Κοίτα πώς τα έφερε η πλακατζίδικη πλευρά της τύχης μου και μια από τις πιο αγαπημένες μου φίλες δεν «το είχε» να αγκαλιάζει. Μου φαινόταν αδιανόητο. Αρχικά, της άπλωνα το χέρι μου σε χειραψία. Μα το χέρι της σαν μαρούλι. Αψυχο, αμήχανο, ντροπαλό, ξερό, κατάξερο, για ένα κορίτσι, που όσο περισσότερο το γνώριζα, το καταχώριζα ως δυναμικό, πολυμήχανο, με χιούμορ και δοτικότητα.
Πώς να το χωνέψω; Εμείς, εννοώ ο σύντροφός μου και ‘γώ, από τα πρώτα πράγματα που μαθαίναμε στα παιδιά μας ήταν η σημασία της χειραψίας. Να κοιτάς κατάματα τον άνθρωπο που δίνεις το χέρι σου και να το σφίγγεις λες και υπογράφεις συμφωνία, με οντότητα, με σθένος. Κάθε χειραψία μια συμφωνία σχέσεων είναι. «Σφίξε, παιδί μου!» την προέτρεπα γελώντας και σφίγγοντας διπλά. Και την παρατηρούσα, ζορισμένη, να προσπαθεί περισσότερο.
Κάποια στιγμή, καιρό είχαμε να ιδωθούμε, καταφθάσαμε στο χωριό με τόση λαχτάρα για όλα, που με το που την είδα, έσπευσα να την αγκαλιάσω, όπως αγκαλιάζω εγώ. Μ’ αρέσει η αγκαλιά. Μ’ αρέσει η στάση του σώματος των αγκαλιασμένων. Μ’ αρέσει η ζεστασιά που αναδύεται, η ασφάλεια που ενδυναμώνει, μ’ αρέσει η φωνούλα που νιώθεις κι ας μην ακούγεται: «Δεν είσαι μόνη», «Είμαι εδώ».
Ξέρετε πόσα λέει μια αγκαλιά, χωρίς να χρειάζεται να πει ούτε μια λέξη;
Μα αγκάλιασα άγαλμα. Χαμογελαστή πλην άκαμπτη.
«Αλλο και τούτο; Αγκάλιασε, χριστιανή μου! Σφίξε, σπάσε. Να σου δείξω πώς κάνεις;» και τη μιμήθηκα γελώντας. Και σας βεβαιώνω παρασταίνω εξαιρετικά, οικογενειακά παρασταίνουμε, το έχουμε πάρει από το Βεττάκι μας (μάνα μου και γιαγιά τους) που είναι φοβερή μίμος. Η φίλη μου, το αιώνιο γλυκό της χαμόγελό, παιδικό, ροζ όπως τα μαγουλάκια αμύνθηκε:
«Ξέρεις, βρε Ρέα, δεν το είχαμε στο σπίτι μας με την αγκαλιά. Δεν ήμασταν εκδηλωτικοί. Δεν θυμάμαι τη μάνα μου να με αγκαλιάζει, ούτε τον πατέρα μου».
«Δηλαδή δεν θυμάσαι αγκαλιές;».
Εμοιαζε να προσπαθεί να θυμηθεί. «Τη μόνη φορά που πήρα αγκαλιά τον πατέρα μου, ήταν στο νοσοκομείο. Ηταν ανήμπορος, αλλά τόσο στωικός άνθρωπος και στα δύσκολα χαμογελαστός. Τον είχες γνωρίσει και ξέρεις»,
«Είχατε το ίδιο χαμόγελο!»,
«Πήγε να σηκωθεί από το κρεβάτι, αλλά δεν μπορούσε, ένα κουβαράκι, και ένιωσα την αξιοπρέπειά του να λιώνει και τότε τον αγκάλιασα και περπατήσαμε μαζί. Επειτα από λίγες μέρες πέθανε»,
«Τι κρίμα! Μια αγκαλιά προλάβατε όλη κι όλη. Ξεκίνα ν’ αγκαλιάζεις».
Φορά τη φορά, ένιωθα τα χέρια της να τα χειρίζεται αλλιώς, το σώμα της να σπάει αλλιώς. Αποχωριστήκαμε αρκετούς μήνες. Κάποτε κατέφθασαν καλεσμένοι μας στο νησί. Τι ωραία περάσαμε εκείνο το καλοκαίρι σαν κοινόβιο. Ακόμα γελάμε όταν θυμόμαστε, όταν μας παρασταίνω, ιδίως τον εαυτό μου. Αλλά έχω να θυμάμαι και κάτι ακόμα. Η φίλη μου με αγκάλιασε σφιχτά! Εκτοτε, έτσι μ΄αγκαλιάζει!
Σήμερα ήρθε στη σκέψη μου. Ολη εκείνη η διαδρομή, η εξέλιξη μιας αγκαλιάς. Ηταν μια κουβέντα του φιλαράκου μου, του Λεωνίδα. Εκδηλωτικός όσο και εγώ. Οποτε βρισκόμαστε, λες και έχουμε χρόνια «Ρεάκι μου!». «Πολλά πρέπει να ξεσυνηθίσουμε. Πνίγομαι στο άγχος, στην αγωνία. Με την τηλεργασία μπορεί και να ανοίγει ύπουλα ο ασκός του Αιόλου. Μπορεί να μην είμαστε όσο χρήσιμοι νομίζουμε. Αναλώσιμοι. Μέχρι να υπάρξει κανονικότητα, θα κολυμπήσουμε στην απόλυτη ανασφάλεια. Θυμάσαι τι είχες γράψει σε ένα κείμενο; Οι πιο δουλεμένοι έρωτες κάποτε καταλήγουν σε αγάπη. Αλλά κανένας δεν μιλάει για το ενδιάμεσο χρόνο, της αποκαθήλωσης ενός έρωτα»,
«Θυμάμαι. Σε μερικά κείμενα έχω αδυναμία. Στο συγκεκριμένο είχα βάλει τίτλο “Κοπιώδεις οι σχέσεις”»,
«Αυτό! Κοπιώδες, το κάθε τι, σε μια ακόμα, μακρά περίοδο προσαρμογής. Πόσες γαμημένες προσαρμογές!».
Πλησίασα κοντά του. Το σώμα ξέρει τι να κάνει τέτοιες στιγμές. Αγκαλιάζεις. Σφιχτά! Ενθαρρυντικά.
Αμ δε! «Μη, μη, μη!». Ούτε το σώμα ξέρει πια.
Α ρε Νίκη… Τώρα που έμαθες…
Πώς να ξεμάθεις;
Πώς να ξεμάθουμε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου