Του Μιχάλη Τσιντσίνη
Ηταν χειμώνας του 2007. Ή του 2008. Τα χρόνια τότε δεν πολυξεχώριζαν. Κυλούσαν σαν πηχτό ζαχαρόνερο, χωρίς να μαρτυρούν τη χρεοκοπία που ήδη έρρεε στον πάτο της κοίτης τους. Η παρέα είχε φύγει από μια παρουσίαση βιβλίου στα ανερχόμενα Πετράλωνα και με την προτροπή ενός λογιότατου αλλά «κυνόφιλου» ξεμυαλιστή, πέρασε με ένα σάλτο το σύνορο.
Πέρασε στην κάτω πλευρά της Πειραιώς. Στου Νότη.
Γηπεδικών διαστάσεων, το μαγαζί ήταν αφύσικα φίσκα. Τραγουδούσαν τα δεύτερα. Οταν ήρθε η ώρα του πρώτου ονόματος, ο αέρας άλλαξε απότομα. Από το ντιριντάχτα πέρασε αμέσως –με τη συνέργεια του κοινού, που λούφαξε εκπαιδευμένο– σε κάτι που έμοιαζε με φαρσική αναπαράσταση ειδωλολατρικής τελετής. Η σάλα σκοτείνιασε και ο «φίρμας» εμφανίστηκε βλοσυρός στον προβολέα, σαν να μη βρισκόταν εκεί για να τραγουδήσει· σαν να επρόκειτο να ραντίσει τους πιστούς του με το αίμα φρεσκοσφαγμένης κατσίκας.
Στον αμύητο, η ψευτοσαμανική μεταμόρφωση του σόουμαν προκαλούσε αυθόρμητο γέλιο. Αλλά μόνο στον αμύητο. Σχεδόν όλο το ποίμνιο έδειχνε να παίρνει τη φάρσα πολύ στα σοβαρά και όχι μόνο επειδή η «ελάχιστη κατανάλωση» είχε ήδη έκδηλα αναστείλει τα κύτταρα της ανθρώπινης δυσπιστίας. Δεν χόρευαν (κάποιος εξήγησε ότι στα βαριά κομμάτια, ο πολλά βαρύς δεν επέτρεπε κόσμο στην πίστα). Δεν έβγαζαν κέφι. Μόνο φώναζαν τους στίχους με φουσκωμένες τις φλέβες γύρω από τα λαρύγγια τους.
Ο τραγουδιστής με τις λοξές φαβορίτες και το μπεγλέρι έμοιαζε έτσι τυλιγμένος σε μια φαντασίωση μεγαλείου που είχε γίνει πραγματικότητα.
Πώς να μην πάρει τον εαυτό του στα σοβαρά, αφού τον έπαιρναν τόσο στα σοβαρά οι άλλοι;
Αφού μια ολόκληρη γενιά, που ήξερε μόνο αυτά τα μαγαζιά, νόμιζε ότι η «Μπαλάντα του κυρ Μέντιου» είναι του Notis;
Επρεπε να έρθει η κρίση για να αποκαλύψει πως αυτό το κούφιο ομοίωμα λαϊκότητας επώαζε κάτι πιο επικίνδυνο από μπαρόκ ζεϊμπέκικα. Ο διασκεδαστής, όπως και άλλοι επαγγελματίες του θεάματος, εκμεταλλευόταν τα media, που αμοιβαίως τον εκμεταλλεύονταν, για να δώσει υπόσταση στην πετριά του λαϊκού ήρωα.
Εγινε έτσι μία από τις φιγούρες που πηδούσαν από τη μια μισαλλόδοξη θεωρία στην άλλη, σαν να έχει εγκατασταθεί μέσα του ο αλγόριθμος του YouTube και παίζει αλυσιδωτά, στο autoplay, τα άπαντα της ελληνοκάπηλης αγανάκτησης, ανάμεικτα με τη βαριά κληρονομιά του τσολιά: Σωκράτης, Πλάτωνας, Αριστοτέλης. Οπως Ζαγοράκης, Καραγκούνης, Χαριστέας.
Ο συρμός πέρασε χωρίς να αφήσει ανεπανόρθωτες βλάβες. Ο εγκωμιαστής της εγκληματικής οργάνωσης πέρασε και ο ίδιος στη δικαιοδοσία της ποινικής δικαιοσύνης, όχι για κάτι τόσο βαρύ.
Για μια...
αδυναμία.
Ο,τι έμοιαζε φοβερό, υποκύπτει εντέλει στην ασυνάρτητη μικρότητά του.
Ο προβολέας που το αποθέωνε, το καίει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου