Μακάρι οι αναγνώστες να διαβάσουν το σημερινό άρθρο ως ενιαίο κείμενο με το προηγούμενό μου: "Τζάμπα δούλευε, τζάμπα μην κάθεσαι".
Ελπίζω έτσι να απαλυνθούν οι αντιρρήσεις της μερίδας των αναγνωστών που έχουν την, απολύτως σεβαστή, άποψη ότι με την ανεργία στα ύψη, κείμενα σαν το σημερινό είναι πολυτέλεια. Μήπως όμως δεν είναι;
Ψάχνοντας για ένα παράδειγμα που θα υποστήριζε πειστικά τον σοφότατο και κομψότατο λόγο του ποιητή, θυμήθηκα ένα διάλογο από την καλή αμερικανική ταινία, Seabiscuit, που προβλήθηκε στη Ελλάδα με τον τίτλο "Το μεγάλο φαβορί".
Στην ταινία, λοιπόν, ρωτούν επικριτικά έναν παλαίμαχο καουμπόι, πολύπειρο εκπαιδευτή αλόγων, γιατί αφιέρωσε χρόνο σε ένα καταδικασμένο, άχρηστο, παροπλισμένο άλογο, που όλοι είχαν εγκαταλείψει:
-"Γιατί το έσωσες"; η ερώτηση.
-"Μα, γιατί μπορούσα" η απάντηση.
Τόσο απλά. Τόσο αφοπλιστικά.
Η ψυχή που βάζουμε στη δουλειά και η ικανοποίηση που παίρνουμε απ΄ αυτήν είναι ακριβώς που ανατροφοδοτούν και απογειώνουν την εργασία, μεταμορφώνοντας συγχρόνως το άχθος σε ευλογία.
"Βάλε όλη την ψυχή σου στο έργο, αλλά όχι στην ανταμοιβή σου", υποδεικνύει μια άλλη παραγγελία. Αμοιβή της κάθε εργασίας είναι ότι έγινε καλά. Η καλοκαμωμένη, δηλαδή, -έτσι που να τη χαίρεσαι προσωπικά- δουλειά.
Πού μπορεί να φτάσει η αφοσίωση στη δουλειά, όταν αυτή έχει νόημα, όταν δηλαδή νοηματοδοτεί τη ζωή;
Όπου, όμως, η δουλειά ατσάλωνε τις απαντοχές, απομακρύνοντας κάθε υπόνοια υποστολής ή παραίτησης. Ακόμα και διαφυγής προς το θάνατο.
Η "μικρή" ελληνική ιστορία και η λογοτεχνία είναι διάσπαρτη από τέτοιες υπερφυσικές, μεταφυσικές υποβολές. Όπως, η απολύτου βεβαιότητας απάντηση-διαβεβαίωση της γιαγιάς στην σπαρακτική ερώτηση-αγωνία των ορφανών από μητέρα εγγονών της, τα οποία, κατά τη διάρκεια παρατεταμένης υποχρεωτικής απουσίας του πατέρα, μόνη αυτή προστάτευε:
-Δε θα πεθάνεις γιαγιά! ε;
-Όχι παιδί μου. Δεν θα πεθάνω. Μέχρι να γυρίσει ο πατέρας σας, δεν θα πεθάνω.
Δυο ακόμα επισημάνσεις ενδεικτικές της σχέσης του Έλληνα με την εργασία, πιστεύω ότι έχουν τη θέση τους στο σημερινό κείμενο.
Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς; Την ανάγκη του Έλληνα, ανά τους αιώνες, για την επακριβή γλωσσική αποτύπωση ή την ίδια την κλιμάκωση της εργασιακής καταπόνησης, που υποδεικνύει η μακρά σειρά των σχετικών λέξεων της γλώσσας μας; Κούραση, κόπος ( ηνίκ΄ αν κόπος μ΄ απαλλάξη ποτέ), κόπωση, καταπόνηση, μόχθος (μοχθείν δε βροτοίσιν ανάγκη), κάματος ( αίθρω και καμάτω δεδμημένον).
Και η δεύτερη, μνημείο αυτογνωσίας και ταπεινότητας, η φράση: "Έκαστος εν τη κλήσει η εκλήθη". Για να ακολουθήσει το και ευγενέστερο: "Μένε εν ω εκλήθης. Σπάρταν έλαχες κείνην κόσμει. Τας δε Μυκήνας άλλοις ιδία". Με το υπέροχα και γενναιόφρονα αυτογνωσιακο, αυτό: "τας δε Μυκήνας άλλοις..."
Θα ήθελα να χωρέσω εδώ και αυτό: "Η Εργασία είναι η πιο συναρπαστική και συγχρόνως η πιο επίπονη από όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες".
Το κλειδί στην παραπάνω φράση είναι η λέξη "συγχρόνως". Αφαιρώντας από την εργασία το επίπονο, αφαιρείς και το συναρπαστικό. Μόνο οι μηχανές δεν αισθάνεται τον κόπο τους.
Και κάτι για τους εργοδότες. Όσους βεβαίως ακούν:
Σήμερα, η ψυχική ισορροπία ενός εργαζόμενου είναι πιο πολύπλοκη και εξαρτάται από το πόσο ικανός αισθάνεται για τη δουλειά που κάνει, πόσο τον ευχαριστεί να την κάνει και πόσο υπερήφανος είναι να την κάνει.
Συνήθης αιτία παγίδευσης των εργαζόμενων;
"Μπορώ να την κάνω";
Ας το προσέχουν λοιπόν αυτό, για λογαριασμό των εργαζόμενων, οι εργοδότες οι οποίοι δεν πρέπει να ξεχνούν ποτέ ότι, η επιθυμία-δικαίωμα ενός εργαζόμενου να ευχαριστιέται και να σέβεται τη δουλειά που κάνει, είναι εξίσου σημαντική με την ικανότητα του να την κάνει.


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου