Ο ρόλος της Κίνας στην παγκόσμια ανάπτυξη
The Economist
Η πόλη Αλφα της Αυστραλίας έχει μόνον 400 κατοίκους, μεταξύ των οποίων και έναν οδηγό ασθενοφόρου μερικής απασχόλησης και έναν αστυνομικό. Μέσα στην επόμενη πενταετία, όμως, θα έχει πενταπλασιάσει το μέγεθός της χάρη στην επένδυση ύψους 7,5 δισ. δολαρίων Αυστραλίας, που έχει πραγματοποιήσει η εταιρεία Waratah Coal σε συνεργασία με τη Metallurgical Corporation of China, κρατική επιχείρηση της Κίνας που εξυπηρετεί την κινεζική βιομηχανία εξόρυξης και μεταλλευμάτων. Θα οικοδομηθεί έτσι το μεγαλύτερο ορυχείο εξόρυξης λιθάνθρακα της Αυστραλίας, ενώ θα κατασκευασθεί σιδηροτροχιά μήκους 490 χιλιομέτρων για τη μεταφορά του λιθάνθρακα στην ακτή και από εκεί στη βιομηχανία της Κίνας.
Δύσκολα υπερβάλλει κανείς για τον εκτεταμένο αντίκτυπο της κινεζικής οικονομίας σε όλον τον κόσμο, από τις μικρές πόλεις μέχρι τις μεγάλες αγορές. Το 2009 η κινεζική οικονομία αντιπροσώπευε το 46% της παγκόσμιας κατανάλωσης λιθάνθρακα, ενώ σε παρόμοια επίπεδα βρίσκεται η δική της κατανάλωση ψευδάργυρου και αλουμινίου. Το 2009 προμηθεύτηκε τόσο ακατέργαστο χάλυβα όσο η Ευρωπαϊκή Ενωση, η Αμερική και η Ιαπωνία μαζί. Αγόρασε περισσότερα αυτοκίνητα από την Αμερική και φέτος φαίνεται πως αγοράζει περισσότερα κινητά από όλον τον υπόλοιπο κόσμο μαζί.
Για την Κίνα μια ανάπτυξη της τάξης του 9,6% (όπως το γ΄ τρίμηνο) αποτελεί επιβράδυνση. Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Κίνα θα φθάσει φέτος να αντιπροσωπεύει σχεδόν το 1/5 της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης. Για τα πρώτα 25 χρόνια της ανάπτυξής της, η επιρροή της Κίνας ήταν πιο αισθητή στα αποτελέσματα των επιχειρήσεων, καθώς τους επέτρεψε να περικόψουν το κόστος. Προσφάτως έγινε εξόφθαλμη στα ανώτερα κλιμάκια της παραγωγής.
Το πρώτο τρίμηνο του έτους μια γερμανική βιομηχανία αυτοκινήτων πολυτελείας πούλησε περισσότερα αυτοκίνητα στην Κίνα (συμπεριλαμβανομένου του Χονγκ Κονγκ) παρά στο εσωτερικό της Γερμανίας. Η Κίνα είναι από μόνη της ένα μεγάλο και δυναμικό τμήμα της παγκόσμιας οικονομίας. Το ερώτημα είναι κατά πόσον μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά στην ανάπτυξη του υπόλοιπου κόσμου.
Αυτή τη στιγμή είναι η μεγαλύτερη εξαγωγική αγορά για ένα μεγάλο φάσμα χωρών, που καλύπτει από τη Βραζιλία ώς τη Νότια Αφρική και από την Ιαπωνία ώς την Αυστραλία. Οι εξαγωγές είναι, όμως, μόνον ένα συστατικό του ΑΕΠ. Στις περισσότερες οικονομίες, αδιακρίτως μεγέθους, οι εγχώριες δαπάνες έχουν μεγαλύτερη σημασία. Οι εξαγωγές προς την Κίνα αντιπροσωπεύουν μόλις το 3,4% της Αυστραλίας, το 2,2% της Ιαπωνίας, το 2% της Νότιας Αφρικής και το 1,2% της Βραζιλίας. Τα έσοδα από τις εξαγωγές μπορούν, βέβαια, να έχουν πολλαπλό ευεργετικό αντίκτυπο σε μια οικονομία.
Στην πόλη Αλφα, για παράδειγμα, η προοπτική πώλησης άνθρακα στην Κίνα έχει δώσει ώθηση στις επενδύσεις σε ορυχεία, σιδηροδρόμους και πιθανώς ακόμη και στην αστυνόμευση. Ολοι αυτοί οι «πολλαπλασιαστές», όμως, σπανίως επιτυγχάνουν περισσότερα από το να διπλασιάσουν τη συνεισφορά των επενδύσεων στο ΑΕΠ. Επιπλέον, όπως ακριβώς οι αυξανόμενες εξαγωγές ενισχύουν την ανάπτυξη, έτσι και η διόγκωση των εισαγωγών την περιορίζουν. Οι περισσότερες χώρες εκτός Ανατολικής Ασίας είδαν να επιδεινώνεται το εμπορικό τους ισοζύγιο με την Κίνα στο διάστημα 2001-2008. Το εμπόριο με την Κίνα δεν αύξησε αλλά μείωσε ελαφρώς εξαρτήματα, όπως ημιαγωγοί και σκληροί δίσκοι υπολογιστών, για προϊόντα που τελικά εξάγονται αλλού. Στις βιομηχανίες αυτές η Κίνα δεν είναι τόσο μοχλός αύξησης της ζήτησης όσο γραμμή μεταφοράς μιας ζήτησης που δημιουργήθηκε αλλού. Το μερίδιο ανταλλακτικών και εξαρτημάτων στις εισαγωγές της υποχωρεί, πάντως. Από το σχεδόν 40% στο οποίο ανερχόταν πριν από μια δεκαετία, υποχώρησε στο 27% το 2008, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου της Σεούλ. Αυτό αντανακλά τον σταδιακό «μετασχηματισμό της Κίνας από εργοστάσιο του κόσμου σε καταναλωτή του κόσμου».
Πρόσφατη μελέτη υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας διαπίστωσε πως πλέον οι οικονομίες των Φιλιππίνων, της Νότιας Κορέας και της Ταϊβάν εξαρτώνται περισσότερο από τη ζήτηση της Κίνας παρά από τη ζήτηση της Αμερικής. Εκτός από το εμπόριο, η Κίνα πραγματοποιεί αγορές ξένων περιουσιακών στοιχείων που διατηρούν σε χαμηλά επίπεδα το κόστος του κεφαλαίου, ενώ η βουλιμία της για πρώτες ύλες κρατάει σε υψηλά επίπεδα τις τιμές τους, προς τέρψη των παραγωγών πρώτων υλών. Σύμφωνα με μελέτη στελεχών του ΔΝΤ που επιχειρεί να υπολογίσει την επιρροή της κινεζικής οικονομίας, αν η ανάπτυξή της επιταχυνθεί κατά 1% φέτος, θα τονώσει την παγκόσμια οικονομία κατά 0,4% μετά από πέντε χρόνια.
Από τη στιγμή που εκδηλώθηκε η κρίση, η Κίνα έχει αποδείξει ότι η οικονομία της μπορεί να αναπτυχθεί ακόμη κι όταν συρρικνώνεται η οικονομία της Αμερικής. Δεν εξαρτάται πλήρως από τη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι μπορεί να την αντικαταστήσει.
Τον Απρίλιο η ανεξάρτητη εταιρεία ερευνών Bank Credit Analyst έθεσε το ερώτημα τι θα γινόταν αν η Κίνα υφίστατο μιαν «ανώμαλη προσγείωση». Η απάντησή στο «εφιαλτικό» ερώτημα ήταν αρκετά «ήπια». Οπως διαπίστωσε, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η Ιαπωνία αντιπροσώπευε μεγαλύτερη μερίδα του ΑΕΠ από αυτήν που αντιπροσωπεύει σήμερα η Κίνα. Η ανάπτυξή της επιβραδύνθηκε από περίπου 5% στο 1% το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 1990, χωρίς να γίνει αισθητός κανένας αντίκτυπος στην παγκόσμια οικονομία. Δύσκολα υπερβάλλει κανείς για το βάρος της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία. Κάποιες φορές όμως αυτό συμβαίνει.
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΔΙΕΘΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ,
ΚΙΝΑ,
ΞΕΝΟΣ ΤΥΠΟΣ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου