"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ - ΕΚΚΛΗΣΙΑ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ: H γεωπολιτική της Ορθοδοξίας και το ελληνόφωνο Ραγιαδισταν

ΠΡΟΣΕΞΤΕ ΤΟ...
Πρέσβυς ε.τ.


Η αλγεινή εικόνα που παρουσιάζει η Πανορθόδοξη Σύνοδος, με την απουσία πολλών και σημαντικών Εκκλησιών, δείχνει, πρώτ’ απ’ όλα, το κενό πολιτικής, που υπάρχει εκ μέρους της Ελλάδος σ’ ένα τεράστιο θέμα, το οποίο συνδέεται με την πίστη, την ταυτότητα και την ιστορία του Ελληνικού λαού.
 

Είναι μόνο ευθύνη του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη πρωτοβουλίες του βεληνεκούς αυτού, που έχουν εκ των πραγμάτων γεωπολιτικές διαστάσεις και εμπλέκουν άμεσα την Εκκλησία της Ελλάδος;  


Μεσολάβησαν, θα πει κανείς, δεκαετίες συζητήσεων και προετοιμασιών, κατά τις οποίες αντιμετωπίσθηκαν, υποτίθεται, όλα τα υπάρχοντα προβλήματα και διαφωνίες και συμφωνήθηκε απ’ όλους η σκοπιμότητα και το εφικτόν της συγκλήσεως της Συνόδου.

 
Αποδεικνύεται όμως από τα πράγματα ότι η συμφωνία ήταν επίπλαστη και ότι οι αντιθέσεις και οι διαφωνίες παρέμειναν, γιατί άπτονται πολύ σημαντικών ζητημάτων, που δεν αφορούν μόνο δογματικά και καθαρώς εκκλησιαστικά θέματα.  


Παραπέμπουν επίσης στη γεωπολιτική της Ορθοδοξίας, η οποία αποτελεί παράμετρο του γεωπολιτικού ανταγωνισμού Ρωσίας και ΗΠΑ.

 
Από Ελληνική άποψη, το σημαντικότερο ερώτημα που τίθεται είναι ποιος κάνει πολιτική για την Ελληνική Ορθοδοξία. 


Το ερώτημα αυτό θέτει επί τάπητος μια δέσμη προβλημάτων που συνδέονται με την ανεξαρτησία και την ελευθερία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, την αυτονομία της Ελληνικής Εκκλησίας και την πολιτική του Ελληνικού κράτους απέναντι στην Εκκλησία και την Ορθοδοξία. Και στα τρία αυτά μεγάλα θέματα η εικόνα είναι, δυστυχώς, πολύ προβληματική.

 
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο επιβιώνει στην Κωνσταντινούπολη κάτω από δύσκολες συνθήκες, που δημιουργεί η συνεχής τουρκική πίεση. Ένα δείγμα της καταστάσεως στην οποία βρίσκεται είναι η γνωστή ιστορία της Σχολής της Χάλκης. Ασκούνται, υποτίθεται, διπλωματικές πιέσεις στην Άγκυρα, επί δεκαετίες, για το άνοιγμά της από τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ζητούνται από την Άγκυρα κάθε είδους ανταλλάγματα. Εσχάτως, ο Τούρκος Πρόεδρος συνέδεσε το θέμα με τη δημιουργία τζαμιών στην Ελλάδα, αρχίζοντας από την Αθήνα. Η Σχολή της Χάλκης παραμένει όμως κλειστή, παρά την επείγουσα ανάγκη που έχει το Οικουμενικό Πατριαρχείο από τη Σχολή για την κατάρτιση των στελεχών του.

 
Η εκδίωξη της Ελληνικής μειονότητας από την Κωνσταντινούπολη άφησε το Πατριαρχείο δημογραφικά μετέωρο. Υπάρχει πραγματική δυσκολία να εξασφαλισθεί η ανανέωση των στελεχών του Πατριαρχείου και του ίδιου του Πατριάρχη, λόγω των περιορισμών που θέτει η Τουρκική εξουσία. Ο Πάπας στη Ρώμη μπορεί να εκλεγεί από οποιαδήποτε χώρα του κόσμου, την Πολωνία, τη Γερμανία ή χώρα της Λατινικής Αμερικής. Ο Οικουμενικός όμως Πατριάρχης δεν μπορεί να εκλεγεί ούτε από τους Ορθοδόξους της Ελλάδος.
 

Η Τουρκική εξουσία θέτει ως προϋπόθεση ο Πατριάρχης να είναι Τούρκος υπήκοος. Παρεμβαίνει επίσης στην εκλογή του Πατριάρχη, αποκλείοντας από το τριπρόσωπο όποιον νομίζει ότι δεν συμβιβάζεται με την Τουρκική πολιτική. 


Η ανεξαρτησία του Πατριαρχείου αποτελούσε μέχρι τη δεκαετία του ’80 στόχο του ίδιου του Πατριαρχείου και της Ελληνικής πολιτικής. Επικράτησαν, στη συνέχεια, συμβιβαστικές πολιτικές, που συνδυάσθηκαν με νέες προσπάθειες και νέες αυταπάτες Ελληνο-Τουρκικής φιλίας, που είναι η μόνιμη συνταγή που μας έρχεται από τις ΗΠΑ.

 
Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως, η αλλαγή στα Βαλκάνια και η ανεξαρτητοποίηση της Ουκρανίας έδωσαν νέο ενδιαφέρον στον ρόλο της Ορθοδοξίας και στη γεωπολιτική της Ορθοδοξίας. Η Αμερικανική πολιτική έθεσε ως στόχο να χρησιμοποιήσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως όργανο αντι-Ρωσικής πολιτικής στο πεδίο της Ορθοδοξίας και να παρεμβάλει εμπόδια στην ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Ρωσικού Πατριαρχείου και γενικότερα των σχέσεων μεταξύ Ελλάδος και Ρωσίας.

 
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, για να μπορέσει να εξασφαλίσει την ανανέωση και τη συνέχεια των στελεχών του και του ίδιου του Πατριάρχη από μια σχετική ευρύτερη δεξαμενή ιεραρχών, διαπραγματεύθηκε με την Τουρκική εξουσία την απόδοση της Τουρκικής ιθαγένειας σε Έλληνες μητροπολίτες των λεγομένων «Νέων Χωρών» και του Αποδήμου Ελληνισμού, ώστε να μπορούν να είναι υποψήφιοι για τη θέση του Πατριάρχη.
 

Προφανώς, είναι μια λύση ανάγκης. Ο καθένας όμως αντιλαμβάνεται τις επιπτώσεις μιας τέτοιας λύσεως, όταν οι Έλληνες ιεράρχες των «Νέων Χωρών», δηλαδή της Βορείου Ελλάδος, από τον Πηνειό και πάνω, των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, των Δωδεκανήσων και της Κρήτης, θα πρέπει να δείξουν καθ’ υπόδειξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, «καλή διαγωγή» για να μπορέσουν να πάρουν την Τουρκική υπηκοότητα και να είναι υποψήφιοι για την Πατριαρχική εκλογή.
 

Αυτή είναι, άλλωστε, μια μόνο όψη του μεγάλου προβλήματος που δημιουργείται από τις αξιώσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου να θέσει υπό τον ουσιαστικό του έλεγχο τις Εκκλησίες και Μητροπόλεις των «Νέων Χωρών». Το θέμα αυτό είναι το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα που τίθεται στην Πανορθόδοξη Σύνοδο της Κρήτης και συνδέεται με την πολιτική του Ελληνικού κράτους.
 

Η διαμάχη αυτή έφερε σε σφοδρή σύγκρουση στο παρελθόν τον σημερινό Πατριάρχη με τον αείμνηστο Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο. Ο διάδοχός του Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος προτίμησε να ακολουθήσει πολιτική χαμηλών τόνων και να αποφορτίσει, όσο μπορούσε, το θέμα. Το πρόβλημα όμως εξακολουθεί να υπάρχει. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ζήτησε, π.χ., οι «Νέες Χώρες» να εκπροσωπηθούν με χωριστή αντιπροσωπεία στη Σύνοδο. Η Εκκλησία της Ελλάδος διεφώνησε κάθετα.
 

Κανένας Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος δεν έχει δικαίωμα να υποχωρήσει σ’ ένα τέτοιο θέμα. Το πρόβλημα δεν είναι, άλλωστε, μόνο εκκλησιαστικό. Δεν είναι η Εκκλησία που πήρε την πρωτοβουλία για την αυτονόμηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Είναι η Πολιτεία. Η τελευταία διεπίστωσε ότι, με τις προβληματικές σχέσεις που υπήρχαν μεταξύ Ελλάδος και Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ήταν απαραίτητη η κίνηση αυτή για να διασφαλισθεί η Εκκλησία της ελεύθερης Ελλάδος από Τουρκικούς εκβιασμούς στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και γενικότερα η ανεξαρτησία και ελευθερία της.
 

Το πρόβλημα αυτό με το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξακολουθεί, δυστυχώς, να υπάρχει. Η Τουρκική εξουσία ασκεί ασφυκτικό έλεγχο και κάθε είδους πιέσεις. Είναι χαρακτηριστικό, π.χ., το γεγονός ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν εξέδωσε καμία ανακοίνωση για τη μετατροπή πάλι σε τζαμί της Αγιά Σοφιάς. Ο καθένας αντιλαμβάνεται γιατί.
 

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η Εκκλησία της Ελλάδος δεν πρέπει να κάνει κανέναν συμβιβασμό και δεν πρέπει να ανεχθεί κανένα τετελεσμένο γεγονός στο θέμα της αυτονομίας και της αυτοδιοικήσεώς της. Δεν πρέπει επίσης να αποδεχθεί καμιά φαλκίδευση ή ρυμούλκηση στο θέμα των σχέσεων και της συνεργασίας της με άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, κατά πρώτο λόγο την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας. Προβάλλεται συχνά ο μπαμπούλας ότι η Μόσχα «θέλει να μας πάρει το Οικουμενικό Πατριαρχείο».


 
Ο προβαλλόμενος αυτός «κίνδυνος» είναι εκ του πονηρού και έχει ως στόχο να οδηγήσει σε ανταγωνισμό την Ελληνική με τη Ρωσική Ορθοδοξία:
 Οι Ρώσοι έχουν το δικό τους Πατριαρχείο και ασκούν ως μεγάλη δύναμη τη δική τους γεωπολιτική στον Ορθόδοξο κόσμο. Δεν έχουν ανάγκη γι’ αυτό το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο δεν θεωρούν σήμερα ανεξάρτητο, παρά τους ιστορικούς συμβολισμούς που έχει ως παλαίφατο και Οικουμενικό Πατριαρχείο, από το οποίο εκπορεύθηκε ο εκχριστιανισμός των Σλάβων, με την ισχύ και τη λάμψη της Βυζα­ντινής αυτοκρατορίας.
 

Η καλλιέργεια, αντιθέτως, του ανταγωνισμού με τη Ρωσία, που είναι η μεγαλύτερη Ορθόδοξη δύναμη, εμποδίζει την αξιοποίηση του δυναμικού ολόκληρης της Ορθοδοξίας, για τη διεκδίκηση και κατοχύρωση της πραγματικής ανεξαρτησίας και ελευθερίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

 
Λογικά, το Ελληνικό κράτος, στο πλαίσιο μιας εθνικής στρατηγικής, θα έπρεπε...
 
να επαναφέρει δυναμικά το θέμα της ελεύθερης λειτουργίας και ανεξαρτησίας του Πατριαρχείου και να κινητοποιήσει προς αυτή την κατεύθυνση όλες τις δυνάμεις, ΗΠΑ, Ευρωπαϊκή Ένωση και Ορθόδοξο κόσμο.  


Η στάση όμως και η πολιτική του κράτους απέναντι στην Εκκλησία και την Ορθοδοξία είναι το τρίτο μεγάλο πρόβλημα, που είναι καταφανές στην Πανορθόδοξη Σύνοδο της Κρήτης.
 

Η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος έγινε με πρωτοβουλία του Μεγάλου Κωνσταντίνου, που ήθελε να βάλει τάξη και συνοχή στη νεότευκτη Εκκλησία, που ταυτιζόταν με την οικουμενική αυτοκρατορική ιδέα. Το ίδιο έγινε με τις άλλες Συνόδους αργότερα. Στο πλαίσιο της γνωστής συναλληλίας, ο Βυζαντινός αυτοκράτωρ είχε στενή συνεργασία με τον Πατριάρχη και την Εκκλησία, παρά τους συχνούς ανταγωνισμούς και τις διαμάχες.
 

Η σημερινή κατάσταση είναι γνωστή, με αποκορύφωμα την προκλητική πολιτική Φίλη. Οι επιθέσεις κατά της Ορθοδοξίας, της Ελληνικής Παιδείας και της διαχρονικής Ελληνικής γλώσσας παρουσιάζονται ως μεγάλη «αριστερή» και «προοδευτική» πολιτική! Είναι τραγικό, την ίδια ώρα που εφαρμόζεται η πιο ακραία μορφή νεοφιλελευθερισμού και Μνημονίων, που καταλύουν κυριολεκτικά την κυριαρχία της χώρας, οι επιθέσεις κατά των εθνικών αξιών και της ταυτότητας της χώρας να παρουσιάζονται ως δήθεν «αριστερή» πολιτική.
 

Η Ελληνική πολιτική θα έπρεπε να είναι παρούσα και ευσχήμως να διαχειρίζεται τις διπλωματικές και γεωπολιτικές πτυχές της Πανορθόδοξης Συνόδου της Κρήτης. Η παρουσία της από πριν θα είχε προλάβει δυσάρεστες εξελίξεις και θα είχε εξασφαλίσει την ενότητα και την επιτυχία της, συμβάλλοντας ενεργά στον καθορισμό των στόχων της.
 

Είναι όμως κραυγαλέο το έλλειμμα πολιτικής και στρατηγικής, που δεν χρονολογείται, άλλωστε, από τη σημερινή κυβέρνηση. Η σημερινή κυβέρνηση δεν βαρύνεται μόνο για το έλλειμμα πολιτικής. Βαρύνεται επιπλέον από το σχέτλιο έργο των επιθέσεων κατά της Ορθοδοξίας και της Ελληνικής Παιδείας και της προσπάθειας υπονομεύσεως και αλλοτριώσεως των αξιών, που είναι αδιαχώριστες από την Ελληνική ιστορία και ταυτότητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: