Το απόγευμα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955 οι πέντε μεγάλοι δρόμοι που
οδηγούσαν στην Πλατεία Ταξίμ γέμισαν ξαφνικά με έναν μαινόμενο όχλο:
Οπλισμένος με τσεκούρια, ρόπαλα, φτυάρια, σφυριά και σιδερένιους λοστούς
φώναζε «Σπάστε, γκρεμίστε, ανάθεμα στους Γκιαούρηδες». Και το έκαναν
πράξη.
Ο εφιάλτης κράτησε 48 ώρες και άφησε πίσω του νεκρούς, θύματα βιασμού,
περισσότερα από 6.500 λεηλατημένα καταστήματα, εργοστάσια και σπίτια,
συλημένους τάφους, πυρπολημένα σχολεία και εκκλησίες.
Η αφορμή για να
εξαπολυθεί το οργανωμένο πογκρόμ κατά των Ελλήνων και άλλων μειονοτήτων
της Πόλης είχε δοθεί νωρίτερα με την τοποθέτηση βόμβας στο πατρικό του
Κεμάλ Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη, πράξη πίσω από την οποία, όπως
αποκαλύφθηκε τελικώς, κρύβονταν οι μυστικές υπηρεσίες της Τουρκίας.
Η Instabul ekspres, μια εφημερίδα με μέση κυκλοφορία 5.000 φύλλων,
δημοσίευσε την είδηση πουλώντας σε χρονικό διάστημα δύο ωρών 200.000
φύλλα... Το σύνθημα για τα δραματικά γεγονότα των Σεπτεμβριανών είχε
δοθεί.
Επιθυμώντας να τιμήσουν τα
θύματα της εποχής και να διασωθούν τα γεγονότα στη μνήμη των επόμενων
γενεών η Οικουμενική Ομοσπονδία Κωνσταντινουπολιτών και ο Μορφωτικός
Σύνδεσμος Μακροχωρίου διοργανώνουν τις ημέρες αυτές στην Αθήνα έκθεση με
πρωτοσέλιδα της εποχής και εκδηλώσεις με ομιλίες προσωπικοτήτων από την
Ελλάδα και την Τουρκία.
Εξήντα χρόνια μετά, δύο γυναίκες -παιδιά τότε-
που επέζησαν των γεγονότων μιλούν για όσα βίωσαν τις ημέρες
εκείνες:
Η κ. Δόμνα Σεϊζάν θυμάται ακόμη «τον όχλο να έρχεται.
Φωνάζοντας συνθήματα, κρατώντας μαχαίρια, και άδειες κορνίζες» ενώ η κ.
Θεοδώρα Ντομπρίλα- Φωτογιαννοπούλου περιγράφει πώς τις ημέρες εκείνες η
αδελφή της, ένα κοριτσάκι 12 χρονών, πέθανε από τον φόβο του κατά τη
διάρκεια των επεισοδίων...
Οταν
έφτασε ο όχλος, σταμάτησε στο σπίτι μας. Γνώριζαν ότι εκεί έμεναν
Ρωμιοί. Στάθηκαν στην πόρτα αγριεμένοι και προσπάθησαν να μπουν μέσα.
Εβλεπα από το παράθυρό μου τον κόσμο κάτω από την πολυκατοικία με ρόπαλα
και ξύλα
«Τον Σεπτέμβρη του '55 ζούσαμε στο Μακροχώρι,
μια συνοικία σχετικά απομακρυσμένη από το κέντρο, επτά μίλια από την
Αγιά Σοφιά», διηγείται με σταθερή φωνή η κ. Δόμνα Σεϊζάν. «Στην
πολυκατοικία μας μέναμε τρεις οικογένειες Ρωμιών, οι υπόλοιποι ήταν
Τούρκοι. Ημουν οκτώ ετών και η αδελφή μου δύο».
Θυμάται με κάθε
λεπτομέρεια τις ώρες που σημάδεψαν την Πόλη. «Ο πατέρας μας δούλευε σε
ένα κατάστημα ανδρικών υφασμάτων κοντά στην αιγυπτιακή αγορά. Εκείνη την
ημέρα ήρθε νωρίς στο σπίτι. Η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι. Μπήκε μέσα
και είπε: Κλείσαμε. Γιατί ήρθαν πληροφορίες ότι στο Πέραν γίνονται
επεισόδια. Μαζέψαμε τα πιο πολύτιμα πράγματά μας και τα κατεβάσαμε σε
ένα ζευγάρι Τούρκων που έμεναν στον κάτω όροφο. Σε εκείνους πήγαινα τα
απογεύματα για να με διαβάσουν Τουρκικά.
Ο
πατέρας βγήκε έξω κι έσπασε την επιγραφή «Αναστάσιος Κυριακίδης» από το
μπακάλικο που υπήρχε στο ισόγειο. Πρόδιδε ότι υπάρχουν Ελληνες εκεί.
Οταν φτάσανε τα επεισόδια στο σπίτι μας, ακούγαμε τους βανδαλισμούς στο
μπακάλικο
Κατά τις 10.30 με 11.00, το ξέρω ότι ήταν αυτή η
ώρα γιατί τότε σχολούσε η βάρδια από το μεγάλο εργοστάσιο βουτύρου που
ήταν απέναντι από το σπίτι μας, κυκλοφόρησε ότι οι φασαρίες έφτασαν στη
γειτονιά μας. Ανέβαιναν προς το σπίτι. Οι δικοί μου ήταν τρομαγμένοι.
Μας είπαν να κρυφτούμε μέσα, όμως εγώ είχα ανοίξει την κουρτίνα και
κρυφοκοίταζα όσα συνέβαιναν κάτω. Στο απέναντι εργοστάσιο δούλευε ένα
παλικάρι που έμενε στον τελευταίο όροφο με την έγκυο γυναίκα του.
Μόλις άκουσε ότι ο όχλος έρχεται, δεν ξέρω πώς, θέλησε να προστατεύσει
τη γυναίκα του, θέλησε να προστατεύσει εμάς, έτσι όπως ήταν από τη
δουλειά, με τις γαλότσες και τη φόρμα στάθηκε μπροστά και έφραξε την
είσοδο της πολυκατοικίας.
Μια γιαγιά,συντηρητική και θρησκευάμενη, που ζούσε στο ισόγειο, κρέμασε
στο μπαλκόνι της μια μεγάλη φωτογραφία του Κεμάλ, κάλυψε τα κάγκελα με
μια μεγάλη τουρκική σημαία και κάθισε έξω.
Οταν έφτασε ο όχλος,
σταμάτησε στο σπίτι μας. Γνώριζαν ότι εκεί έμεναν Ρωμιοί. Στάθηκαν στην
πόρτα αγριεμένοι και προσπάθησαν να μπουν μέσα. Εβλεπα από το παράθυρό
μου τον κόσμο κάτω από την πολυκατοικία με ρόπαλα και ξύλα. Ο νεαρός και
η γιαγιά τούς είπαν ότι οι Ρωμιοί είχαν φύγει. Κι έτσι σωθήκαμε...
Στην περίπτωση του θείου μου, ο οποίος είχε αρκετούς φίλους Τούρκους,
οι γείτονες με τρόπο απέκλεισαν ολόκληρο τον δρόμο του σπιτιού και τον
γλίτωσαν. Η ζωή μας, όμως, είχε αλλάξει. Την επομένη η μητέρα μου,
ανησυχώντας για τη γιαγιά μου και τον θείο που είχαν ελληνικά
διαβατήρια, βγήκε να τους βρει μέσα από τα στενά. Περπατούσε και από
πίσω άκουγε ''αύριο θα σας σφάξουμε''. Κι εκείνη για να φτάσει ζωντανή
ξέρετε τι έκανε; Είχε φορέσει ένα ζευγάρι σκουλαρίκια με τον δικέφαλο
αετό...».
Εργαζόμενος στην «Απογευματινή», μία από τις τρεις
ομογενειακές εφημερίδες της Πόλης που καταστράφηκαν από τη μανία του
όχλου των Σεπτεμβριανών, ήταν ο πατέρας της κ. Θεοδώρας Ντομπρίλα-
Φωτογιαννοπούλου, η οποία περιγράφει τις ζοφερές αναμνήσεις
της από τα γεγονότα της εποχής.
«Ο πατέρας μου ήρθε μεσημέρι στο σπίτι, τότε μέναμε στο Πέραν, και
έγνεψε αμέσως στη μάνα μου: Να κλειστεί με τα τέσσερα κορίτσια, εμένα
και τις αδελφές μου, στο υπόγειο όπου βάζαμε τα κούτσουρα για τη φωτιά.
Πήγαμε κάτω και περιμέναμε.
Ο πατέρας βγήκε έξω κι έσπασε την
επιγραφή ''Αναστάσιος Κυριακίδης'' από το μπακάλικο που υπήρχε στο
ισόγειο του σπιτιού μας. Πρόδιδε ότι υπάρχουν Ελληνες εκεί. Επειτα
ανέβηκε στη στέγη με ένα ακουαφόρτε και είπε: Αμα είναι να μπουν, να
κάνω κι εγώ κάτι. Εμείς στην αρχή δεν καταλαβαίναμε. Μα η μεγαλύτερη
αδελφή μου, που ήταν τότε 12 ετών, έτρεμε ολόκληρη.
Οταν φτάσανε
τα επεισόδια στο σπίτι μας, ακούγαμε τους βανδαλισμούς στο μπακάλικο.
Είχαν μπει μέσα, έσπαγαν τα πάντα και έριχναν τα βαρελάκια με τα
προϊόντα στον δρόμο.
''Γιατί κλαίει η Σμαράγδα;'' ρωτούσαμε τη μάνα μας
για την αδελφή μου. Είχε κιτρινίσει από τον φόβο της. Ο πατέρας
αποφάσισε να παραμείνουμε εκεί την επόμενη μέρα, γιατί όλοι έλεγαν ότι
''αύριο θα μας σφάξουν''. Μόλις τα πράγματα ηρέμησαν, μας επισκέφθηκαν
Τούρκοι γείτονες να δουν αν είμαστε καλά, μας ρώτησαν αν θέλουμε
βοήθεια, μας έδωσαν φαγητό κι έπειτα πήγαμε στα νοσοκομεία να ψάξουμε
τους συγγενείς. Εκεί όταν είδαν την αδελφή μου, μας είπαν ότι είχε πάθει
έμφραγμα, δώδεκα χρονών παιδί, από τον φόβο της... Και τελικά πέθανε
την επόμενη μέρα... Φύγαμε για πάντα από το Πέραν και ζήσαμε στον
Γαλατά. Κι όμως ακόμη και τότε δεν εγκαταλείψαμε την Πόλη. Εγώ μεγάλωσα
εκεί, παντρεύτηκα και ήρθα στην Ελλάδα το 1974. Πηγαίνω συχνά. Είναι το
μέρος μου, είναι πατρίδα μου, το θέλω...».
ΠΟΛΥΤΙΜΟ ΥΛΙΚΟ
Οι μαρτυρίες και οι δεσμοί:
Ο φόβος από τα Σεπτεμβριανά κρατά 60 ολόκληρα χρόνια. Οι άνθρωποι που
βίωσαν τα γεγονότα του 1955, όντας επιχειρηματίες, οικογενειάρχες,
ενήλικοι κάτοικοι της Πόλης, αποφεύγουν να μιλούν σήμερα δημοσίως γι'
αυτά. Οι προσωπικές μαρτυρίες των μεγαλυτέρων σπανίζουν.
Η κυρία Ελλη
Χαριτωνίδου-Κόβη, η οποία έχει συλλέξει με κόπο ετών πολύτιμο υλικό από
εφημερίδες της εποχής και από αυτόπτες μάρτυρες, εξηγεί ότι υπάρχουν
αρκετοί που της μίλησαν υπό τον όρο να δημοσιευθούν όσα είπαν μέχρι και
δέκα χρόνια μετά τον θάνατό τους... Επίσης δεν ήταν λίγοι όσοι αρνήθηκαν
να καταθέσουν τη μαρτυρία τους επωνύμως. Γεννημένοι στην Πόλη οι
περισσότεροι από αυτούς, διατηρούν ακόμη και σήμερα δεσμούς με την
Τουρκία. Εκκρεμείς περιουσίες, συντάξεις από το τουρκικό κράτος καθώς
τα περισσότερα μέλη της ελληνικής κοινότητας δεν έφυγαν μετά το πογκρόμ.
Και φυσικά συναισθηματικούς δεσμούς. Τα Σεπτεμβριανά σηματοδότησαν την
αρχή της τραγωδίας που βίωσε ο Ελληνισμός της Πόλης και οπως φαίνεται
περισσότερο από μισό αιώνα μετά παραμένουν ανοιχτή πληγή...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου