"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Το ελληνικό "ιστορικό παράδοξο" των δημοτικών εκλογών

 (Photo: Σκιτσο του 1950 για τους "αδιάφορους περι τα κοινά πολίτες". Το συνόδευε η λεζάντα: "Ο δημόσιος πλούτος κατασπαταλάται, η κυβερνητική μηχανή παρέλυσε, τα πάντα αθλιότης, αταξία και καταστροφή. Αλλά υμείς κύριε διατί σιωπάτε...?")
Γράφει ο ΤΑΚΗΣ ΚΑΤΣΙΜΑΡΔΟΣ
katsimar@yahoo.gr

Μία από τις μεγάλες παραδοξότητες στην ιστορία των ελληνικών δημοτικών εκλογών είναι οι δραστικοί περιορισμοί του εκλογικού δικαιώματος. Οι Ελληνες πολίτες, επί τριάντα χρόνια, θεωρούνταν ικανοί να ψηφίζουν βουλευτές και ταυτοχρόνως ανίκανοι ν΄ αναδεικνύουν οι ίδιοι δημοτικούς άρχοντες! Το τραγελαφικό φαινόμενο ίσχυε έως τη Β΄ Εθνική Συνέλευση του 1864, όταν παγιώθηκε η καθολική άμεση μυστική ψηφοφορία στις βουλευτικές εκλογές και επεκτάθηκε στις δημοτικές.

Η ανάδειξη των δημάρχων, των παρέδρων (βοηθών δημάρχων) και των δημοτικών συμβουλίων είχε καθοριστεί από διάταγμα του 1834, που προέβλεπε τη διαίρεση της χώρας σε δήμους.

Εκεί, οριζόταν ότι οι δημοτικοί σύμβουλοι εκλέγονται από τους «μάλλον φορολογουμένους» δημότες, με τον όρο αυτοί να μην είναι λιγότεροι του 1/8 του συνόλου των κατοίκων του συγκεκριμένου δήμου.

Οι δημοτικοί σύμβουλοι και ισάριθμοι «μάλλον φορολογούμενοι» δημότες αποτελούσαν το δημαιρεσιακό συμβούλιο. Αυτό πρότεινε τρεις για δημάρχους, από τους οποίους, τελικά, επέλεγε έναν ο βασιλιάς είτε ο γραμματέας (υπουργός) Εσωτερικών είτε ο νομάρχης, αναλόγως με το μέγεθος του δήμου.

Οι προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν ήταν: ηλικία 25 ετών, ιδιότητα του δημότη με μόνιμη κατοικία στην περιοχή του δήμου και οικονομική ανεξαρτησία. Η τελευταία προϋπέθετε την ύπαρξη ακίνητης περιουσίας, εντός του συγκεκριμένου δήμου και βεβαιωμένη άσκηση επαγγέλματος ή ανεξαρτήτου επιτηδεύματος.

Με τον όρο «μάλλον φορολογούμενοι» -όσοι κατέβαλαν περισσότερο άμεσους φόρους- εισάγονταν ένα γαλλικής έμπνευσης «τιμηματικό» εκλογικό δικαίωμα. Εξαρτιόταν δηλ. αυτό και από την περιουσιακή κατάσταση του δημότη.

Πώς ακριβώς υπολογιζόταν το ύψος του ελάχιστου ποσού, ώστε να συγκαταλέγεται κάποιος στους «μάλλον φορολογουμένους» είναι δυσδιάκριτο.

Σύμφωνα με την κρατούσα αντίληψη, ο περιορισμός στρεφόταν κατά των παραδοσιακών προκρίτων, των τοπαρχών και των πελατειακών δικτύων. Υποτίθεται ότι «οι ζώντες ανεξαρτήτως» πολίτες, ως ψηφοφόροι δεν θα χειραγωγούνταν από τους ισχυρούς της κάθε περιοχής.

Το «τιμητικό» σύστημα στις δημοτικές εκλογές, κατά την περίοδο της απόλυτης μοναρχίας, θα διατηρηθεί ακόμη και μετά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843, την ψήφιση του Συντάγματος, αλλά και του εκλογικού νόμου του 1844.

Ο τελευταίος τέθηκε σε ισχύ μαζί με τον συνταγματικό χάρτη και κρίνεται από ιστορικούς και συνταγματολόγους ως «περισσότερον και του Συντάγματος ενδιαφέρον έργον», αλλά και «επαναστατικός». Σύμφωνα με τις διατάξεις του κάθε άνδρας ηλικίας άνω των 25 ετών αποκτά δικαίωμα ψήφου στις βουλευτικές εκλογές, με μόνη προϋπόθεση την κατοχή οιασδήποτε ιδιοκτησίας ή ανεξαρτήτου επαγγέλματος.

Στην πράξη αυτό κατέληγε στην καθολική άμεση ψηφοφορία του ενηλικιωμένου ανδρικού πληθυσμού. Εξέλιπε ο όρος του «μάλλον φορολογουμένου», που καθιστούσε το σύστημα «τιμηματικό».

Ετσι, η Ελλάδα εξέλεγε τους βουλευτές της μ΄ ένα προωθημένο αστικό σύστημα για την υπόλοιπη Ευρώπη -σε όλες τις άλλες χώρες οι περιορισμοί στο εκλέγειν ήταν μεγαλύτεροι- αλλά όχι δημάρχους και δημοτικά συμβούλια.

Οι «δημοτικοί άρχοντες» θα εξακολουθήσουν να είναι «υπάλληλοι του Δήμου, αλλά και του Βασιλέως», όπως όριζε ο πρώτος νόμος των Βαυαρών και του Οθωνα για την αυτοδιοίκηση.

Το παράδοξο θα εκλείψει με το Σύνταγμα του 1864. Το σχετικό άρθρο όριζε ότι «η εκλογή των δημοτικών αρχών θέλει γίγνεσθαι δι΄ αμέσου, καθολικής και μυστικής δια σφαιριδίων ψηφοφορίας».

Τα «τιμητικά» υπολείμματα, τόσο για τις βουλευτικές όσο και τις δημοτικές θα εκλείψουν και τυπικά με τον εκλογικό νόμο του 1877.

ΟΙ ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΗΣ «ΤΙΜΗΜΑΤΙΚΗΣ» ΨΗΦΟΥ
Γιατί να ψηφίζουν οι γυναίκες και οι... βλάκες;
Η μη επέκταση του εκλογικού νόμου για τους βουλευτές στις δημαιρεσίες οδηγούσε, εκτός των άλλων, σε μια διαρκή αμφισβήτηση της καθολικής ψηφοφορίας. Αυτή εκφράζεται τόσο στην πρακτική μερίδας του πολιτικού κόσμου της περιόδου όσο και στη συνταγματική θεωρία εκείνων των εποχών.

Ο Ν. Παπαδούκας, που γράφει την πρώτη ελληνική συνταγματική μελέτη το 1848, ασκεί κριτική στην «ολεθρία πάνδημο ψηφοφορία», η οποία «υπηρετεί θαυμασίως τον δεσποτισμόν και την αναρχίαν»! Αξιολογεί ως καλύτερη την «τιμηματική» ψήφο των ελληνικών δημοτικών εκλογών που ισχύει «και εις όλα τα λοιπά συνταγματικά κράτη της Ευρώπης».

Ο ίδιος, όπως κι άλλοι συντηρητικοί, είναι θιασώτες της αντίληψης ότι το εκλογικό δικαίωμα πρέπει να παραχωρείται με κριτήρια την περιουσία και την παιδεία. 
Γενικότερα, υποστηρίζει την επιλεκτική αντιπροσωπευτική δημοκρατία και έχει τη θέση ότι το έθνος πρέπει να εκπροσωπείται από την «ομήγυριν τελείων ανδρών πολιτών» και όχι από «γυναίκες», «βλάκες» κ.λπ?

Αλλος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, ο Π. Κυριακού, που πήρε μέρος στη σύνταξη των Συνταγμάτων του 1844 και 1864, κινείται προς την ίδια κατεύθυνση. Εξαίρει τους περιορισμούς που ισχύουν στις δημοτικές και προτείνει επέκτασή τους στις βουλευτικές. Κατά την αντίληψή του το γενικό εκλογικό δικαίωμα στηρίζεται σε «ολεθρία θεωρία φέρουσα εις την οχλοκρατίαν».

10.000 οι κάτοικοι, 800 οι δικαιούχοι
Οι πρώτες δημοτικές εκλογές στην Αθήνα, με την έκταση πόλης και τον πληθυσμό χωριού (περίπου 10.000 κάτοικοι), έγιναν από τις 15-20 Μαρτίου 1835. Οσο και αν ψάξει κάποιος δεν πρόκειται να βρει πόσοι είχαν δικαίωμα ψήφου - τα σχετικά έγγραφα, μαζί με όλα τ’ άλλα της περιόδου, έχουν εξαφανιστεί. Από τους «πλέον φορολογούμενους» πολίτες ψήφισαν περίπου 800 - αυτό προκύπτει από μαρτυρίες. Ετσι κι αλλιώς, όσο μεγάλο κι αν ήταν το ποσοστό αποχής, ο αριθμός των ψηφοδελτίων παραπέμπει σε μια... αριστοκρατική δημοκρατία. Πράγμα που θα συνεχιστεί αναλλοίωτο μέχρι και την έξωση του Οθωνα.

Προκαθορισμένα αποτελέσματα
Στην πράξη το «τιμηματικό» δικαίωμα του εκλέγειν» κάθε άλλο παρά απεγκλώβισε τους ψηφοφόρους από τα πελατειακά δίκτυα των εχόντων και κατεχόντων την περιφερειακή εξουσία. Το τελευταίο που μετρούσε ήταν η πραγματική βούληση και οι ικανότητες του υποψήφιου. Ο κανόνας ήταν η εκλογή σε τοπικό αξίωμα να καθορίζεται από την κοινωνική και οικονομική επιφάνεια του ίδιου και από πελατειακά δίκτυα. Συχνά τα εκλογικά αποτελέσματα με την έννοια αυτή ήταν προκαθορισμένα. Αναφέρεται η περίπτωση οργανωμένων ομάδων που? εξέλεγε δημάρχους, χωρίς να γίνονται εκλογές! Με το αζημίωτο εννοείται.

ΕΚΛΟΓΕΣ 1834-35
Τα πρώτα «μαθήματα δημοκρατίας»
Δημοτικές εκλογές το νεοελληνικό κράτος γνώρισε για πρώτη φορά το 1834-1835. Στους πολίτες, μάλιστα, του νομού Αργολιδοκορινθίας ανήκει η τιμή να έχουν πρώτοι ασκήσει το εκλογικό τους δικαίωμα. Με περιορισμούς, βεβαίως, και για μια τοπική αυτοδιοίκηση, που της αρμόζει ο χαρακτηρισμός κρατική διοίκηση. Αλλά αυτό δεν έχει και τόση σημασία, όπως δεν έχει και με τους άλλους κατοίκους των υπολοίπων εννιά νομών της Ελλάδας των 900.000 περίπου κατοίκων, των 47 επαρχιών και των 450 δήμων που ψήφιζαν τότε για πρώτη φορά.

Σημασία έχει ότι ψήφιζαν, έστω κι αν το πρότυπο αυτοδιοίκησης που επιλέξανε οι Βαυαροί αντιβασιλείς ήταν ξένο στον θεσμό της κοινοτικής διοίκησης, όπως είχε διαμορφωθεί ιστορικά στον απελευθερωμένο ελλαδικό χώρο. Οι Ελληνες έμαθαν να ψηφίζουν μέσω των δημοτικών εκλογών.

Απ' αυτές πήραν τα πρώτα «μαθήματα δημοκρατίας», ανεξαρτήτως των τραγελαφικών καταστάσεων κάτω από τις οποίες συχνά διενεργούνταν οι ψηφοφορίες.

Από το 1835 οι δημοτικές εκλογές και από το 1844 οι δημοτικές και βουλευτικές εκλογές γίνονταν με χειρόγραφα ψηφοδέλτια. Μέχρι το 1864, όταν ψηφίστηκαν νέο Σύνταγμα και εκλογικός νόμος, η χρήση τους είχε γίνει συνώνυμο της καλπονοθείας - ουδεμία εκλογική αναμέτρηση έως τότε δεν μπορεί να θεωρηθεί αδιάβλητη. Ταυτίστηκαν με την καταδολίευση της βούλησης των ψηφοφόρων, γι΄ αυτό και η αντικατάστασή τους από τα σφαιρίδια (βόλια) θεωρήθηκε δημοκρατικό μέτρο.

Την περίοδο της μετάβασης από το ψηφοδέλτιο στο σφαιρίδιο γινόταν πολύς λόγος για «τ΄ αμαρτήματα των ψηφοδελτίων». Το κυριότερο επιχείρημα ήταν πως αυτός ο τρόπος ψηφοφορίας ήταν «καταλληλότερος εις τα ανεπτυγμένα έθνη, τα έχοντα ηθικήν καλυτέραν, σέβας προς τους νόμους και την δημοτικήν παιδείαν διακεχυμένην και εις το ευτελέστατον χωρίον».

Το πιο ουσιαστικό «κατηγορώ» εναντίον τους ήταν πως προϋποθέτανε ψηφοφόρους, οι οποίοι γνώριζαν γραφή και ανάγνωση.

Στην πράξη, βεβαίως, τα τελευταία αποτρέπανε μεν κάποιους τρόπους νοθείας, αλλά έδιναν τη δυνατότητα για νέες μορφές αλλοίωσης των αποτελεσμάτων. Ετσι, μισό περίπου αιώνα μετά την καθιέρωση των σφαιριδίων γίνεται πια λόγος για τ΄ αμαρτήματα του σφαιριδίου...

Εννέα  αναμετρήσεις σε τρεις δεκαετίες
Στα χρόνια του Οθωνα έγιναν εννέα φορές δημοτικές εκλογές (1834-35, 1837, 1841, 1847, 1850, 1853, 1855, 1857 και 1861). Στους ψηφοφόρους μοιράζονταν αριθμημένα ψηφοδέλτια στα οποία αναγράφονταν τ' όνομα και το επάγγελμα του υποψήφιου.

Η γενική εικόνα, που δίνουν παλιότεροι και νεότεροι ιστορικοί, δείχνει «υπαγωγή των δήμων υπό την καταθλιπτικήν εποπτείαν του κράτους», «κατάργηση των πιο στοιχειωδών δημοτικών ελευθεριών» κι έναν δήμαρχο «απλό όργανο της κυβερνήσεως».

Οι πρώτες δημοτικές εκλογές επί Γεωργίου Α' διενεργήθηκαν το 1866. Τότε εφαρμόστηκε ο νέος τρόπος ψηφοφορίας, όπως όριζε το Σύνταγμα του 1864, δηλαδή «δι' αμέσου καθολικής και μυστικής ψηφοφορίας διά σφαιριδίων».

Δεν υπάρχουν σχόλια: