"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ: Χριστουγεννιάτικη ιστορία

 Της ΑΡΙΑΔΝΗΣ ΧΑΤΖΗΓΙΩΡΓΗ

Mια φορά κι ένα καιρό, είχαν πιάσει τα κρύα, πλησίαζαν τα Χριστούγεννα κι έγινε ένα ανήκουστο πράγμα. 

 Πάνω στις μυστικές βουλήσεις του ουρανού, έπεσε μια σφυριά κατά λάθος, ένα ελατήριο πετάχτηκε από τη θέση του κι ο χρόνος του μεγάλου ρολογιού σταμάτησε στη μέση από το ένα δευτερόλεπτο στο άλλο.

Ο εύζωνας της προεδρικής φρουράς έμεινε με το πόδι ψηλά την ώρα που εκτελούσε τον αργό διασκελισμό, τα νερά στα σιντριβάνια πάγωσαν, τα νυχτερινά λεωφορεία σταμάτησαν εκεί που βρίσκονταν και τους τελευταίους επιβάτες τους πήρε ένας βαρύς, γλυκός ύπνος.

Η θάλασσα ανεπηρέαστη συνέχισε να καθρεφτίζει το φεγγάρι-νυχάκι, λευκό, ολοκάθαρο στο νυχτερινό ουρανό, το ίδιο και τ’ αστέρια να λαμπυρίζουν ξεσπαθωμένα, όλο αιώνια νιάτα κι αφοβιά.

Με τους ανθρώπους τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά. Εκείνοι τρόμαξαν στην αρχή βλέποντας να συμβαίνουν διαρκώς καινούρια παράξενα πράγματα –γιατί εκείνη η σφυριά αλλού κάτι χάλασε, αλλού κάτι έσπασε, αλλού κάτι έπιασε λοξά και το διόρθωσε χωρίς να το θέλει- με αποτέλεσμα να χαθεί ο λογαριασμός, η λογική και η φυσική τάξη των πραγμάτων.

Δεν γνωρίζω αν διαταράχθηκαν κάποιοι νόμοι της φύσης, γιατί από από τη φυσική δεν έμαθα πολλά πράγματα, υποθέτω μόνο ότι πολλά, μα πάρα πολλά πήγαιναν πια λάθος στο ρολόι του κόσμου.

Στην αρχή κλειστήκαν όλοι στα σπίτια τους, μέχρι να δούνε τι θα γίνει. 

Βγαίνανε στα μπαλκόνια με βάρδιες για να μην τους δούνε οι απέναντι, οι ταξιτζήδες και οι αστυνομικοί που όλο ζητούσαν χαρτιά και έκαναν έρευνες, αλλά είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που ήταν κανονικοί, κακοί αστυνομικοί, από αυτούς που σέρνανε απλούς ανθρώπους στο τμήμα κι εκεί κάποιοι άλλοι τους έδερναν υποχρεωτικά, έτσι για προληπτικούς λόγους.

Αυτοί ήταν μαλακοί αστυνομικοί, απεχθάνονταν τη βία, τους άρεσαν τα μπαράκια στις παραλίες και οι ξανθιές συνάδελφοι, θέλανε να ζήσουν όπως όλοι οι άλλοι κι ούτε καν φτωχοί ήταν όπως κάποτε, δουλειά ψάχνανε μόνο που να μην έχει πολύ ξεθέωμα και ήταν ήσυχοι που τη βρήκαν. Αυτοί οι αστυνομικοί λοιπόν γίνονταν λίγο αστείοι γιατί δεν ξέρανε πώς να τρομοκρατήσουν ή πώς να κάνουν μια ερώτηση να ακουστεί τρομακτική, ώστε να κατουριούνται τα μικρά παιδιά και οι μεγάλοι να χλωμιάζουν. Γι αυτό προτιμούσαν να γυρίζουν την πλάτη στο λιγοστό κόσμο που περπατούσε στους δρόμους και να τα λένε παρέες παρέες μεταξύ τους να περάσει η ώρα.
 
Οι άνθρωποι που έμεναν στα σπίτια τους κι έβλεπαν τους άλλους από τα μπαλκόνια –και πάλι όπως είπαμε με προφυλάξεις και με βάρδιες με τους υπόλοιπους που έμεναν στο σπίτι- άρχισαν σιγά σιγά να τα χάνουν και να μαλώνουν μεταξύ τους πολύ βάρβαρα, πολύ υστερικά και οι οξείες φωνές χτυπούσαν τα τύμπανα διατρυπώντας τοίχους και μεσοτοιχίες σαν επαγγελματικά κρουστικά δράπανα.

Πολλοί κατάλαβαν ότι νόμιζαν ότι είχαν οικογένεια ενώ στην πραγματικότητα δεν είχαν, μόνο ζούσαν με κάποιους άλλους, που τους ήταν στην πραγματικότητα ξένοι κι έπρεπε να συνεργαστούν για να μοιράσουν τα πακέτα με το φαΐ με κάποια τάξη, ενώ ιδιωτικά ο καθένας κρατούσε λογαριασμό τί πήρε και τί έδωσε την κάθε μέρα, με ιδιαίτερη έμφαση στο τί τους χρωστούσαν και ασθενική μνήμη στο τί χρωστούσανε εκείνοι, με αποτέλεσμα όλοι να αισθάνονται αδικημένοι στα πράγματα, στα λεφτά, στα δέματα και στις συσκευασίες σάλτσας και μουστάρδας, να αισθάνονται ριγμένοι στη σχέση και να ζητούν φορτικά περισσότερα.

Όση μεγαλύτερη αξία έπαιρναν τα πακέτα φαγητού, τόσο λιγόστευαν οι μαγαζάτορες την ποσότητα και μίκραιναν τη συσκευασία της σάλτσας, της μουστάρδας, τον αριθμό των φυστικιών μέσα στα σακουλάκια ξηρών καρπών, ακόμα και το μπισκότο που δίνανε μαζί με τον καφέ-πακέτο, το κάνανε πια δείγμα.

Παρατηρήθηκε τότε το φαινόμενο, ο ένας να κλέβει τον άλλο στην ίδια οικογένεια –που όπως είπαμε δεν ήταν πια οικογένεια, αλλά μια μικρή αγέλη που τα κουτσοεύρισκε για να επιβιώσει- ενώ αναδείχθηκαν οι βιομήχανοι συνθετικού φαγητού, ξέρετε, αυτό που η γαρίδα έχει ουρά γαρίδας αλλά το μέσα είναι φλούδα ψαριού τρίτης ποιότητας τυλιγμένο σε λεπτό φύλλο για να μοιάζει κύλινδρος, παραπασπαλισμένος με γαλέτα και τηγανισμένος για να είναι κρατσανιστός και να μην ξέρεις τι έχει μέσα, πίτες με πολτώδες αδιευκρίνιστο περιεχόμενο, φρούτα πολτός σε σακουλάκι με στόμιο ενσωματωμένο καλαμάκι κι ένα σωρό άλλες ευρεσιτεχνίες για να μην ξέρεις τι είναι μέσα και για να μοιάζει με το φαΐ που ιστορικά κάποτε τρώγαν όλοι, ή τουλάχιστον το είχανε δει σε φωτογραφίες.

Παραγωγή έργου δεν γίνονταν, καταβαραθρώθηκαν οι χειρώνακτες, αυτοί που δεν είχαν μόνιμη κατοικία ή που η οικογένειά τους τους απέβαλλε από την οικογενειακή εστία γιατί ήταν πολύ ηλικιωμένοι, μεσήλικες άνεργοι, ή νέοι που έφερναν αντιρρήσεις. Στο δρόμο η ζωή ήταν σκληρή, δεν χρειάζεται να επεκταθούμε, όλοι είχαν δει τουλάχιστον μια φορά από τις γρίλιες τι γινόταν «εκεί έξω», αλλά στη συνέχεια δεν είχαν την περιέργεια να ξαναδούν. Το κακοπροαίρετο κουτσομπολιό χάθηκε, χάθηκε ο κώδικας της επικοινωνίας και τα τελετουργικά που έκαναν τη ζωή να μοιάζει ότι έχει αρχή, μέση και τέλος, και γι’ αυτό το λόγο χάθηκαν και οι φιλοσοφικές αναζητήσεις.

Θα έλεγε κανείς ότι το ρολόι όχι ακριβώς γύρισε πίσω στην προϊστορία, αλλά έφτιαξε μια προϊστορία καινούρια κι ανέδειξε καινούριους φύλαρχους, κατασκευαστές γευμάτων, διανεμητές φαρμάκων για τις ρυθμιστικές μολύνσεις, μηχανικούς που ήλεγχαν τα συστήματα προσκομιδής και αποκομιδής και μια κάστα ιερατική που αποφάσιζε τί θα ανακοινώσει και πώς, καθώς επίσης και πώς θα πείσει την κρίσιμη μάζα να εναρμονιστεί με τις αποφάσεις.

Το πιο ίδιο χαρακτηριστικό της κατάστασης είναι ότι κανείς δεν έδινε δωρεάν τίποτα σε κανέναν και καμιά φορά για να γελάσουν, λέγανε παλιές ιστορικές εκφράσεις όπως «να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει» γιατί το αστείο τώρα ήταν «να μην τρώει η μάνα και του παιδιού να δίνει».  

Όταν καμιά φορά τύχαινε κανείς κάπως να δείχνει πως αγαπάει άλλον άνθρωπο...

 

  είτε παιδί, είτε μέλος συμφώνου «συγκατοίκησης εντός τεσσάρων τοίχων», είτε γνωστό πρόσωπο, είτε –πολύ περισσότερο- εντελώς άγνωστο, τον θεωρούσαν τότε ελαττωματικό ως προς την αντίληψη και τον περιφρονούσαν.

Ανετότατα δε, του έπαιρναν οι πάντες το φαΐ του. 

Φανταστείτε τι πάθανε όλοι αυτοί, όταν γεννήθηκε ένα βράδυ πλάι σ΄ ένα εγκαταλελειμένο γυάλινο διαχωριστικό τραπεζοκαθισμάτων, ένα βρέφος που οι καλωδιακές ειδήσεις ενημέρωσαν ότι θα έφερνε στον κόσμο την αγάπη. 

Δεν ξέραν τι ήταν ακριβώς, αλλά σκιστήκανε να στέλνουν μηνύματα για να κρατήσουν νουμεράκι παραγγελίας. Κάποιοι είπαν πώς ήταν κανονικό φαγητό, άλλοι κοκτέιλ φαρμάκων τρίτης γενιάς χωρίς παρενέργειες, άλλοι κοσμητικό ηρεμιστικό που μειώνει τις εντάσεις και τη βία. Κανείς δεν σκέφτηκε ότι το ρολόι θα έπαιρνε πάλι μπρος και είπανε να τους το φέρουν λάου λάου.



Δεν υπάρχουν σχόλια: