"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Η ανάμνηση...

(Αρθρο της 17ης/11/2000)
Του ΚΩΣΤΑ Δ. ΚΑΒΒΑΘΑ

Δεν πρέπει να το έχω γράψει πάνω από δύο ή τρεις φορές από το 1973 μέχρι σήμερα. Ο λόγος που δεν «ζάλισα» τους αναγνώστες με την «αντιστασιακή» μου πράξη ήταν απλός: ακούγοντας το σταθμό (που οι συνεργάτες εκείνης της εποχής και η γυναίκα μου Σοφία είχαν εφοδιάσει με μηχανήματα) αισθάνθηκα ότι έπρεπε να είμαι παρών. Γι’ αυτό και έφυγα από το φιλικό σπίτι στο Φάληρο και, στις 10 το βράδυ, ζήτησα από τους φοιτητές που φύλαγαν τη πόρτα, να μου επιστρέψουν την είσοδο στο Πολυτεχνείο πράγμα το οποίο και έκαναν δίνοντας μου μάλιστα ένα τετράφωνο χαρτάκι με μία κόκκινη σφραγίδα (που, δυστυχώς, έχασα τα χρόνια που ακολούθησαν). 

Θυμάμαι ότι κατευθύνθηκα προς την Αρχιτεκτονική και μπήκα σε μια αίθουσα που «συνεδρίαζαν» πέντε μέλη της Συντονιστικής. Θυμάμαι τα δακρυγόνα, τις εκκλήσεις για φάρμακα και αίμα, τους τραυματίες. Θυμάμαι κι’ ένα πιτσιρικά, όχι πάνω από 15, που γύριζε το προαύλιο και, κάθε τόσο, έδινε αναφορά στους επικεφαλείς (ανάμεσα τους και ο Κώστας Λαλιώτης), για το ποια θύρα ή παράθυρο αντέχει ή κινδυνεύει από τους αστυνομικούς. 

Θυμάμαι ακόμα τις σφαίρες που έπεφταν βροχή, την αγωνία για την έκβαση του αγώνα, τις φήμες ότι έρχονται τα τανκ, την αβεβαιότητα για το αύριο, τον φόβο για τη ζωή μας. Ναι, για τη ζωή μας! 

Εκείνη τη νύχτα κανείς δεν ήξερε αν θα έβγαινε ζωντανός, αλλά και να το ήξερε δεν γνώριζε τι επιφυλάσσει η επόμενη μέρα. Από τις 10 μέχρι τις 2 το πρωί κάθισα στην αίθουσα της Αρχιτεκτονικής (αλήθεια, με …θυμάται κανείς;!). Μετά επέστρεψα στη θύρα έχοντας στις τσέπες μου τα τηλέφωνα που μου έδωσαν κάποια παιδιά που αποφάσισαν να μείνουν. «Αν πάθω κάτι πάρε τους γονείς και πες τι έγινε» μου είπαν. 

Οι φρουροί της πύλης άνοιξαν (κάποιο ήταν αναγνώστες των 4Τ!) και, στις 02.10 βγήκα στη Πατησίων. Ότι ποιο άσχετο και «τρελό» μπορούσε να κάνει κανείς το έκανα εγώ, προφανώς μη έχοντας αίσθηση του κινδύνου από τον καταιγισμό των πυροβολισμών. Περπάτησα προς τη πλατεία Κάνιγγος, έπεσα σε μπλόκο αστυνομικών, έφαγα μερικές μπουνιές, δήλωσα «δημοσιογράφος» στην εφημερίδα «Σημερινά» και με άφησαν να φύγω (ο εκδότης της ήταν «φίλος» των συνταγματαρχών και οι περισσότεροι δημοσιογράφοι …αριστεροί που είχαν μείνει χωρίς δουλειά μια και οι πραγματικά δημοκρατικές εφημερίδες είχαν αναστείλει τη κυκλοφορία τους). 

Στη πλατεία συνάντησα τη συνάδελφο Λήδα Μοσχονά. Πήραμε τ’ αυτοκίνητο και αρχίσαμε να γυρίζουμε τις γειτονιές (Νεάπολη, Εξάρχεια, Κολωνάκι, Σταδίου, Ομόνοια) παρατηρώντας τις εξελίξεις. Κάποια στιγμή φτάσαμε κάτω απ’ την εφημερίδα στη Πανεπιστημίου και Μπενάκη. 

Κλαίγαμε όχι μόνο απ’ τα χημικά, αλλά και απ’ τη κατάντια της χώρας. Τανκ στους δρόμους το 1973, σε μια χώρα που βάδιζε προς τη Ευρώπη! Στις 4 τα ξημερώματα ανέβηκα στο γραφείο, έγραψα ένα κομμάτι που ποτέ δεν δημοσιεύθηκε και, κατά τις 7 επέστρεψα σπίτι στο Παγκράτι.  

Στα «πράματα» ήταν ο Ιωαννίδης και κανείς δεν γνώριζε τι μέλλει γενέσθαι. Οι μέρες (και οι νύχτες) που ακολούθησαν ήταν παράξενες. Τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και, λίγες μέρες πριν τις Νομικής, είχαν λειτουργήσει καταλυτικά. Η πτώση της χούντας είχε αρχίσει. 

Όταν, μετά τη προδοσία της Κύπρου, η χούντα κατέρρευσε και ήλθε η δημοκρατία όλοι όσοι έλαβαν μέρος, έστω και λίγο στην εξέγερση, φύλαξαν τις αναμνήσεις για τον εαυτό τους. 

Οι άλλοι, αυτοί που βλέπετε να καταθέτουν στεφάνια και να βγάζουν πύρινους λόγους στην «επέτειο» πήραν και …σύνταξη αντιστασιακού, εξαργυρώνοντας έτσι την «αγάπη» τους προς τη πατρίδα και τη «πίστη» τους στη δημοκρατία!_Κ.Κ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: