(Ουγγρικο ανεκδοτο του 1950)
Το μόνο σοβαρό ερώτημα που μπορεί να θέσει σε δημοψήφισμα η κυβέρνηση είναι εάν θα πρέπει να την αντιμετωπίζουμε με οίκτο ή με βδελυγμία.
Τα στελέχη της υποσχέθηκαν εξάλειψη της λιτότητας, χιλιάδες προσλήψεων στο Δημόσιο, αυξήσεις μισθών στον ιδιωτικό τομέα και παραμονή στο ευρώ. Πλήθη τούς ψήφισαν με βάση αυτές τις υποσχέσεις. Διαπιστώνουν, τώρα, πως οι εταίροι απαιτούν από αυτούς όσα ακριβώς απαιτούσαν και από τους προηγούμενους, σε συνθήκες που έγιναν πολύ χειρότερες στο μεταξύ.
Η υποχώρηση συνεπάγεται την ταπείνωσή τους, η ρήξη την καταστροφή της χώρας.
Από την άλλη μεριά, βέβαια, άνθρωποι που αγορεύουν στα βουλευτικά έδρανα υποστηρίζοντας με πάθος ότι ο καλύτερος διευθυντής ενός σχολείου είναι εκείνος τον οποίο επιλέγουν οι συνάδελφοί του, ότι ο καλύτερος πρύτανης ενός πανεπιστημίου είναι εκείνος που υποστηρίζουν οι φοιτητές ή ότι ένας άριστος μαθητής σε σχολείο με βαριεστημένους δασκάλους και φυγόπονους συμμαθητές θα ακτινοβολήσει τη δική του αριστεία και στους υπόλοιπους (όπως εισηγούνταν η παιδαγωγική του Αντόν Μακαρένκο στις σοβιετικές κολεκτίβες του 1930), πώς να μην προκρίνουν μιαν ισοπεδωτική συλλογικότητα;
Ακουγα προχθές έναν υπερήφανο Κρητικό από τους ΑΝΕΛ να δηλώνει, με απερίγραπτη ελαφρότητα, ότι αφού οι άνθρωποι στο καφενείο του χωριού του τον έστειλαν στη Βουλή εμπιστευόμενοι την εντιμότητά του, οφείλει τώρα και αυτός να τους ρωτήσει εάν πρέπει να ψηφίσει συμβιβαστικά ή υπέρ μιας ρήξης, ώστε να τους έχει μαζί του και στη μία και στην άλλη περίπτωση! Παραδόξως, η αστεία υπεκφυγή μοιάζει πιο λογική από εκείνη διαπρεπούς βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο άκουσα να ζητάει τη βοήθεια του Θεού για να αποφανθεί στο ίδιο δίλημμα.
Είναι γνωστό πως όσοι διεκδικούν την εξουσία είναι οι καταλληλότεροι για να την κατακτήσουν και οι χειρότεροι για να την ασκήσουν. Θα πρόσθετα πως όσοι τη διεκδικούν μανιωδώς είναι οι πλέον ακατάλληλοι στην άσκησή της. Και η μανία των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ να αναλάβουν την εξουσία ήταν λυσσαλέα:
Υπάρχει στην Αριστερά μακρά παράδοση δυσανεξίας προς κάθε αντίθετη άποψη. Αφού ανέπτυξε τα ειδυλλιακά ιδεώδη της μέσα στον ρομαντισμό του 19ου αιώνα και μέσα σε αντιδραστικότατα καθεστώτα, έμεινε με την εντύπωση πως μόνο ανάλγητοι καπιταλιστές μπορεί να διαφωνούν μαζί της. Εδώ κι έναν αιώνα, όποιος αμφισβητεί την κομματική γραμμή είναι μενσεβίκος, τροτσκιστής, τιτοϊστής, πράκτορας ξένων δυνάμεων, κατάσκοπος, αργυρώνητο κάθαρμα και, συνεπώς, υπεύθυνος για τη μη άνθηση της ιδεώδους κοινωνίας. «Ή μαζί μας ή εναντίον μας», χώρος για δισταγμούς ή περίσκεψη δεν απομένει. Ο Στάλιν δεν αρκέστηκε μετά τον πόλεμο να έχει συμμαχικές κυβερνήσεις σε Πολωνία, Ουγγαρία, Αν. Γερμανία κ.λπ. Ηθελε κράτη-δορυφόρους με κυβερνήσεις μαριονετών. «Ο νέος άνθρωπος του σοσιαλισμού θα πρέπει να σκέπτεται σαν τον Λένιν, να δρα σαν τον Στάλιν και να εργάζεται σαν τον Σταχάνοφ», δήλωνε ο Βάλτερ Ούλμπριχτ, ο ηγέτης της Αν. Γερμανίας από το 1950 ώς το 1971.
Οι δίκες της Μόσχας ή οι ανάλογες δίκες στα ανατολικά κράτη, μεταξύ 1936-39 και 1949-50, δείχνουν καθαρά αυτή την αντίληψη. Οταν ο καπιταλιστικός κόσμος προσφέρει υψηλότερα επίπεδα ζωής κατά μέσο όρο απ’ ό,τι ο σοσιαλιστικός, όταν σε αυτόν τον τελευταίο παρουσιάζονται ελλείψεις φαρμάκων ή τροφίμων και κακές υποδομές, η ιδέα των λάθος επιλογών ή της ανικανότητας δεν περνά από το μυαλό των ηγετικών στελεχών. Για όλα φταίνε κάποιοι άλλοι. Εκεί συναντάται ο αριστερός με τον δεξιό ολοκληρωτισμό:
Το ερώτημα που πηγαίνουν να μας θέσουν, τώρα, είναι εάν ο λαός προτιμά να τον καταδυναστεύουν διάφορες καπιταλιστικές ολιγαρχίες, όπως πράγματι έκαναν τα προηγούμενα χρόνια, ή προτιμά μια Αριστερά που κάποτε θα φέρει τον παράδεισο. Εναν παράδεισο, όμως, μακριά από την Ευρώπη των ατομικών ελευθεριών, του ορθολογισμού και της ανάδειξης των ικανότερων με ισότητα ευκαιριών για όλους, και πιο κοντά στην υποτιθέμενη αλληλεγγύη μα και στον έλεγχο της ανατολίτικης κοινότητας. Το κυρίως ερώτημα, ωστόσο, είναι αυτό που έθετα στην αρχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου