Του ΜΙΧΑΛΗ ΤΣΙΝΤΣΙΝΗ
Είναι πολύ δύσκολο να πολιτεύεσαι σε μια ξένη γλώσσα. Να πρέπει να μιλάς δημόσια χωρίς να ελέγχεις τη θερμοκρασία του νοήματος. Χωρίς να μπορείς καν να πετύχεις τα γένη.
Η γλώσσα δεν είναι όμως η μόνη αντιξοότητα στην προσπάθεια του Ευκλείδη Τσακαλώτου να σταδιοδρομήσει στην ελληνική Αριστερά. Ο καθηγητής με τις οξφορδιανές καταβολές είναι ξένος στην κομματική του πατρίδα με μια έννοια πιο ριζική από τη γραμματική – την οποία δεν έχει καταφέρει ακόμη να μην κακοποιεί. Είναι ξένος με την πολιτική κουλτούρα των συντρόφων του, οι περισσότεροι εκ των οποίων προέρχονται από τις μήτρες των κομμουνιστικών νεολαιών και του μεταπολιτευτικού συνδικαλισμού.
Αυτός είναι ίσως ο βασικότερος λόγος που ο Τσακαλώτος δεν είναι ο επικρατέστερος να ηγηθεί της παράταξης στην οποία μετανάστευσε την περίοδο της χρεοκοπίας.
Η βρετανική εκδοχή της Αριστεράς που εκπροσωπεί –περισσότερο Κόρμπιν παρά Τσάβεζ ή Λούλα– δεν ταιριάζει με το ρεπερτόριο του καταγγελτικού λαϊκισμού που εξακολουθεί να συνέχει το συριζαϊκό σχήμα, ούτε με την τραυματογενή αυταρέσκεια της ελληνικής Αριστεράς.
Κι αυτό είναι ένα οξύμωρο: Ο Τσακαλώτος εμφανίζεται να ηγείται της πιο ακραιφνούς αριστερής συνιστώσας του κόμματος –που αποτελείται από dropouts και οικονομικά αναλφάβητους χομπίστες της ντουντούκας–, ενώ ο ίδιος αρθρώνει έναν λόγο ακαδημαϊκού μαρξισμού, στολισμένο με τις χαριτωμενιές του βρετανικού χιούμορ.
Παράγωγο οξύμωρο ήταν ότι, με αυτά τα εφόδια (για να μην πει κανείς και με αυτό το επώνυμο!), ο Τσακαλώτος κατάφερε να υπερασπιστεί τη μνήμη της Μακρονήσου καλύτερα απ’ ό,τι οι αγανακτισμένοι «φυσικοί» της κληρονόμοι. Το «ζητώ συγγνώμη εκ μέρους όλου του ΣΥΡΙΖΑ» με το οποίο αντέδρασε στη χαζοχαρούμενη σκύλευση της Ιστορίας ήταν ένα υπόδειγμα νηφάλιας ετεροντροπής, που ταίριαζε απολύτως στην τραγικωμωδία του σκανδάλου.
Βλέποντας τις πόζες με τις οποίες συντελέστηκε ο ινσταγκραμικός βανδαλισμός του μνημείου, τι άλλο ένιωθε ο εμβρόντητος θεατής παρά ντροπή για λογαριασμό του ανίδεου φωτομοντέλου;
Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν θα έχει βέβαια σημασία στην κάλπη για τη διαδοχή του Τσίπρα στον ΣΥΡΙΖΑ. Χάρη στην ουρανοκατέβατη υποψηφιότητα –που σαν να ήρθε για να δοκιμάσει το ανοσοποιητικό του κόμματος– διαγράφηκαν, έστω και αδρά, οι διαφορές των «αριστερών» που συγκατοικούσαν στον προσωποπαγή ΣΥΡΙΖΑ. Φάνηκε ότι ούτε ο τυχοδιωκτικός λαϊκισμός ούτε ο πολακισμός –πούρος ή απολεπισμένος– είναι μονόδρομος.
Η Αριστερά θα μπορούσε να υπάρξει κι αλλιώς. Σε ένα ή σε περισσότερα κόμματα. Αλλά...
είναι δύσκολο να ξαναβρεί το μέγεθος που της έδωσε η «ευκαιρία» τής μη κανονικότητας σε συνδυασμό με το δημαγωγικό χάρισμα, που τη μετάλλαξε για να τη μεγαλώσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου