"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΜΝΗΜΕΣ ΠΟΥ ΣΒΗΝΟΥΝ στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Αμόλα καλούμπα!


«Ο αϊτός του Μίμη πετά. Πετά υψηλά στον ουρανό. Φαίνεται σαν πουλί. Ο Μίμης τον καμαρώνει και κρατεί το σχοινί γερά». Στην εικόνα του παλιού αναγνωστικού, διά χειρός (πιθανότατα) Κωνσταντίνου Γραμματόπουλου, δεσπόζει ο Μίμης, ένα κορίτσι-χωρίς-όνομα (η αδελφή του; μια γειτονοπούλα; κάποια συμμαθήτρια;), στέγες κεραμιδωτές και ένας ουρανός με αετούς. Ο κοντοκουρεμένος, σχεδόν γουλί, μπόμπιρας κουμαντάρει γερά τον χαρταετό, το κοριτσάκι κρατά στο ένα χέρι την καλούμπα ενώ ακουμπά το άλλο στον ώμο του Μίμη. 

Εξιδανικευμένες εικόνες, ρομαντικά στερεότυπα (όχι χωρίς έναν υπόγειο καταμερισμό ρόλων και εργασιών), ακαθόριστο τοπίο, μεταξύ πόλης και υπαίθρου, και μια γλυκόπικρη γεύση νοσταλγίας, που αργότερα απαθανατίστηκε σε γραμματόσημα και τετράδια που εξέδωσαν τα Ελληνικά Ταχυδρομεία.

Ο «έλλην χαρταετός» της Καθαράς Δευτέρας είχε το χάρισμα να κατασκευάζεται από φυσικά υλικά: χαρτί, ξύλο και σπάγκο, παλιότερα μάλιστα με αυτοσχέδιες ζωγραφιές, για να κατακτήσει, πρόσκαιρα έστω, τον ουρανό, και κάποιοι από αυτούς, προνομιούχοι, να «μιλήσουν με τον Θεό», αν κάποτε φτάσει στον Μεγαλοδύναμο το χειρόγραφο σημείωμα στην άκρη της ουράς. Σ’ αυτόν συναντώνται τα «τσερκένια» των Σμυρνιών, οι «ουτσουρμάδες» των Κωνσταντινουπολιτών, πριν και μετά τα «Σεπτεμβριανά», πριν και μετά την «Πολίτικη κουζίνα», τα «πουλιά» των Ποντίων και ο «φυσούνας» των Επτανησίων, όπως μάς θυμίζει ο Δημήτρης Σ. Λουκάτος στο εξαιρετικό βιβλίο του «Πασχαλινά και της Ανοιξης», στην παλιά καλή σειρά των εκδόσεων Φιλιππότη.

Αυτό το «εύθυμον έθιμον», που για τους λαούς της Ανατολής είναι αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητάς τους, όπως το τάι τσι και η εκπαίδευση των καναρινιών, αλλά και για τους Ευρωπαίους, που με καλό καιρό κατακλύζουν τα πάρκα και πετάνε κατά μόνας τους «αετούς», διατηρεί σε μας εκείνη τη νοσταλγική νότα, με το σόι γύρω από το τραπέζι και τη μητρική ταραμοσαλάτα (με ψωμί, όχι με πατάτα), που δίνει χρώμα και γεύση στην ανάμνηση.

Κι όταν ο αττικός ουρανός γέμιζε με τα φτερωτά εξάγωνα, πρόβαλλε ένα patchwork, μια πολύχρωμη κουβέρτα, και η πόλη γινόταν, έστω και για λίγες ώρες, μια Παιδική Χαρά, με τις χαρούμενες φωνές των παιδιών, την αυτοπεποίθηση του (συνήθως «ξερόλα») πατέρα, την ανησυχία της γιαγιάς, «να προσέξουνε τα καλώδια της ΔΕΗ», κι όλα ή σχεδόν όλα ξαναζωντανεύουν σαν τρισδιάστατη εικόνα στο παλιό αναγνωστικό: η μαεστρία και τα «ζύγια», η πείρα και η μαστοριά, η «λάσκα» και η «κόντρα», η βιασύνη και η απογοήτευση, τα πάντα χορεύουν στο λίκνισμα του χαρταετού, έστω και σε φθίνουσα πλέον πορεία. Ο «αϊτός» ήταν μια συμβολική σκυτάλη ανάμεσα στον πατέρα και τον γιο, όμως τα παιδιά των παιδιών μας θα πετάνε κι αυτά, μαζί με τα παιδιά τους, χαρταετό;


Εκείνη πάντως τη μέρα, «οι ουρανοί είναι δικοί μας», καθώς θαυμάζουμε (ή αναπολούμε) το έργο μας, με την ίδια αισιοδοξία που ατενίζαμε, νεότεροι, το μέλλον. Κι όταν ξεχώριζε ένας χαρταετός με τα χρώματα της αγαπημένης ομάδας, αυτό ήταν ένα καλό σημάδι για την κατάκτηση του πρωταθλήματος.

Και κάπου, στο τέλος της μέρας, ορισμένοι ικανοποιούνται με τη σκέψη ότι κάποιοι «αϊτοί» κέρδισαν για πάντα την ελευθερία τους κι άλλοι πάλι φυλάνε μια ανεπαίσθητη θλίψη, καθώς παρατηρούν τον νεκρό χαρταετό μπλεγμένο στα καλώδια της ΔΕΗ. Ακριβώς, όπως φοβόταν κι η γιαγιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: