής Επαρχίας καταγόταν και ο Νιμρ αλ Νιμρ, ο επιφανής Σαουδάραβας σιίτης κληρικός που η Δικαιοσύνη των Σαούντ αποκεφάλισε στις 2 Ιανουαρίου. Ο Αλ Νιμρ καταδικάστηκε ως τρομοκράτης επειδή τολμούσε να αμφισβητεί στις ομιλίες του την εξουσία των Σαούντ, ζητώντας εκλογές – και το μήνυμα είναι ότι η τετραετία που το Ριάντ προσπαθούσε να κατευνάσει τους σιίτες, ρίχνοντας χρήμα στις παραμελημένες περιοχές τους, έχει παρέλθει και στο εξής τον λόγο θα έχει η καταστολή.


Η καλλιέργεια μίσους κατά των σιιτών, οι οποίοι θεωρούνται αποστάτες από το σώμα του Ισλάμ και ανάξιοι να ζουν, είναι μία από τις βασικές παραδοχές του ουαχαβισμού, της ακραίας εκδοχής του σουνιτικού Ισλάμ που ασπάζεται η σαουδαραβική μοναρχία. Με τον αποκεφαλισμό του Αλ Νιμρ, οι Σαούντ προσπάθησαν να κερδίσουν πόντους απέναντι στους τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους, οι οποίοι εποφθαλμιούν το βασίλειο αυτοπροβαλλόμενοι ως οι πιο «αγνοί» πιστοί του ουαχαβισμού. Από το 1979, όταν ένοπλοι τζιχαντιστές κατέλαβαν το Μεγάλο Τέμενος της Μέκκας υποστηρίζοντας ότι ήρθε ο Μαχντί (ο εκλεκτός του Θεού), οι Σαούντ ελπίζουν ότι θα εξουδετερώσουν την τζιχανιστική απειλή στο εσωτερικό, κλείνοντας το μάτι στα σαουδαραβικά χρήματα που καταλήγουν να ενισχύουν τον τζιχαντισμό στο εξωτερικό.


Ο λόγος που οι Σαούντ εξακολουθούν να παίζουν με τη φωτιά είναι ότι: 


Η καλλιέργεια μίσους προς τους σιίτες χρησιμεύει για να συσπειρώσει τον πληθυσμό πίσω από τη συνεχιζόμενη αιματηρή εκστρατεία στην Υεμένη, να αποσπάσει την προσοχή από τα οικονομικά προβλήματα και, κυρίως, να επενδύσει με θρησκευτικό μανδύα τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό με το Ιράν, που βρίσκεται σε εξέλιξη σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της περιοχής, από τη Συρία και τον Λίβανο μέχρι το Ιράκ, το Μπαχρέιν και την Υεμένη.


Οι στρατιωτικές δαπάνες της Σαουδικής Αραβίας είναι πενταπλάσιες από αυτές του Ιράν – με ακραίο παράδειγμα το 2013, όταν οι Σαούντ ξόδεψαν για άμυνα και ασφάλεια το 30% του προϋπολογισμού. Παρά τα αξίας 90 δισ. δολαρίων αμερικανικά όπλα που προμηθεύτηκε η χώρα μεταξύ 2010-2014, η «πρόβα» της εκστρατείας στην Υεμένη, που βρίσκεται στον ένατο μήνα χωρίς προοπτική λήξης, δείχνει ότι η Σαουδική Αραβία δεν είναι σε θέση να αναπτύξει τις δυνάμεις της χωρίς ουσιαστική και διαρκή αμερικανική υποστήριξη.


Διακόπτοντας τις διπλωματικές σχέσεις με το Ιράν, οι Σαούντ οδήγησαν την κατάσταση με τον περιφερειακό τους αντίπαλο σε μια όξυνση που δεν μπορεί να πάρει τον χαρακτήρα πολεμικού επεισοδίου χωρίς την ενεργό εμπλοκή των ΗΠΑ. Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται στον ορίζοντα – τουλάχιστον όχι για όσο διάστημα η Ουάσιγκτον έχει ανάγκη τη συμβολή της Τεχεράνης στο μέτωπο κατά των τζιχαντιστών.


Προσπάθειες έλξης διεθνών επενδυτών
Μετά την πυρηνική συμφωνία της 14ης Ιουλίου, το Ιράν έχει μετατραπεί σε ένα παγκόσμιο επενδυτικό παζάρι με έπαθλο τα συμβόλαια εκσυγχρονισμού της πετρελαϊκής βιομηχανίας και των υποδομών της χώρας έπειτα από δεκαετίες οικονομικών κυρώσεων. Ανεξάρτητα από τις επιπτώσεις που θα έχει η διαδικασία αυτή στο εσωτερικό του Ιράν, όπου εξακολουθεί να μαίνεται η διαμάχη εκσυγχρονιστών-σκληροπυρηνικών, στην απέναντι όχθη του Περσικού, οι Σαουδάραβες φαίνονται εξίσου αποφασισμένοι να έλξουν την προσοχή των διεθνών επενδυτών. Είναι αξιοσημείωτο ότι παράλληλα με την αποσταθεροποίηση της περιοχής και την έξαρση θρησκευτικών παθών που παραπέμπουν στον 7ο αιώνα, βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία εγκατάλειψης του ιδιαίτερου οικονομικού μοντέλου κάθε χώρας προς όφελος νεοφιλελεύθερων πολιτικών.


Την περασμένη εβδομάδα, η Σαουδική Αραβία ανακοίνωσε ότι θα βγάλει στην αγορά το μεγαλύτερο απ’ όλα τα «φιλέτα», την κρατική εταιρεία πετρελαίου Saudi Aramco. Παράλληλα, ο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν έχει αναγγείλει ιδιωτικοποιήσεις στις τηλεπικοινωνίες, την ύδρευση, την εκπαίδευση και την υγεία και σταδιακή μείωση των επιδοτήσεων στα καύσιμα, το ηλεκτρικό και το νερό.


Η καθιέρωση φορολογίας εισοδήματος, μια μεγάλη κατάκτηση των κοινωνιών των αρχών του 20ού αιώνα, δεν θα φθάσει ακόμη στη Σαουδική Αραβία παρά την οικονομική στενότητα των τελευταίων μηνών. Ο πρίγκιπας αποφάσισε, αντιθέτως, να αυξήσει τα φορολογικά έσοδα, καθιερώνοντας έμμεση φορολογία. Ο στόχος είναι να μειωθούν τα ελλείμματα που «καταβροχθίζουν» κάθε μήνα 10-12 δισ. δολάρια από τα συναλλαγματικά αποθέματα, τα οποία, με αυτό τον ρυθμό, σε τρία χρόνια θα έχουν εξανεμισθεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια: