Των Sergei Guriev και Daniel Treisman / VOXeu.org
Τις τελευταίες δεκαετίες, έχουν κάνει την εμφάνισή τους νέες μορφές δικτατορίας, οι οποίες βασίζονται στη χειραγώγηση της πληροφόρησης, παρά στη χρήση της μαζικής βίας.
Αυτό το άρθρο διερευνά τις τεχνικές του σύγχρονου δικτάτορα.
Οι δικτάτορες αυτοί μπορούν να επιβιώσουν χρησιμοποιώντας ελάχιστη βία έναντι της μέτριας οικονομικής υποαπόδοσης. Η οικονομική ύφεση συχνά οδηγεί στην αύξηση της λογοκρισίας και της προπαγάνδας. Αν και οι βασιζόμενες στην πληροφορία νέες δικτατορίες γίνονται ευκολότερα αποδεκτές σε μια εκσυγχρονισμένη κοινωνία, ο εκσυγχρονισμός και η πρόσβαση στην πληροφόρηση, καθώς επίσης και οι οικονομικές συρρικνώσεις θα μπορούσαν να τις υπονομεύσουν.
Η αλλαγή των δικτατοριών
Οι δικτατορίες δεν είναι όπως παλιά.
Οι ολοκληρωτικοί τύραννοι του παρελθόντος, όπως οι Hitler, Stalin, Mao, ή ο Pol Pot, χρησιμοποιούσαν τον τρόμο, την κατήχηση και την απομόνωση, για να μονοπωλήσουν την εξουσία. Αν και με λιγότερο ιδεολογική βάση, πολλά στρατιωτικά καθεστώτα του 20ου αιώνα στηρίχτηκαν, επίσης, στη χρήση μαζικής βίας, για να εκφοβίσουν τους διαφωνούντες. Για παράδειγμα, λέγεται ότι πράκτορες του Pinochet έχουν βασανίσει και σκοτώσει δεκάδες χιλιάδες Χιλιανούς. (Roht-Arriaza 2005).
Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες έχουν εμφανιστεί νέοι τύποι αυταρχισμού οι οποίοι φαίνεται να είναι καλύτερα προσαρμοσμένοι σε έναν κόσμο ανοιχτών συνόρων, παγκόσμιων μέσων ενημέρωσης, καθώς και οικονομιών που βασίζονται στη γνώση. Από το Περού του Alberto Fujimori, στην Ουγγαρία του Viktor Orban, ανελεύθερα καθεστώτα έχουν καταφέρει να εδραιωθούν στην εξουσία χωρίς να επιβάλλουν απομόνωση της χώρας τους ή να καταφεύγουν στις μαζικές δολοφονίες. Παραμένουν, όμως, ορισμένα αιμοσταγή στρατιωτικά καθεστώτα και απολυταρχικά κράτη, όπως η Συρία και η Βόρεια Κορέα, αλλά η ισορροπία έχει μετατοπιστεί.
Τα νέα αυταρχικά καθεστώτα προσομοιάζουν συχνά τη δημοκρατία, διεξάγοντας εκλογές στις οποίες οι καθεστωτικοί, σχεδόν, πάντα κερδίζουν, λογοκρίνοντας και δωροδοκώντας τον ιδιωτικό τύπο, μάλλον, παρά καταργώντας τον, και αντικαθιστώντας ολοκληρωμένες πολιτικές ιδεολογίες με μια άμορφη δυσαρέσκεια της Δύσης (Gandhi 2008, Levitsky and Way 2010).
Οι ηγέτες τους συχνά απολαμβάνουν υψηλής δημοτικότητας, τουλάχιστον αφού έχουν εξαλείψει τον όποιον αξιόλογο αντίπαλό τους. Η κρατική προπαγάνδα δεν αποσκοπεί να «κατασκευάσει ανθρώπινες ψυχές», αλλά να ενισχύσει τη δημοτικότητα του δικτάτορα. Οι πολιτικοί αντίπαλοι παρενοχλούνται και δυσφημίζονται, χρεώνονται με κατασκευασμένα εγκλήματα, και ενθαρρύνονται να μεταναστεύσουν, αντί να δολοφονούνται μαζικά.
Δικτατορίες και πληροφόρηση
Σε μια πρόσφατη έρευνα, υποστηρίζουμε ότι η ιδιαιτερότητα αυτών των νέων δικτατοριών είναι η ενασχόληση με την πληροφόρηση (Guriev και Treisman 2015). Παρόλο που, κατά καιρούς, χρησιμοποιούν βία, αυτοί διατηρούν την εξουσία χειραγωγώντας πεποιθήσεις, παρά τρομοκρατώντας τα θύματα. Φυσικά, η επιτήρηση και η προπαγάνδα ήταν σημαντικές, επίσης και για τις δικτατορίες παλαιού τύπου. Αλλά η βία προηγούνταν. «Τα λόγια είναι ωραία, αλλά τα μουσκέτα είναι ακόμη καλύτερα», έλεγε χαριτολογώντας ο Μussolini. Συγκρίνετε αυτό με την ομολογία του επικεφαλής ασφάλειας του Fujimori, Vladimir Montesinos: «Ο εθισμός στην πληροφόρηση είναι σαν τον εθισμό στα ναρκωτικά». Το να σκοτώσουν τα μέλη της ελίτ φάνηκε στον Montesinos ανόητο: «Θυμηθείτε γιατί ο Pinochet είχε τα προβλήματά του. Εμείς δεν θα είμαστε τόσο αδέξιοι» (McMillan και Zoido 2004).
Μελετάμε τη λογική μιας δικτατορίας στην οποία ο ηγέτης επιβιώνει δια της χειραγώγησης της πληροφόρησης. Βασική υπόθεσή μας είναι ότι οι πολίτες ενδιαφέρονται για την αποτελεσματική διακυβέρνηση και την οικονομική ευημερία, πρώτα απ ΄όλα, θέλουν να επιλέξουν έναν ικανό παρά ένα ανίκανο ηγέτη. Ωστόσο, το ευρύ κοινό δεν γνωρίζει την ικανότητα του ηγέτη, μόνον ο ίδιος ο δικτάτορας και τα μέλη μιας «ενημερωμένης ελίτ», το γνωρίζουν άμεσα. Οι απλοί πολίτες παρεμβαίνουν όπως μπορούν, με βάση το βιοτικό τους επίπεδο, το οποίο εξαρτάται εν μέρει από την ικανότητα του ηγέτη, και των μηνυμάτων που αποστέλλονται από το κράτος και τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης. Τα προαναφερθέντα φέρουν δημοσιεύματα σχετικά με την ποιότητα του ηγέτη, τα οποία έχουν σταλεί από την ελίτ. Αν ένας ικανός αριθμός πολιτών πιστέψει ότι ο ηγέτης τους είναι ανίκανος, εξεγείρεται και τον ανατρέπει.
Η πρόκληση για έναν ανίκανο δικτάτορα είναι, λοιπόν:
Nα ξεγελάσει το κοινό και να το κάνει να νομίζει ότι είναι ικανός. Εκείνος επιλέγει ανάμεσα από ένα ρεπερτόριο εργαλείων -την προπαγάνδα, την καταστολή των διαδηλώσεων, την συνέργεια της ελίτ, και τη λογοκρισία των μηνυμάτων τους. Όλα αυτά τα εργαλεία έχουν κόστος, το οποίο πρέπει να προέρχεται από την φορολόγηση των πολιτών, συμπιέζοντας το βιοτικό τους επίπεδο, και έμμεσα την μείωση της εμπιστοσύνης τους για την ικανότητα του δικτάτορα. Ως εκ τούτου, εξ ου και οι συναλλαγές.
Ορισμένες διαπιστώσεις προκύπτουν από τη λογική αυτού του παιχνιδιού
.
• Κατ ΄αρχάς, θα δείξουμε πώς τα σύγχρονα αυταρχικά καθεστώτα μπορούν να επιβιώσουν, ενώ χρησιμοποιούν σχετικά λίγη βία κατά του λαού.
Η καταστολή δεν είναι αναγκαία εάν η κοινή γνώμη μπορεί να χειραγωγηθεί επαρκώς. Οι δικτάτορες κερδίζουν το παιχνίδι της εμπιστοσύνης αντί για μια ένοπλη μάχη. Πράγματι, αφού στο μοντέλο που χρησιμοποιούμε, η καταστολή χρησιμοποιείται μόνον εάν οι ισορροπίες που βασίζονται σε μη-βίαιες μεθόδους παύουν να υπάρχουν, η χρήση βίας μπορεί να δείξει στις δυνάμεις της αντιπολίτευσης ότι το καθεστώς είναι ευάλωτο.
• Δεύτερον, αφού τα μέλη της ενημερωμένης ελίτ πρέπει να συντονιστούν μεταξύ τους για το αν θα ξεπουλήσουν το καθεστώς, δύο εναλλακτικές ισορροπίες υπάρχουν συχνά κάτω από τις ίδιες συνθήκες, η μία βασίζεται σε μια συνεργό ελίτ, η άλλη βασίζεται στη λογοκρισία επί των ιδιωτικών μέσων ενημέρωσης.
Αφού τόσο η δωροδοκία των ελίτ, όσο και η λογοκρισία των μέσων ενημέρωσης αποτελούν τρόπους πρόληψης της αποστολής των αμήχανων μηνυμάτων, χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατα. Αντίθετα, η προπαγάνδα, συμπληρώνει όλα τα άλλα εργαλεία.
Η προπαγάνδα και η ικανότητα ενός ηγέτη:
Γιατί να πιστέψει κανείς τέτοια προπαγάνδα;
Με δεδομένο το προφανές κίνητρο του δικτάτορα να πει ψέματα, αυτό είναι ένα αιώνιο παζλ των αυταρχικών καθεστώτων.
Προσφέρουμε μια απάντηση.
Θεωρούμε πως η προπαγάνδα αποτελείται από τους ισχυρισμούς του ηγέτη πως είναι ικανός. Φυσικά, και οι πραγματικά ικανοί ηγέτες εκφράζουν τέτοια επιχειρήματα. Φυσικά το να τα υποστηρίξουν με πειστικά στοιχεία είναι πιο δαπανηρό για τους ανίκανους δικτάτορες, οι οποίοι πρέπει να κατασκευάσουν τα αποδεικτικά, από ό, τι για τους ικανούς ομολόγους τους, οι οποίοι μπορούν να αποκαλύψουν, απλώς, τα πραγματικά χαρακτηριστικά τους. Καθώς η κατασκευή των αποδεικτικών στοιχείων είναι δαπανηρή, οι ανίκανοι δικτάτορες μερικές φορές επιλέγουν να δαπανήσουν τους πόρους τους για άλλα πράγματα. Επομένως, το κοινό, παρατηρώντας αξιόπιστους ισχυρισμούς ότι ο κυβερνήτης είναι ικανός, αυξάνει ορθολογικά την εκτίμηση ότι πραγματικά είναι.
Επιπλέον, αν οι ανίκανοι δικτάτορες καταφέρουν να επιβιώσουν, ενδεχομένως με την πάροδο του χρόνου να αποκτήσουν τη φήμη της ικανότητας, ως αποτέλεσμα της Bayesian ενημέρωσης από τους πολίτες. Τέτοια φήμη μπορεί να αντέξει την προσωρινή οικονομική ύφεση, αν αυτή δεν είναι μακροχρόνια. Αυτό βοηθά να εξηγήσουμε γιατί κάποιοι σαφώς αδέξιοι, αυταρχικοί ηγέτες, παραμένουν στην εξουσία, και ακόμη και τη δημοτικότητά τους, για μεγάλα χρονικά διαστήματα (βλ Hugo Chávez). Ενώ μια μεγάλη οικονομική κρίση μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπή τους, οι πιο βαθμιαίες φθορές μπορεί να μην αμαυρώσουν σημαντικά τη φήμη τους.
Ένα τελικό συμπέρασμα είναι ότι τα καθεστώτα που επικεντρώνονται στην λογοκρισία και την προπαγάνδα μπορεί να επενδύσουν περισσότερο σε αυτές ενώ η οικονομία συντρίβεται. Ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης της Τουρκίας μειώθηκε από το 7,8% το 2010 σε 0,8% το 2012, ο αριθμός των δημοσιογράφων που φυλακίστηκαν αυξήθηκε από τέσσερις σε 49. Μετά την παγκόσμια κρίση παρατηρήθηκε επίσης περιστολή της ελευθερίας του Τύπου σε χώρες όπως η Ουγγαρία και η Ρωσία. Αντιστρόφως, αν και αυτό μπορεί να αλλάζει τώρα, τόσο στην Σιγκαπούρη, όσο και στην Κίνα, κατά την διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών ταχείας ανάπτυξης, η στρατηγική του καθεστώτος για έλεγχο των πληροφοριών έχει μετατοπιστεί από τον εμφανή εκφοβισμό σε μια τακτική στην οποία χρησιμοποιούνται, συχνά, οικονομικά κίνητρα και νομικές κυρώσεις για την ενθάρρυνση της αυτολογοκρισίας ( Esarey 2005, Rodan 1998).
Το είδος των δικτατοριών που βασίζονται στην πληροφόρηση, έχουμε εντοπίσει ότι είναι περισσότερο συμβατό με ένα εκσυγχρονισμένο περιβάλλον από ό,τι με τα αγροτικά ερείσματα του ολοκληρωτισμού στην Ασία ή με τις παραδοσιακές κοινωνίες στις οποίες οι μονάρχες διατηρούν τη νομιμότητα. Ωστόσο, ο εκσυγχρονισμός υπονομεύει τελικά την ενημερωτική ισορροπία στην οποία στηρίζονται οι δικτάτορες. Καθώς η εκπαίδευση και η πληροφόρηση διαδίδονται σε ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού, καθίσταται πιο δύσκολος ο έλεγχος της επικοινωνίας της ενημερωμένης ελίτ με τις μάζες. Αυτός μπορεί να είναι ένας βασικός μηχανισμός που εξηγεί την μεγάλη τάση που παρουσιάζεται στις πιο πλούσιες χώρες να ανοίξουν πολιτικά.
References
Esarey, A (2005), “Cornering the market: state strategies for controlling China's commercial media”, Asian Perspective 29(4): 37-83.Gandhi, J (2008), Political Institutions under Dictatorship, New York: Cambridge University Press.
Guriev, S and D Treisman (2015), “How Modern Dictators Survive: Cooptation, Censorship, Propaganda, and Repression”, CEPR Discussion Paper, DP10454.
Levitsky, S, and L A Way (2010), Competitive authoritarianism: hybrid regimes after the cold war, New York: Cambridge University Press.
McMillan, J, and P Zoido (2004), “How to subvert democracy: Montesinos in Peru”, Journal of Economic Perspectives 18(4): 69-92.
Rodan, G (1998), “The Internet and political control in Singapore”, Political Science Quarterly 113(1): 63-89.
Roht-Arriaza, N (2005), The Pinochet Effect: Transnational Justice in the Age of Human Rights, Philadelphia: University of Pennsylvania Press.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου