"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΤΣΑΡΛΑΤΑΝΟΙ στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΡΙΖΟΠΛΗΚΤΗ ΜΠΑΝΑΝΙΑ: Σουρεαλιστές και Λεχρίτες


Πολύς λόγος γίνεται τελευταία στον (τ)σύριζα για τον σουρεαλισμό. Ο τσίπρας καταγγέλλει την ζωϋ(φ)ίτσα για σουρεαλισμό, η οποία με τη σειρά της τον αρνείται διαρρήδην και μετά βδελυγμίας, διαρρηγνύοντας πάραυτα τα (πολυτελή) ιμάτιά της, και διατεινόμενη με το γνωστό ψυχ(ρ)οπαθές ύφος της, ότι: «όχι, αυτά που λέω και κάνω δεν είναι σουρεαλισμός» (φτου-φτου στον κόρφο της).



Εδώ σουρεαλισμός, εκεί σουρεαλισμός, τι είναι αυτός ο σουρεαλισμός επιτέλους;  


Το πρόβλημα της Ελλάδας, το έχω ξαναγράψει, είναι πρωτίστως πρόβλημα αισθητικής. Η απόρριψη του σουρεαλισμού ως ευρύτερου εικαστικού και λογοτεχνικού κινήματος είναι ίδιον της συντηρητικής σχολής σκέψεως, της οποίας τα μέλη, λόγω πνευματικής ακαμψίας, αδυνατούν να ανιχνεύσουν και να αποκρυπτογραφήσουν – να ξεκλειδώσουν, αν θέλετε – τα μηνύματά του. Από μία άποψη ο σουρεαλισμός αποτελεί αδιάψευστο κριτήριο ανθρωπολογικής κατάταξης, των πολιτικών εν προκειμένω, σε συντηρητικούς και νεωτεριστές. Το συγκεκριμένο μάλιστα περιστατικό με την κοκκινοσκουφίτσα και τον λύκο, συγγνώμη την ζωϋ(φ)ίτσα και τον τσίπρο ήθελα να πω, επιβεβαιώνει το αλάνθαστο του κριτηρίου. Δεν πιστεύω να μην είναι ορατό σε όλους μας ότι τόσο ο «αλέξης» όσο και η «ζωή» αποτελούν καραμπινάτα παραδείγματα συντηρητισμού (τι σου είναι το οικογενειακό περιβάλλον, το καθένα στο είδος του), παρά τις εναγώνιες προσπάθειές τους να ενδυθούν φαινοτυπικά τον μανδύα του ριζοσπαστικού (σπάστα όλα) αριστερισμού, τον οποίο στην πράξη αποποιούνται, ο πρώτος υποτασσόμενος στην mainstream ευρωγοτθική πολιτική και η δεύτερη υπηρετούσα κατά γράμμα και με υπερβάλλουσα σχολαστικότητα γριάς δασκάλας το τσιτάτο της: «θα σας ταράξουμε στην (αστική) νομιμότητα». Γι’ αυτό και βγάζουν καντήλες με τη λέξη «σουρεαλισμός», την οποία προφανώς θεωρούν βαρύτατη ύβρη, αρκετή για να σπιλώσει την πολιτική τους σταδιοδρομία.



Κι όμως, κάποια σουρεαλιστικά αριστουργήματα θα μπορούσαν να είναι συμβατά με υφές, φάσεις και διαστάσεις του (τ)σύριζα


Συνειρμικά, μου έρχεται στο μυαλό ένας πίνακας του Max Ernst με τίτλο «οι κυρίες τάδε και τάδε στο μπαλκόνι».  


Δεν θυμάμαι τα ονόματα τους στον πίνακα, θα μπορούσαν να είναι «οι κυρίες Τασία και Θεανώ» ας πούμε.  


Η πρωτοτυπία του πίνακα έγκειται στο ότι στο μπαλκόνι κάθονται σε πολυθρόνες δύο φέρετρα! Αλληγορικά φυσικά της ακολουθούμενης αδιέξοδης, αν όχι θανατηφόρας, καταλυτικής, και καταληκτικής, για την Ελλάδα, άκρατης και άκριτης λαθρομεταναστευτικής πολιτικής τους. «Σ’ αυτά τα φέρετρα ακουμπά η Ελλάδα», σ’ αυτά και στα πολύ περισσότερα αυτών που φεύγουν λόγω της κρίσης, πηδώντας από τα μπαλκόνια, αυτών που αυτοχειριάζονται με θηλειές και καραμπίνες, αλλά και αυτών που αυτοκτονούν ψηφίζοντας αυτούς που ψηφίζουν, για να επαυξήσω ως προς τον αριθμό των φερέτρων τον ούτως ή αλλιώς πληθωριστικό ποιητικό λόγο του άγγελου σικελιανού, του και πάλιν «ουρανόθεν πεμφθέντος» να επισκοπήσει εκ του επέκεινα, δίκην εξωσωματικής μεταθανάτιας εμπειρίας (OBE: Out of the Body Experience), τον επιθανάτιο ρόγχο της πατρίδας μας…



Κι οι δύο πάντως πρωταγωνιστές του πολιτικού μας φαρσοκωμικού μελοδράματος («όπερα μπούφα»), η υψίφωνος «ζωή» και ο πολλά βαρύτονος «αλέξης», ή μάλλον και οι τέσσερις ονομαστικά προαναφερθέντες συντελεστές της συντέλειας που συντελείται (μαζί με την «θεανώ» και την «τασία»), αποτελούν, παρ’ όλα αυτά, την φωτεινή όψη του (τ)συριζαίϊκου φεγγαριού. Γιατί υπάρχει και η «σεληνιασμένη» σκοτεινή πλευρά της σελήνης. Γιατί, πέραν της καταπράσινης πασοκογενούς τοξικής κοινωνικής μούχλας που προσέβαλε μικροβιακά en mass τον (τ)συριζαίϊκο οργανισμό, υπάρχουν και οι λεχρίτες της «αριστερής μαούνας», οι οποίοι, παρά τις υποτιθέμενες αξιακής φύσεως αντιμνημονιακές τους αντιρρήσεις, παραμένουν επικολλημένοι ως λειχήνες στα ύφαλα του θαλασσοδαρμένου σκάφους (σκάφης;) του, αναρροφώντας στο έπακρον τα βο(υ)λευτικά τους προνόμια από την ισχνή πλέον αγελάδα που κατ’ ευφημισμόν αποκαλούν «ελλάδα».



Είναι όλοι αυτοί οι επί του παρόντος ευτυχώς ολίγοι (αριθμητικά και ποιοτικά), που λιγουρεύονται τα λεφτά και τις περιουσίες του λαού της, όπως οι παλιοί απεχθείς, επαχθείς, και επονείδιστοι μπολσεβίκοι που το έκαναν πράξη κάποτε στη Ρωσία. Για λίγο όμως. Ακόμη και επί σοβιετίας, πολλά από τα παρανοϊκά και χολερικά τους σχέδια τα ανέτρεψε, και γρήγορα μάλιστα, η ζωή (όχι η κωνσταντοπούλου, αυτή δεν είχε γεννηθεί ακόμη). 



Θυμάμαι, όταν επισκέφθηκα κατά μήκος, πλάτος, και ύψος την Σοβιετική Ένωση, για ένα μήνα, το 1983 (επί Γιούρι Αντρόπωφ), προσκεκλημένος από συναδέλφους αστρονόμους, πολλά εκπληκτικά για μένα περιστατικά και καταστάσεις, που κάποτε ίσως αξίζει να τα περιγράψω λεπτομερώς. Ένα από αυτά, που έχει το νόημά του σήμερα με τα περί παιδείας νομοσχέδια του «μπαλτά» (χασάπικο μου θυμίζει, όχι πεντοζάλη), συνέβη στο γνωστό πανεπιστήμιο Λομονόσωφ, όταν μου ζητήθηκε από έναν πολύ γηραιό και σεβάσμιο φιλέλληνα ρώσο καθηγητή, που είχε λάβει στα νιάτα του ενεργό μέρος στην «Οχτωβριανή Επανάσταση» του 1917 (ήταν τότε, όπως μου είπε, δεκαεπτάρης), να του εξηγήσω τον επικατάρατο παπανδρεϊκό νόμο-πλαίσιο της παιδείας του 1982, του οποίου ένας από τους αρχιτέκτονες της διαστροφικής σύλληψής του ήταν ο Γιάννης Πανούσης!



Του τα είπα όλα με λεπτομέρειες: 


Υπέρμετρη και αλόγιστη συμμετοχή φοιτητών σε όλα τα συλλογικά πανεπιστημιακά όργανα και στις αποφάσεις που αυτά ελάμβαναν, ανατριχιαστική ισοπέδωση διδασκόντων με πληθωριστικούς κατ’ απονομή τίτλους διαφόρων βαθμίδων που σχεδόν όλοι τους συνοδεύονταν από το αγγελιόσημο «καθηγητής» (επίκουρος, αναπληρωτής) και που ο καθένας τους έκανε ότι ήθελε, κλπ. κλπ., προσδίδοντας κυριολεκτικά στο ελλαδίτικο «λαϊκό» πανεπιστήμιο την χριστιανική εντροπική (διαλυτική) του διάσταση τού «μη γνώτω η αριστερά του τι ποιεί η δεξιά του». 


Κούνησε το κεφάλι του και μου είπε:



«Παιδί μου» - ήμουν βλέπετε τριαντάρης τότε - «τα δοκιμάσαμε κι εμείς αυτά αμέσως μετά την Κόκκινη Επανάσταση. Δεν δούλεψαν, και τ’ αλλάξαμε»


Περιττό να σας πω ότι για να μπεις στα κτίρια του Λομονόσωφ, περνούσες από διαδοχικούς αυστηρούς ελέγχους και η πειθαρχία των φοιτητών ήταν υποδειγματική και απόλυτη


Τ’ ακούτε εσείς της πολιτικά αλλήθωρης παλαιολιθικής «αριστερής πλατφόρμας»;  


Γκέγκε ή νούκου γκέγκε;

Δεν υπάρχουν σχόλια: