Η σημερινή λιτότητα, υποστηρίζουν πολλοί, είναι ηλίθια.
Αυτό το άρθρο υποστηρίζει ότι η σημερινή λιτότητα στην ευρωζώνη μπορεί να προέκυψε από την ανοησία πριν από την κρίση, ιδιαίτερα από τις χλιαρές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Συσσωρεύτηκε υπερβολικό χρέος στα κράτη, συντηρώντας τα μη βιώσιμα βιοτικά επίπεδα και τα συστήματα πρόνοιας, παρά την χαμηλή ανάπτυξη. Η κρίση οδήγησε σε ριζικές προσαρμογές όπως η λιτότητα σε μια ύφεση.
Δεν είναι η λιτότητα που προκάλεσε χαμηλή ανάπτυξη, αλλά τα χαμηλά προ-κρίσεως ποσοστά ανάπτυξης που τελικά έφεραν τη λιτότητα.
Ο δρόμος για την έξοδο από τη λιτότητα είναι ριζικές φιλο-αναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις, που δημιουργούν περιθώριο για περισσότερη σταδιακή δημοσιονομική προσαρμογή.
Η πρόσφατη κρίση στην ευρωζώνη έχει αποδείξει ότι τα μέτρα λιτότητας είναι αυτοκαταστροφικά. Έχουν άγριες υφεσιακές συνέπειες οι οποίες –τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα- τείνουν να αυξάνουν το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αυτή η αξιολόγηση επιβεβαιώνεται από οικονομετρική ανάλυση που εμφανίζει ότι οι δημοσιονομικές προσαρμογές ήταν περισσότερο υφεσιακές από ό,τι αναμενόταν, με τους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές να είναι υψηλότεροι.
Ο υπερβολικός περιοριστικός χαρακτήρας της λιτότητας μπορεί να αποτυπωθεί καθαρά στο Σχήμα 1, το οποίο αναπαράγει ένα γράφημα από πρόσφατο άρθρο του Paul Krugman στους New York Times. Ο αρνητικός συσχετισμός μεταξύ των μέτρων λιτότητας που εφαρμόστηκαν από τις χώρες της ευρωζώνης την περίοδο 2008-2012, όπως καταγράφεται από το ΔΝΤ, και ο ρυθμός ανάπτυξης την ίδια περίοδο εμφανίζεται να είναι ισχυρός- το μέγεθος του συντελεστή υπερβαίνει το ένα. Το συμπέρασμα από αυτές τις διαπιστώσεις είναι ότι η λιτότητα δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να θεραπεύσει κανείς τα δημοσιονομικά.

Το ερώτημα που θα πρέπει να ερωτηθεί στη συνέχεια: γιατί οι φορείς χάραξης πολιτικής στην ευρωζώνη εξακολουθούν να κάνουν το ίδιο λάθος;
Η απάντηση που δίνεται έμμεσα από τον Krugman είναι ότι οι φορείς χάραξης πολιτικής δεν είναι ιδιαιτέρως έξυπνοι, ή έχουν κακούς συμβούλους. Ή έχουν υποτιμήσει τις επιδράσεις των τακτικών τους.
Άλλος ένας τρόπος να το θέσει κανείς ότι με το να προωθούν τη λιτότητα, είναι οικονομικά άσχετοι ή ηλίθιοι.
Η υπόθεση ότι οι πολιτικοί είναι παράλογοι ή ηλίθιοι, μπορεί να είναι ένας εύκολος τρόπος, ιδιαίτερα για τους ακαδημαϊκούς. Ένας εναλλακτικός τρόπος για να εξετάσουμε το ζήτημα είναι να αμφισβητηθεί η αιτιώδης συνάφεια στο συσχετισμό μεταξύ της λιτότητας και της ανάπτυξης.
Ο Krugman θεωρεί ότι με την εφαρμογή μέτρων λιτότητας, οι Ευρωπαίοι φορείς χάραξης πολιτικής αποδεικνύουν τον παραλογισμό ή τη βλακεία τους. Είναι ηλίθιοι διότι επιδιώκουν λιτότητα αντί για μια πιο προτιμότερη επιλογή.
Το ερώτημα που θα ήθελα να θέσω είναι το ακόλουθο: Θα μπορούσε να ήταν αλλιώς;
Οι Ευρωπαίοι φορείς χάραξης πολιτικής δεν είναι ηλίθιοι επειδή εφαρμόζουν λιτότητα, αλλά εφαρμόζουν λιτότητα διότι είναι ηλίθιοι ή –για να το θέσω πιο διπλωματικά- είναι κοντόφθαλμοι και έχουν αγνοήσει άλλες εναλλακτικές και εν τέλει έμειναν με τη μοναδική επιλογή, τη λιτότητα.
Με άλλα λόγια, εφήρμοσαν λιτότητα διότι έφθασαν σε ένα σημείο που δεν είχαν εναλλακτική.
Θα ήθελα να χρησιμοποιήσω την ίδια μεθοδολογία που χρησιμοποίησε ο Krugman για να εξηγήσει αυτό το επιχείρημα. Ωστόσο θα ήθελα να προειδοποιήσει τους αναγνώστες ως προς τα όριά της. Ένα δείγμα μόνο από 11 παρατηρήσεις, θα πρέπει να χρησιμοποιείται με μεγάλη προσοχή. Τα αποτελέσματα είναι πιθανό να είναι προκατειλημμένα, ειδικά με την παρουσία ακραίων τιμών. Αυτό που ακολουθεί θα πρέπει συνεπώς να ερμηνευτεί ως πρόσκληση για περαιτέρω εξελιγμένη εργασία.
Κοιτάζοντας προσεκτικά το διάγραμμα του Krugman, είναι εντυπωσιακό του πώς ο συσχετισμός αυτός εξαρτάται από την Ελλάδα. Η Ελλάδα είναι στην πραγματικότητα μια πολύ ειδική περίπτωση. Εφαρμόστηκε μια ακραία δόση λιτότητας σε μια οικονομία που χαρακτηριζόταν από ισχυρές δυσκαμψίες και ανεπάρκειες. Κάποια δοκιμασία δυναμικής θα πρέπει να διεξαχθεί στην ανάλυση του Krugman.

Η ιδανική μέθοδος θα ήταν να χρησιμοποιήσουμε εξισώσεις με πολλαπλές επεξηγηματικές μεταβλητές, αλλά το μικρό μέγεθος του βήματος δεν το επιτρέπει. Επομένως πρέπει να προχωρούμε μεταβλητή-μεταβλητή. Ακόμη και εάν η ισχύ της ανάλυσης είναι περιορισμένη, παρέχει κάποια ενδιαφέρουσα τροφή για σκέψη.
Μια πρώτη λεωφόρος είναι να εξετάσουμε τους όρους χρηματοδότησης. Οι χώρες της ευρωζώνης με υψηλότερα επίπεδα επιτοκίων θα πρέπει να αναμένεται ότι θα έχουν βιώσει μεγαλύτερη ανάπτυξη, εξαιτίας των αυστηρότερων χρηματοδοτικών συνθηκών για την οικονομία στο σύνολό της.
Το Σχήμα 3 αναπτύσσει τις συνθήκες ανάπτυξης και χρηματοδότησης, όπως μετρώνται από τα spreads των επιτοκίων των μακροπρόθεσμων κρατικών ομολόγων και εμφανίζει ότι ο συσχετισμός είναι σχετικά ισχυρός.
Προτείνει ότι οι χώρες με υψηλότερο πιστωτικό ρίσκο έχουν πληγεί από τις πιο περιοριστικές συνθήκες, οι οποίες έχουν οδηγήσει σε χαμηλότερη ανάπτυξη.
Αυτό το αποτέλεσμα θα πρέπει ασφαλώς να εκτιμηθεί με προσοχή. Ο συσχετισμός αποκρύπτει το γεγονός ότι από το 2008 οι χώρες με υψηλότερο χρέος έπρεπε να εφαρμόσουν μεγαλύτερη λιτότητα. Ωστόσο, η σημασία του συσχετισμού, σε σχέση με τον προηγούμενο, υποδηλώνει ότι η αυστηρότητα των συνθηκών χρηματοδότησης έχει παίξει ένα σημαντικό ρόλο, πέρα από τις πολιτικές λιτότητας, στο να εξηγήσει τις οικονομικές επιδόσεις. Με άλλα λόγια, ανεξαρτήτως των μέτρων λιτότητας που εφήρμοσαν, οι χώρες με υψηλότερο πιστωτικό ρίσκο στο χρέος τους, υπέφεραν περισσότερο.

Το Σχήμα 4 εμφανίζει ότι ο συσχετισμός μεταξύ της ανάπτυξης και των πιστωτικών συνθηκών, που αντικατοπτρίζεται από τα spreads των επιτοκίων χορήγησης που χρεώνονται από τις τράπεζες. Ο συσχετισμός είναι αρκετά ισχυρός:

Το Σχήμα 5 κοιτάζει στις αλλαγές τις ανταγωνιστικότητας, όπως μετρώνται από το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, που συγκεντρώθηκαν από την αρχή του ευρώ μέχρι το χρόνο πριν από την κρίση.
Το γράφημα εμφανίζει ότι οι χώρες οι οποίες έχασαν την ανταγωνιστικότητά τους πριν από την κρίση, εμφάνισαν χαμηλότερη ανάπτυξη μετά από την κρίση. Με άλλα λόγια, οι διαφορές στους ρυθμούς ανάπτυξης μετά από την κρίση, είναι σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα της προσαρμογής στις ανισορροπίες που συσσωρεύτηκαν μετά από την κρίση.


Αυτό επιβεβαιώνεται εάν κοιτάξει κανείς περισσότερο συγκεκριμένους δείκτες δυναμικής μακροπρόθεσμης ανάπτυξης, που αποτελεί σημαντικό προσδιοριστικό παράγοντα της ανταγωνιστικότητας. Μπορεί κανείς να επιλέξει ως δείκτες πιθανής ανάπτυξης, ως παράδειγμα, την πρόσβαση στο διαδίκτυο και την αριθμητική, όπως παρουσιάζεται στην πρόσφατη έρευνα του ΟΟΣΑ, που δημοσιεύθηκε αυτό το μήνα. Τα Σχήματα 7 και 8 εμφανίζουν τον ισχυρό συσχετισμό μεταξύ της ανάπτυξης των χωρών της ευρωζώνης από την έναρξη της κρίσης και αυτές τις διαρθρωτικές μεταβλητές.


Θα πρέπει κανείς να είναι προσεκτικός στο να εξάγει συμπεράσματα από αυτούς τους συσχετισμούς. Το δείγμα είναι μικρό και υπάρχει ένας υψηλός βαθμός συσχετισμού μεταξύ των ερμηνευτικών μεταβλητών.
Παρόλα αυτά, η άσκηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να προκύψει κάποια ενδιαφέρονται και προκλητικά ερωτήματα. Για παράδειγμα, εάν η ανάπτυξη είναι αρνητικά συσχετισμένη με την πρόσβαση στο διαδίκτυο και την αριθμητική επάρκεια, και η ανάπτυξη συσχετίζεται επίσης αρνητικά με τη λιτότητα, υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ των δύο μεταβλητών που θεωρούνται εξωγενή, π.χ. πρόσβαση στο διαδίκτυο και λιτότητα; Το Σχήμα 9 εμφανίζει ότι υπάρχει πράγματι ένας συσχετισμός μεταξύ των δύο, δηλαδή χώρες με χαμηλή πρόσβαση στο διαδίκτυο έχουν εφαρμόσει περισσότερη λιτότητα. Τι υποτίθεται ότι σημαίνει αυτό;

Μπορεί να σημαίνει ότι η σχέση μεταξύ λιτότητας και ανάπτυξης είναι πιο περίπλοκη από ό,τι νομίζουν αρκετοί οικονομολόγοι. Κοιτάζοντας στις επιδόσεις της ανάπτυξης στη διάρκεια της κρίσης, οι μακροοικονομολόγοι είναι διατεθειμένοι να εξετάσουν τις συγκεκριμένες πολιτικές που έχουν εφαρμοστεί, χωρίς να ρωτήσουν γιατί υιοθετήθηκαν. Η υπόθεση ότι οι φορείς χάραξης πολιτικής δέχτηκαν εσφαλμένες ή παράλογες συμβουλές, μπορεί να φαίνεται ελκυστική για τους ακαδημαϊκούς που έχουν την τάση να περιφρονούν τους πολιτικούς. Ωστόσο, μπορεί να υπάρχουν εναλλακτικές υποθέσεις, τις οποίες η παραπάνω απλή στατιστική ανάλυση δεν φαίνεται να απορρίπτει.
Δεν είναι η λιτότητα που προκάλεσε χαμηλή ανάπτυξη, αλλά η χαμηλή ανάπτυξη που τελικά προκάλεσε τη λιτότητα. Για να το θέσουμε αλλιώς, οι χώρες που βιώνουν χαμηλή δυνητική ανάπτυξη, λόγω των θεμελιωδών διαρθρωτικών προβλημάτων όπως η παιδία ή η χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας, συσσώρευσαν υπερβολικά πολύ δημόσιο και ιδιωτικό χρέος πριν από την κρίση στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν το βιοτικό τους επίπεδο και τα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας, κάτι που αποδείχθηκε μη βιώσιμο και απαίτησε μια απότομη προσαρμογή όταν ξέσπασε η κρίση.
Τελικές παρατηρήσεις
Η διέξοδος από τη λιτότητα είναι περισσότερες θεμελιώδεις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που αυξάνουν τη δυναμική ανάπτυξης και δημιουργούν το περιθώριο ελιγμών για μια πιο σταδιακή δημοσιονομική προσαρμογή.


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου