ΠΑΙΔΕΙΑ και ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΠΑΝΑΝΙΑ: Κυβερνητική απαξίωση της καλλιτεχνικής παιδείας
Του Σπυρου Παγιατακη
Και από Αύγουστο χειμώνα, που λένε. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως τούτος ο
χειμώνας θα ’ναι ιδιαίτερα δύσκολος. Σε όλα και για όλα. Να πιάσουμε τα
πολιτιστικά.
Τα θεατρικά ιδιαίτερα –όλα δείχνουν– θα υποφέρουν και
μάλιστα με μελλοντικές προοπτικές. Αρχές του μήνα έγινε γνωστό ότι το
υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων καταργεί πλήρως τη διδασκαλία των
Καλλιτεχνικών σε Β΄ και Γ΄ τάξη του γυμνασίου.
Με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται μια κατάσταση, η οποία δεν μπορεί παρά
να βυθίσει τις επόμενες γενιές στην παντελή θεατρική αμάθεια, στερώντας
στους αυριανούς θεατές την αισθητική, αντιληπτική και πρακτικά φυσική
λειτουργία της σκέψης.
Συγχρόνως, αυτό αποτελεί μια τεράστια απόκλιση από τα ευρωπαϊκά
προγράμματα σπουδών και εμφανέστατο υποβιβασμό της δευτεροβάθμιας
ελληνικής παιδείας σε σχέση με την παιδεία των Ευρωπαίων εταίρων. Να
αναφέρουμε εδώ ενδεικτικά πως 29 χώρες έχουν καλλιτεχνικά μαθήματα στη
δευτεροβάθμια εκπαίδευση και πάνω από 15 χώρες έχουν τουλάχιστον 60 ώρες
μαθήματα τέχνης στη δευτεροβάθμια, που σημαίνει περισσότερες από 2 ώρες
την εβδομάδα.
Ομως, μ’ έναν καταγέλαστο υπουργό Πολιτισμού στην ηγεσία του (έπεσε
μεγάλη καζούρα όταν ο Πάνος Παναγιωτόπουλος μίλησε στην έναρξη του
23ου Συνεδρίου Φιλοσοφίας στο Ηρώδειο, στις 4/8/2013), τι να πεις.
Εφαρμόζοντας λοιπόν τον σχεδιασμό της 1/8/2013, η Ελλάδα θα είναι η μόνη
ευρωπαϊκή χώρα χωρίς καλλιτεχνική παιδεία στην πρωτοβάθμια και
δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Και όμως, στη σημερινή μας κατάσταση ο
πολιτισμός θα έπρεπε ν’ αντιμετωπίζεται ως μέρος των δημόσιων
επενδύσεων. Μήπως δεν έχει αποδειχθεί πλέον –κι ερευνητικά– πως οι
επενδύσεις στον πολιτισμό αναζωογονούν την οικονομία ενός τόπου;
Σήμερα δεν έχει λοιπόν «κλασική» κριτική σε αυτήν τη θέση.
Οι –και πολιτιστικές ακόμη– αλλαγές στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια
υπήρξαν τόσο ραγδαίες ώστε μου φαίνεται μάλλον ασήμαντο να μιλήσω τώρα
πια για το πώς θεωρώ κάποια παράσταση που είδα πρόσφατα«επιτυχημένη» ή
όχι. Και με ποια κριτήρια να το κάνει πλέον κανείς σ’ έναν κόσμο ο
οποίος συνεχώς μετασχηματίζεται;
Τουλάχιστον, να επιχειρήσω να πω μερικές θεατρικές σκέψεις για να
παραμείνουμε στο θέμα. Π.χ., πάνω στο εναρκτήριο έργο του ΚΘΒΕ. Βρέθηκα
στην πατρώα Θεσσαλονίκη την περασμένη εβδομάδα και άκουσα με πόση
περηφάνια ανακοινώθηκε εκεί ένας ακόμη Μπρεχτ. Για πρώτη φορά, ο
«Αρτούρο Ούι» στο ΚΘΒΕ είπαν. Είμαι περίεργος να το δω, γιατί πρόκειται
για –μάλλον– το χειρότερο έργο του.
Αν ο Μπέρτολτ Μπρεχτ είχε προλάβει να δει τον «Νονό» του Φράνσις Φορντ
Κόπολα, που πρόβαλε η τηλεόραση πάλι πριν από μία εβδομάδα, κάτι θα ’χε
μάθει και για τον «Αρτούρο Ούι» του. Δεν θα ήταν τόσο φλύαρος, τόσο
απλοϊκά σχηματικός, τόσο αφόρητα διδακτικός. Με δύο λόγια, δεν θα έγραφε
ένα τόσο «αντιμπρεχτικό» έργο. Η παραβολή του αυτή που έχει στόχο να
δείξει –και να αποδείξει– πως γκάνγκστερ και φασίστες στο ίδιο καζάνι
βράζουν, σίγουρα δεν άντεξε τις έξι δεκαετίες της ύπαρξής της. Οι νονοί
από το Σικάγο του 1920 και οι χιτλερικοί από το Βερολίνο της δεκαετίας
του ’30 ασφαλώς και μοιάζουν. Ομως σήμερα; Θα αποτολμούσε άραγε ο
καλλιτεχνικός διευθυντής (πρώην βουλευτής του ΠΑΣΟΚ) του θεάτρου να
επιτρέψει μια αναφορά στον Ακη, που εδώ θα ταίριαζε γάντι;
Στον «Ούι» όλοι είναι προδιαγεγραμμένοι. Οι «καλοί» είναι αναλλοίωτα
καλοί από την αρχή ώς το τέλος· και οι «κακοί» μοχθηροί και απαίσιοι.
Κάτι που δεν το ’θελε ο διαλεκτικός Μπρεχτ, που έγραψε και μια «Μάνα
Κουράγιο» ως έναν ολότελα αρνητικό χαρακτήρα. Ασχετα αν εμείς εδώ
θεωρούμε την Αννα Φίρλινγκ ως το πρότυπο της χαροκαμένης μάνας που τραβά
τα μύρια όσα για τα παιδιά της. «Η γυναίκα δεν έχει καταλάβει τίποτε
απ’ όσα πέρασε. Το μόνο που την ενδιαφέρει είναι να κάνει το εμπόριό της
με τον πόλεμο!» τόνιζε ο συγγραφέας μιλώντας για την κατ’ εξοχήν
αντι-ηρωίδα του. Και η γυναίκα και κληρονόμος του, η ηθοποιός Ελένε
Βάιγκελ, είχε αρνηθεί στην Κατίνα Παξινού τον ρόλο. «Οχι όσο ζω! Θα το
κάνει σπαραξικάρδιο δράμα. Ως τραγωδία, που το έργο δεν είναι διόλου!»
Και όμως. Η Παξινού έπαιξε τη «Μάνα» μετά τον θάνατο της Βάιγκελ. Και –το σημαντικότερο– την έπαιξε σωστά.
Αλλά και με τον «Αρθούρο Ούι» του ο Μπρεχτ δεν ήταν ιδιαίτερα
ικανοποιημένος. Είχε αρχίσει να τον σκηνοθετεί στο Μπερλίνερ Ανσάμπλ,
αλλά δεν του έβγαινε. Τον παράτησε και τον τέλειωσαν σκηνοθετικά οι
επίγονοί του μετά τον θάνατό του, το 1956.
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΕΛΛΑΔΑ,
ΘΕΑΤΡΟ,
ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΑ,
ΞΕΦΤΙΛΙΚΙΑ,
ΠΑΓΙΑΤΑΚΗΣ,
ΠΑΙΔΕΙΑ,
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου