"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΣΥΡΙΖΟΞΕΦΤΙΛΑΡΑΔΙΚΟ: Η γραβάτα του Αλέξιου



Τω καιρώ εκείνω εις το Θέμα της Ελλάδος, μέγα πανηγύρι στηνόταν. Διότι ήταν για τον τόπο ημέρες χρονιάρες και καθείς θα τις εόρταζε κατά πώς αγαπούσε. Άλλοι θα χόρευαν καριώτικο για να θυμηθούν τις ημέρες της δόξης. Και άλλοι θα αντάμωναν στην πλατεία την καλούμενη «Των Αγανακτισμένων» δια να κράξουν την ιαχή «παραιτηθείτε» και να συλλέξουν λάικς.

 
Δύο χρόνοι είχαν περάσει από το Καλοκαίριον του Δεκαπέντε. Τότε που ο Αλέξιος ο Πρωτηφοράς, ο Αγραβάτωτος, είχε κάμει άνω κάτω ολάκερη την Φραγκιά. Και έκραζε στην Αγγελική της Αλαμανίας «Πάνε πίσω δέσποινα Μέρκελ». Και ο Βολφγκάνγκος ο Στριφνός έτρεμε σαν τον οψάριον και ο Γιουνκέρ ο Εύθυμος έπινε τον Νείλο δια να ξεχάσει και ο Γερούνδιος ο Κατωχωρίτης  πεταγόταν κάθιδρος τες νύχτες, έχοντας δει στον ύπνον του τον Ιωάν(ν)η τον Νάρκισσο να του λέγει «Ουάου».

 
Και ακολούθως ο Αλέξιος κήρυξε ρεφερέντουμ. Και το κέρδισε. Και σφάλισε τον αφρό της Εσπερίας σε μία κάμαρα. Και τους είπε θα μείνετε εδωνά μέχρις να βγάλει το απάνω χείλος μου έρπητα. Και μήτε φαγητό δεν τους έφερναν, ειμή μόνο κρύα σάντουιτς με ρόκα παρμεζάνα. Και τους κράτησε δεκαεπτά συναπτές ώρες, μέχρις που εδέησε ο έρπις και ενεμφανίσθη στα χείλη του. Και ο Αλέξιος έβαλε την καθαγιασμένη του τζίφραν στο χαρτί και τότε μόνον άνοιξαν οι θύρες. Και η Φραγκιά ανάσανε και ο Αλέξιος επέστρεψε εις το Θέμα της Ελλάδος νικητής και τροπαιούχος.  


Έτσι είχαν γίνει τα πράγματα και όποιος δεν το πιστεύει ας ρωτήσει την Ακριβοπούλου.

 
Και έδωκεν ο Θεός και τις ημέρες εκείνες τις χρονιάρες, το Θέρος του Δεκαεπτά, ο Αλέξιος είχε επιστρέψει και πάλι τροπαιούχος από τες αυλές της Εσπερίας. Τούτη τη φορά είχε στο σακούλιόν του μπανκανότες και χρήμα με ουρά. Δωρεά των Ευρωπαίων, μα και της Χριστίνας της Λαγκαρδίας όπου πολλά τον αγαπούσε. Και το χρέος θα σβηνόταν με τον καιρό και οι ποπολάροι θα χόρταιναν αντίμετρα και ούλοι θα έδεναν τα ζωντανά τους με λουκάνικα. Και όποιος δεν το πιστεύει ας ρωτήσει ξανά την Ακριβοπούλου.

 
Μα και να γινόταν καμιά στραβή, το Θέμα της Ελλάδος είχε καβάντζαν. Τον Τσιριάκον, τον αδελφό της Θεοδώρας. Τον γόνο του γέροντα Μητσοτάκη, κείνου που ’χε πιότερους βαφτισιμιούς από του ουρανού τα άστρα. Και που μας άφησε χρόνους λίγες ημέρες πριν και τον έκλαψε ο λαός και τον μοιρολόγησε ο σκάι. Και αρκεί κανείς να δει τους τωρινούς, δια να αρχίσει ξανά το κλάμα.    

 
Ο Τσιριάκος είχε πάνω του όλα τα καλά του Αβραάμ και του Ισαάκ. Και διέθετε το πρώτο βιογραφικό σ’ Ανατολή και Δύση. Και ήταν προκομμένος ωσάν τον μέρμηγκα. Έστυβε την πέτρα και έβγαζε νερό. Και είχε γυναίκα την πριγκίπισσα Μαρέβα που ήτο κλασάτη, ουχί σαν την Περιστέρα που βγήκε με ένα τσίτι μπροστά στον ρήγα της Κίνας. Και ο Τσιριάκος θα έμπαζε στη χώρα χρυσάφι και θα χώριζε τους αρίστους από την φύρα και θα διέλυε το λημέρι των Εξαρχείων όπου βασιλεύει η ανομία και γενικώς θα μας έκανε ανθρώπους. Και όποιος δεν το πιστεύει ας ρωτήσει τον Μαρινάκη.    

 
Ημείς λοιπόν καλά την είχαμε. Μα στον παραέξω κόσμο οι καιροί ήσαν δύσκολοι. Σκοτωμοί, αίμα, κακό. Και ο Βλαδίμηρος ο Καγκεμπίτης είχε μπάσει στον Άσπρον Οίκο τον Δονάλδο τον Αλλόκοτο. Και ο Δονάλδος είχε στα χέρια του το κομβίον του ολέθρου. Και άμα του την εσβούριζε και το πατούσε, η οικουμένη σύμπασα θα διαλυόταν στα εξ ων συνετέθη. Μα ο γέροντας Παΐσιος δεν είχε προφητεύσει κάτι τέτοιο, άρα ουδείς στο Θέμα της Ελλάδος ανησυχούσε.

 
Το μόνον πρόβλημά μας, λοιπόν, ήταν η βροχή. Ιούνης μήνας και δεν έλεγε να πάψει. Και έριχνε ιδίως τα σαββατοκύριακα, έτσι σαν από γινάτι. Ώσπου στη μεγάλη πλατεία μαζεύτηκαν οι τραγουδιστάδες. Και πήραν φωτιά τα όργανα. Και ένας αοιδός καλλίφωνος, Δρογώσης σωστός, στρώθηκε κάτω από μια αχαμνή μουριά και έψαλε το τραγούδι:  
 

«Σήμερον άλλος ουρανός, σήμερον άλλη μέρα

Σήμερον εσοβάρεψε ο Πάνος ο Καμμένος

Και είναι άνδρας νουνεχής, μίνιστρος των φουσάτων

 και κουβαλά στες πλάτες του ολάκερο το γένος

Να το φροντίζει ξαγρυπνά, να το φυλάει από τους ξένοι

 για αυτό...
 τηρά τον ουρανό μην έρθουν και ψεκάσουν
 

Και ο Καμμένος έχει γιο, έναν μικρό Καμμένο
 

 και εκείνος πήρε το άιπαντ, κρυφά από τον πατέρα
 

και ανέβασε στο ίνσταγκραμ, μιαν εύμορφην εικόνα:
 

 μία γραβάτα όλο πουλιά, δώρο για τον Αλέξη
 

Να έχει και να τη φορά, μιας και έσβησε το χρέος
 

 μιας κι έδιωξε την τρόικα κι έσκισε τα μνημόνια
 

Μα ο Αλέξιος αντιδρά, γραβάτα δεν φοράει
 

Δεν δέχεται να υποταχτεί στην αστική συνήθεια»
 
Και σαν από θαύμα, μόλις οι χορευτάδες έφεραν την πρώτη στροφή, η βροχή έπαψε και τα σύννεφα έφυγαν και ήλιος λαμπρός ξεπρόβαλε στο στερέωμα. Και το μακρύ τρελό καλοκαίρι ξεκίνησε.

Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: