ΤΟΥΡΚΙΑ και ΕΘΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ: Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής οι Πασάδες και το Διεθνές Δίκαιο
Του Χρηστου Ροζακη
Καθηγητή Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Η πάροδος δεκαπέντε χρόνων από τον θάνατο του Κωνσταντίνου Καραμανλή
έφερε στο προσκήνιο, μέσα από δημόσιες εκδηλώσεις και δημοσιεύσεις, το
πολυσχιδές έργο του σημαντικού αυτού πολιτικού. Αν και τονίστηκαν, στις
περισσότερες από αυτές, όλες σχεδόν οι εκφράσεις της πολιτικής του,
περιέργως υποβαθμίστηκε μία από τις σημαντικότερες:
Η ριζική απομάκρυνση
από μιαν ένοπλη σύγκρουση με την Τουρκία, σε περίοδο αιχμηρής έξαρσης
της κρίσης, και η υποκατάστασή της με μια διαδικασία ειρηνικής επίλυσης
των διαφορών, στη βάση του Διεθνούς Δικαίου.
Η επιτυχία αυτή, εν μέσω της κυπριακής τραγωδίας και της συνολικής
αμφισβήτησης του καθεστώτος του Αιγαίου από τη γειτονική χώρα, οφείλεται
σε σειρά εύστοχων και ψύχραιμων διπλωματικών χειρισμών, τη χρήση των
ερεισμάτων της χώρας και του διεθνούς παράγοντα, αλλά και την ετοιμότητα
της χώρας να συζητήσει, παρά τις τουρκικές ακρότητες, τα ζητήματα που
ανέκυπταν από τις νεόφερτες διεκδικήσεις. Να συζητήσει, όχι να
συναινέσει στην ουσία τους. Και το κυριότερο, να τα συζητήσει με χρήση
του Διεθνούς Δικαίου, που σε όλη τη διάρκεια των διμερών ανταλλαγών της
περιόδου 1975-81 χρησιμοποιήθηκε όχι ως πρόσχημα, με χρήση
«ιδιοσυγκρασιακών» ερμηνειών, αλλά με αυθεντική προσήλωση στο γράμμα του
διεθνούς νόμου και του τρόπου που αυτό είχε καθιερωθεί από την πρακτική
των κρατών και τη διεθνή νομολογία.
Σε αυτό συνέτεινε και η βαθιά γνώση
του αντικειμένου από την πλευρά των Ελλήνων διαπραγματευτών (Β.
Θεοδωρόπουλος, Ι. Τζούνης κ.ά.), που κινήθηκαν με άνεση μέσα στις
συμπληγάδες σημαντικά διαφορετικών θεμάτων. Και διατήρησαν σε όλα αυτά,
διαδικαστικά και ουσιαστικά, το Διεθνές Δίκαιο στο επίκεντρο των
συζητήσεων.
Από πλευράς διαδικασίας –και ας αρχίσουμε από αυτήν, γιατί αυτό ήταν το
κύριο ζητούμενο, που θα διαμόρφωνε τη μέθοδο επίλυσης των προβλημάτων–, η
ελληνική πλευρά αποδέχθηκε τη διαπραγμάτευση «εφ’ όλης της ύλης», στη
βάση πάντοτε του Διεθνούς Δικαίου.
Αποδέχθηκε την ύπαρξη διαφορών για
διαπραγμάτευση, ανταποκρινόμενη στις απαιτήσεις του Διεθνούς Δικαίου,
σύμφωνα με το οποίο μια διαφορά υφίσταται από τη στιγμή που προκύπτουν
αντίθετες απόψεις γύρω από ένα νομικό θέμα ή ένα πραγματικό γεγονός, και
ότι η αποδοχή της διαφοράς δεν ισοδυναμεί με νομιμοποίηση της ουσίας
των θέσεων του κράτους που την επικαλείται. Αποδέχθηκε, επίσης, τη
μέθοδο των διαπραγματεύσεων, που αποτελεί το πρώτο στάδιο για την
ειρηνική επίλυση των διαφορών, έτσι όπως ορίζεται από το άρθρο 33 του
Χάρτη του ΟΗΕ, το οποίο προβλέπει τους τρόπους επίλυσης. Ενα στάδιο,
μάλιστα, που σύμφωνα με τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου (υπόθεση
της Βόρειας Θάλασσας, 1969) είναι υποχρεωτικό και πρέπει να εξαντληθεί
με ουσιαστικές συζητήσεις, πριν από την προσφυγή σε άλλα μέσα επίλυσης.
Και σε αντίθεση με ορισμένες πάγιες αντιλήψεις που ισχύουν στη χώρα μας,
διαπραγμάτευση δεν σημαίνει απεμπόληση του Διεθνούς Δικαίου, αλλά
κατάλληλη χρήση του, ως βάσης επίλυσης.
Αλλά η πολιτική Καραμανλή δεν περιορίστηκε στις διαπραγματεύσεις.
Θεωρώντας, και ορθώς, ότι το κύριο πρόβλημα ήταν η διαφορά για την
υφαλοκρηπίδα, προσπάθησε να την απομονώσει με προσφυγή στο Διεθνές
Δικαστήριο. Σε μια δύσκολη, μάλιστα, στιγμή, όπου η νομολογία περνούσε
ένα στάδιο μετάβασης και όπου η πρόγνωση ήταν εξαιρετικά δυσχερής. Η
υπαναχώρηση της Τουρκίας και η απόρριψη από το Δικαστήριο της μονομερούς
προσφυγής που ακολούθησε την υπαναχώρηση δεν επέτρεψαν την επίλυση της
υπόθεσης, κάτι, βέβαια, που μπορεί να αποδοθεί και σε ένα λάθος τακτικής
της ελληνικής πλευράς, η οποία, παράλληλα με την προσφυγή, κατέφυγε και
στο Συμβούλιο Ασφαλείας και, μεταγενέστερα, συμφώνησε για τη συνέχιση
των διαπραγματεύσεων, με το Πρακτικό της Βέρνης κι ενώ διαρκούσε η
εκκρεμοδικία.
Από πλευράς ουσίας, τα κεντρικά επιχειρήματα της διαπραγμάτευσης
στηρίχθηκαν στο Διεθνές Δίκαιο. Απέναντι σε μια Τουρκία που ευνοούσε την
καθαρά πολιτική επιχειρηματολογία, η Ελλάδα αντέτεινε κανόνες Διεθνούς
Δικαίου. Ενός δικαίου που στην ουσία ενσωματώνει την πολιτική
πραγματικότητα της διεθνούς κοινότητας σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή
και απορροφάει πιθανά χωριστά πολιτικά επιχειρήματα, μετασχηματίζοντάς
τα σε κανόνες συμπεριφοράς. Και είναι αξιοσημείωτο ότι η εμμονή της
Ελλάδας στο δίκαιο οδήγησε βαθμιαία σε μια τροποποίηση της τουρκικής
αντιμετώπισης με τη χρήση πια νομικών επιχειρημάτων, διαμετρικά, βέβαια,
αντίθετων με τα ελληνικά (γεωλογικά επιχειρήματα, άρνηση απόδοσης
υφαλοκρηπίδας για τα νησιά), αλλά που καθιέρωναν καλύτερη γλώσσα
κατανόησης ανάμεσα στις δύο πλευρές.
Οι διαπραγματεύσεις της εποχής δεν κατέληξαν σε επίλυση των προβλημάτων.
Οι τουρκικές εμμονές και η τροποποίηση της ελληνικής τακτικής από το
1981 και μετά δεν το επέτρεψαν.
Οι προσπάθειες, όμως, της περιόδου
Καραμανλή δεν ήταν στείρες. Οι διαπραγματεύσεις συνέβαλαν αποφασιστικά
στην απομόνωση των ουσιαστικών προβλημάτων από τα δευτερεύοντα και
επουσιώδη. Συνέβαλαν στην αυθεντική επικράτηση του Διεθνούς Δικαίου,
τόσο του διαδικαστικού όσο και του ουσιαστικού, σε βαθμό που σήμερα η
Τουρκία συνδιαλέγεται με την Ελλάδα με αυτούς τους όρους, συζητώντας
ακόμα και το ενδεχόμενο προσφυγής, σε κάποιο στάδιο, στο Διεθνές
Δικαστήριο. Και σε βαθμό που επέτρεψε στη χώρα μας να επικαλείται την
ορθή χρήση του δικαίου για να αποκτά ερείσματα στον διεθνή χώρο.
Προετοίμασαν το έδαφος για τα επόμενα στάδια επίλυσης των προβλημάτων, η
οποία αποκορυφώνεται με τις πρωτοβουλίες που παρουσιάζονται στα τέλη
της δεκαετίας του ’90 και στις αρχές του αιώνα μας και συνεχίζονται έως
σήμερα. Και απομάκρυναν το φάσμα μιας βίαιης ρήξης, που μόνο θετικά
αποτελέσματα δεν θα είχε για τη χώρα μας.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου