Καθώς πλησιάζουν οι εκλογές
γίνεται όλο και πιο φανερό πως το πολιτικό προσωπικό της χώρας είναι
ιδιαίτερα χρήσιμο στην προσπάθεια να αποδειχθεί η θεωρία που λέει πως το
βαρέλι της ανθρώπινης ύπαρξης έχει πάτο. Έναν πάτο ο οποίος, αν δεν
ζητάει την τηλεθέαση σου, τότε σίγουρα ζητάει τη ψήφο σου.
Αυτή η
χρησιμότητα του πολιτικού προσωπικού μπορεί να μην είναι μικρή αλλά
μάλλον δεν είναι αρκετή. Είμαι σίγουρος πως τέτοια ιδιαίτερα όντα μπορεί
να φανούν χρήσιμα και σε άλλους τομείς οι οποίοι δεν έχουν απαραίτητα
σχέση με το μισανθρωπισμό. Μπορούν, ας πούμε, να γίνουν ιδιαίτερα
χρήσιμοι στην προσπάθεια για εμπλουτισμό της ελληνικής γλώσσας. Μπορούν
να μας βοηθήσουν να δημιουργήσουμε καινούργιες λέξεις, οι οποίες να
μπορούν να περιγράψουν με περισσότερη ακρίβεια τις καταστάσεις εκείνες
στις οποίες εμφανίζονται οι πιο σκοτεινές και ταυτόχρονα οι πιο αστείες
αποχρώσεις της ανθρώπινης κατάστασης.
Μπορούμε, ας πούμε, να εμπλουτίσουμε το λεξιλόγιο μας με τη λέξη «τσίπρας»:
Με αυτήν θα μπορούμε να περιγράψουμε έναν άνθρωπο που είναι τόσο θρασύς
και κουτοπόνηρος, ώστε αν συλλαμβάνονταν με αίματα σε όλο του το σώμα,
ένα κομμένο κεφάλι στο ένα χέρι και ένα τσεκούρι στο άλλο, όχι απλώς θα
ισχυρίζονταν πως δεν έχει καμία σχέση με τον αποκεφαλισμό, αλλά θα
εξοργίζονταν και με όσους τον θεωρούσαν τον βασικό ύποπτο. Τώρα που το
σκέφτομαι, η συγκεκριμένη λέξη είναι πολύ βαριά για να χρησιμοποιηθεί
για οποιονδήποτε άλλο εκτός από τον ίδιο τον Αλέξη, αλλά δεν χάνουμε
τίποτα να την κρατήσουμε για το μέλλον. Στο κάτω κάτω, για πολλά χρόνια –και μέχρι την έναρξη του αντιμνημονιακού αγώνα– νομίζαμε πως η λέξη «αντρέας» θα έφτανε για να χαρακτηρίσει ακόμα και τον πιο λαοπλάνο πολιτικό.
Μία άλλη ωραία λέξη θα ήταν η λέξη «μεϊμαράκης»:
Θα
μπορούσε εύκολα να αντικαταστήσει τη ντεμοντέ λέξη «κουτσαβάκι» και θα
μας βοηθούσε να περιγράψουμε με μόνο μια λέξη το τρίπτυχο μαγκιά, κλανιά
κι εξάτμιση. Θα μπορούσε να αντικαταστήσει ακόμα και το κάπως κακόηχο
«ταβερνιάρης», αν και το πιο πιθανόν θα ήταν η λέξη «μεϊμαράκης» να
κατέληγε να χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τις περιπτώσεις εκείνων των
ταβερνιάρηδων που το υγειονομικό τους αφήνει χωρίς ταβέρνα, επειδή το
κρέας που σερβίρουν είναι πιο σάπιο κι από δόντι άστεγου αλκοολικού
γέρου.
Η λέξη «γεννηματά»:
Mπορεί να χρησιμοποιηθεί για να
περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο ένα εξάχρονο απαγγέλλει ένα πατριωτικό
τετράστιχο στη σχολική γιορτή της 25ης Μαρτίου. Ή έναν ενήλικα που όταν
μιλάει μοιάζει με εξάχρονο που απαγγέλλει ένα πατριωτικό τετράστιχο στη
σχολική γιορτή της 25ης Μαρτίου. Θα μπορούσε ακόμα και να περιγράφει
κάποιον που κατάφερε να κάνει μία αρκετά ικανοποιητική καριέρα με
μοναδικό εφόδιο το επώνυμο του και καμία άλλη εμφανή ικανότητα ή
ταλέντο, αν δεν υπήρχε η πολύ όμορφη λεξούλα «γαπ».
Η λέξη «σταύρος» είναι η λέξη που:
Θα μπορούσαμε να χρησιμοποιούμε
όταν θα θέλουμε να μιλήσουμε για κάποιον που είναι αρκετά νάρκισσος,
χωρίς όμως να γίνεται βαρουφάκης και να φτάνει στο σημείο να κυκλοφορεί
με έναν εμπριμέ αστακό στο κεφάλι του προκειμένου να τραβήξει τα
βλέμματα. Θα ήταν, επίσης, πολύ ωραία λέξη για να περιγράψουμε έναν
τηλεαστέρα που ισχυρίζεται πως είναι αντισυστημικός. Ή κάποιον που
διαβεβαιώνει πως υπάρχει ένα είδος ψαριών που δεν γνωρίζει κολύμπι.
Επειδή ίσως κάποιοι να απορείτε για πιο λόγο να μη χρησιμοποιήσουμε τη
λέξη «θεοδωράκης» για να περιγράψουμε όλα τα παραπάνω, σας θυμίζω πως η
λέξη αυτή χρησιμοποιείται ήδη για να περιγράψει τους διάσημους
καλλιτέχνες των οποίων οι πολιτικές απόψεις είναι πολύ ευαίσθητες στα
φυσήματα του ανέμου και της ματαιοδοξίας.
Μπορεί το «καμένος» να υπάρχει ήδη στο λεξιλόγιο μας
και μπορεί η παρουσία και ο λόγος του πρώην υπουργού άμυνας να μην
αλλάζει τίποτα στη χρήση του, αλλά χάρη σ’ αυτόν η ωραία αυτή λέξη
κερδίζει άλλο ένα «μ» και αποκτά άλλον αέρα. Αντί για καμένος θα λέμε
καμμένος και ενώ θα μοιάζει το ίδιο θα είναι πιο πλούσιο και πιο παχύ
(με την γλωσσική έννοια των όρων).
Τη λέξη «κουτσούμπας»:
Mπορούμε να τη χρησιμοποιούμε
όταν αναφερόμαστε στον αρχιερέα θρησκείας με περιορισμένους αλλά πολύ
φανατικούς οπαδούς. Ο μικρός αριθμός οπαδών είναι απολύτως απαραίτητος
και συνεπώς δεν θα ήταν δόκιμο να λέμε «Ο κουτσούμπας των Καθολικών»
όταν θα θέλουμε να μιλήσουμε για τον Πάπα. Από την άλλη θα μπορούμε να
πούμε «Ο κουτσούμπας των πιστών του Δωδεκαθέου» αρκεί, φυσικά, να μην
αναφερόμαστε σε αρχιερέα που έζησε σε μέρη και εποχές κατά τις οποίες οι
κάτοικοι του πλανήτη Γη δεν είχαν ακόμα καταλάβει πως οι κεραυνοί δεν
φεύγουν από τα χέρια του Δία.
Στα τουρκικά «λαφαζάν» σημαίνει:
O πολυλογάς, ο φλύαρος, ο φαφλατάς.
Προφανώς πρόκειται για έννοιες που δεν συνάδουν με την αριστερά και
ιδιαίτερα εκείνη την αριστερά που πιστεύει πως ο γάιδαρος μπορεί να
πετάξει αρκεί να του ζωγραφίσεις φτερά στα πλευρά του. Κατά συνέπεια στα
ελληνικά η λέξη «λαφαζάνης» μπορεί να χρησιμοποιείται για κάποιον που,
ενώ δεν μοιάζει καθόλου, είναι πολύ ευκίνητος π.χ. «Κι όμως φίλε μου. Ο
Παναγιώτης που τον βλέπεις έτσι βαρύ, είναι λαφαζάνης. Κι εγώ δεν του
το χα καθόλου, αλλά με το που είδε εκείνον τον Ρώσο μεγαλοπαράγοντα,
έκανε τέτοια υπόκλιση που η μύτη του ακούμπησε τα δάχτυλα των ποδιών
του».
Η λέξη «μιχαλολιάκος»:
Mπορεί να λειτουργήσει ως πασπαρτού
και να αντικαταστήσει πολλές λέξεις τις οποίες δεν θέλω να γράψω καθώς
προτιμώ να χρησιμοποιώ τις πιο χυδαίες βρισιές του ρεπερτορίου μου μόνο
στον προφορικό λόγο και ειδικότερα όταν βλέπω μπάλα ή όταν μου πέφτει
το φλιτζάνι με τον πρωινό καφέ πριν προλάβω να πιω την πρώτη γουλιά. Σε
τέτοιες ή αντίστοιχες περιπτώσεις νομίζω πως η χρήση της λέξης
«μιχαλολιάκος» θα είναι ό,τι καλύτερο. Σου πέφτει ο καφές;... θα
φωνάζεις μιχαλολιάκος. Χτυπάς το κεφάλι σου στην πόρτα του πάνω
ντουλαπιού της κουζίνας που ξέχασες ανοιχτή;...κι εδώ μιχαλολιάκος...
Πατάς σκατά;... μιχαλολιάκος.
Μοναδίκη εξαίρεση η περίπτωση κατα την
οποία θέλετε να απευθυνθείτε σε συμπολίτη μας ο οποίος ανακάλυψε πως ο
μόνος τρόπος να δώσει υπόσταση στην ύπαρξή του είναι να πειράξει την
εξάτμιση της μηχανής του. Αυτόν και «μιχαλολιάκο» να τον πεις είναι
λίγο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου