Tου Γιώργου Σκαμπαρδώνη
Καλά ήμασταν οχυρωμένοι κι ασφαλείς σαράντα μέρες, ειδικά εμείς, του '60 οι ευπαθείς, που λέει κι ο Νιόνιος.
Πώς θα βγούμε τώρα έξω - «ίσως το φως να 'ναι μια νέα τυραννία».
Καλά ήμασταν οχυρωμένοι, μακριά απ' των πολλών ανθρώπων τον συγχρωτισμό και τη μανία, και βλέπαμε Τσιόδρα ανελλιπώς με το ίδιο ενδιαφέρον που άκουγαν παλιά οι νοικοκυρές σε συνέχειες το «Σπίτι των Ανέμων». Είχαμε μια σιγουριά. Τώρα το να βγούμε έξω με «γιούργια» δεν είναι επικίνδυνο σαν να κάνουμε την Εξοδο του Μεσολογγίου;
Γι' αυτό, όπως θα έχετε διαπιστώσει, αρκετοί που γκρίνιαζαν για τον εγκλεισμό, τώρα που μας έχουνε επίσημα αμολήσει, αυτοί δεν ξεκορμίζουν έξω, καλόμαθαν στην παντόφλα και στο λεχώνιασμα. Και πού να τρέχεις, πια; Φοβάται ο ευπαθής για το γέρικο πετσί του και κλαίει και οδύρεται αν εννοήσει πως καταφθάνει ο Covid, αν και είναι βέβαιο πως η δική μας ηλικιακή συντεχνία κινδυνεύει περισσότερο από άλλες αρρώστιες, παρά απ' τον κορωνοϊό. Και πιστεύουμε πως είμαστε σχετικά μακρόβιοι μεν, αλλά έχουμε ακόμα κάποια χρόνια ψωμί κι αβάντσο, μπορούμε να θωπεύσουμε ακόμα λίγες αυταπάτες. Αρα, γιατί να βγάλουμε το κεφάλι απ' τον φούρνο; Γιατί να ρισκάρουμε;
Εξάλλου, το έλεγε και ο Μάνος Χατζιδάκις: Μετά τα πενήντα είμαστε όλοι συνομήλικοι.
Κι ενώ γκρινιάζαμε για το σεντούκιασμα, τώρα το να ξεπορτίσουμε μας φαίνεται σχεδόν μια παράτολμη πράξη. Και είναι και αρκετοί οι κοινωνιοπαθείς της γενιάς μας, που πάντα πράττουν το αντίθετο απ' αυτό που τους λες.
Και επιπλέον υπάρχουν και οι λεγόμενοι αντι-εξουσιαστές - αλήθεια, τι κάνανε όλες αυτές τις μέρες; Υπάκουαν στις εντολές του Χαρδαλιά; Παρατήσανε τις καταλήψεις, ή βάλανε πλεξιγκλάς στα ενδιάμεσα των ερειπίων; Εντάξει, κουκούλες και μάσκες είχανε σε επάρκεια, αλλά από αντισηπτικά μαντιλάκια και σχετικά υγρά πώς τα πήγαν - πάντως, αν έμειναν στις καταλήψεις θα είχαν κάποια ησυχία, διότι, πού να κάτσει τώρα να ασχοληθεί κι ο κ. Χρυσοχοΐδης;
Κι ύστερα ο ιός είναι έτσι κι αλλιώς πιο ανελέητος από κάθε υπουργείο Προστασίας, κάνει τη δουλειά στα μουλωχτά, είναι αθέατος, δεν φοράει στολή, κάνει άνετα εισοδισμό και είναι πιο αποτελεσματικός από κάθε άποψη. Και με τα μεν κλομπ και με τα δακρυγόνα τα βγάζεις κάπως πέρα, αλλά με τον αναπνευστήρα;
Πώς να ξεμυτίσουμε, λοιπόν, κι εμείς έξω, χωρίς ολόσωμη στολή αμιάντου;
Ο εχθρός είναι αόρατος και δεν καταλαβαίνει από ανθρώπινες συμβάσεις - ακόμα και ο καλύτερός σου φίλος, ακόμα και μια νεαρή καλλονή που θα φλερτάρεις επιδέξια μπορεί να σου μεταδώσει τη χλαπάτσα.
Ιεραρχίες δεν υπάρχουν. Κλίμακες επίσης. Εμπιστοσύνη μηδέν. Στα τυφλά πηγαίνουμε, στα τυφλά προχωρούμε, κατά τον ποιητή, και χωρίς να είμαστε καν ήρωες. Οι παγίδες παντού. Νάρκες οπουδήποτε, κατά προσωπικού. Βιετκόνγκ κρυμμένοι πίσω απ' τους θάμνους. Αθέατοι επιπολασμοί. Ενέδρες. Αντιπερισπασμοί. Πλησιάζεις κι αγγίζεις κάτι αθώο κι αυτό είναι μολυσμένο, σαν παιδική κούκλα που περιέχει εκρηκτικό μηχανισμό. Ποιος θα πληρώσει τη νύφη; Διλήμματα. Διχασμοί. Ρώσικη ρουλέτα.
Δεν βλέπεις ότι ο πολύς και γενναίος Κιμ κρύφτηκε σαν κυνηγημένος για έναν μήνα; Και είναι και νεότερος από μας - αλλά φαίνεται ότι ορισμένοι σταλινόφρονες είναι πολύ πιο παρτάκηδες απ' οποιονδήποτε. Αν δεν περάσουν τα ενενήντα αρνούνται να πληρώσουν τον οβολό τους στην Αχερουσία. Παρτάκιας κι ο Κιμ, κρύφτηκε ποιος ξέρει σε ποια σπηλιά, μέχρι να περάσει η μπόρα. Δεν το λέω από δήθεν οξυδέρκεια, αλλά ούτε μια στιγμή δεν πίστεψα ότι πέθανε - απλώς επρόκειτο για το γνωστό στυλ συν τη συνήθη κρυψίνοια της ιδεολογίας. Πού να ήτανε και του '60 ευπαθής, ο Κιμ, θα τον ξαναβλέπαμε μετά από έξι μήνες και να φορεί όχι μάσκα, αλλά σιδηρούν προσωπείον. Το πιο ωραίο, όμως, είναι ότι αν είχε μεταβεί στις ουράνιες νεφέλες, καθώς ευρέως υποστήριζαν πολλοί, θα τον διαδεχόταν η αδερφή του, όπως αυτός διαδέχθηκε τον μπαμπά του, κι όπως γίνεται στα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ. (Μετά, λένε, ότι εμείς κάνουμε αντικομουνισμό.)
Εντάξει, δεν πήγα να κάνω πιλάτες ίσων αποστάσεων στο Σύνταγμα την Πρωτομαγιά. (Δεν είχε κι αεροπλάνο απ' τη Θεσσαλονίκη.) Αλλά και να είχε, εδώ διστάζουμε να βγούμε κανονικά τώρα, που μας αμόλησαν - διστάζουμε, όλοι εμείς του '60 οι ευπαθείς. Και αυτό γιατί όσο γερνάς γίνεσαι όλο και πιο πολύ μελό, πιο υπολογιστικός, πιο φοβητσιάρης. Πιο χέστης. Προτιμάς τα δρεπάνια να δουλεύουν στο διπλανό χωράφι.
Να γινότανε τουλάχιστον κάνας πόλεμος της προκοπής, να πηγαίναμε να πέσουμε ηρωικώς υπέρ πατρίδος, οπότε θα είχε και νόημα. Αλλά, να πας σαν το σκυλί στο αμπέλι, ή, με μια διαφανή ντουντούκα σφηνωμένη στο στόμα μέσα στην Εντατική; Και να φοβάται να σε πλησιάσει ακόμα κι η γυναίκα σου; (Πόσο μάλλον οι τέως ερωμένες.)
Πώς, λοιπόν, να ξεπορτίσουμε και με ποιες εγγυήσεις;
Οι περισσότεροι δεν έχουμε και ποιητικό αίτιο, πια, πώς το λεν, ερωτικό κίνητρο.
Τι να κάνουμε έξω; Να δούνε τα νιάτα μας;
Πολλοί ωραίοι, βέβαια, και εκρηκτικές καλλονές υπέφεραν όλες αυτές τις μέρες, διότι πριν υπήρχαν κυρίως καθρεφτιζόμενοι στα μάτια των τρίτων. Είναι η ξένοιαστη ευτυχία της νεότητας. Υπάρχεις κυρίως για τα μάτια των άλλων. Είσαι «ένας Θεός των». Κάπως έτσι ήμασταν κι εμείς κάποτε. Αμέριμνα ευτυχείς. Αλαζονικά νάρκισσοι και τολμητίες. Πλήρεις, χωρίς αμφιβολίες. Λατρευόμενοι. Αλλά, σιγά σιγά κι ανεπαίσθητα...
περνάς στο περιθώριο. Σιωπηρά και ανελέητα. Βουβά. Κι όσο και να είσαι τώρα καλός στο σπρέχεν, άλλους, πολύ πιο νέους κι όμορφους προτιμούν, πια, τα κορίτσια στα μπαρ.
Γιατί να βγεις, λοιπόν, έξω; Και μάλιστα με τέτοια λιακάδα, τόσο σκληρό φως;
Μπα, λέω να μείνουμε πάλι σπίτι και να τη βγάλουμε μινιμαλιστικά.
Θα φάμε με πλεξιγκλάς, και θα ακούμε Φίλιπ Γκλας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου