"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΠΑΙΔΕΙΑ στην ΣΥΡΙΖΟΠΛΗΚΤΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΠΑΝΑΝΙΑ: Ο Θουκυδίδης και τα κολεόπτερα


Επιτάφιος που εκφώνησε ο Περικλής για τους νεκρούς του πρώτου χρόνου του Πελοποννησιακού Πολέμου είναι ένα από τα συγκλονιστικότερα «κεφάλαια» στην Ιστορία του Θουκυδίδη. Ως γνωστόν, είναι ένα εγκώμιο της Αθηναϊκής Πολιτείας, μια συμπυκνωμένη «θεωρία» της δημοκρατίας, η σημασία του οποίου δεν εξαντλείται στις όποιες πληροφορίες μάς μεταφέρει. Εχει ειδικό βάρος ο τρόπος με τον οποίο ο Περικλής εμπνέει αυτοπεποίθηση στους πολίτες που έχουν συγκεντρωθεί να θρηνήσουν τους νεκρούς τους, η πολιτική και πολιτισμική αισιοδοξία που αναδεικνύεται πίσω από κάθε φράση του κειμένου.
 

Αυτή η πολιτική και πολιτισμική αισιοδοξία μιας κοινωνίας που έχει πάρει τις τύχες της στα χέρια της, όπως λέει ο Καστοριάδης, επιτρέπει στα μέλη της να αντιμετωπίσουν την ιδέα του θανάτου τους, όπως η επαγγελία της Ανάστασης το επιτρέπει στους χριστιανούς. Δεν είμαι φιλόλογος, όμως η αισιοδοξία που εμπνέει ο Επιτάφιος δεν μπορεί να μην έχει κάποια σχέση με την εξόδιο ακολουθία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, παρηγορητική σε σχέση με το γεμάτο φλόγες, στάχτες και απειλές Requiem των καθολικών.
 

Γι’ αυτόν τον λόγο ο Επιτάφιος μπορεί να αναγνωσθεί ως επιτομή της κλασικής Αθήνας, και κατά συνέπεια ως προγραμματικό κείμενο ολόκληρου του δυτικού πολιτισμού. Είναι ένα απ’ αυτά τα έργα που αποδεικνύουν ότι η υπόθεση της κλασικής Ελλάδας δεν αφορά μόνο τους ειδικούς, φιλολόγους ή ιστορικούς, αλλά οποιονδήποτε καλλιεργημένο άνθρωπο. Η ανάγνωσή του και η μελέτη του είναι ένα από τα απαραίτητα συστατικά της παιδείας μας. Αν λείπει από τον ορίζοντα είναι σαν να μη γνωρίζεις την ύπαρξη του Παρθενώνα, έστω και από φωτογραφία.
 

«Και όνομα μεν διά το μη ες ολίγους αλλ’ ες πλείονας οικείν δημοκρατία κέκληται». Στα χρόνια της δικτατορίας, όταν ακόμη και η εκφορά της λέξης δημοκρατία μπορούσε να καταγραφεί ως πράξη ανυπακοής στο καθεστώς των συνταγματαρχών, ο Επιτάφιος του Περικλέους διδασκόταν στο Β΄ εξάμηνο της Γ΄ Λυκείου. Εθεωρείτο, μαζί με την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, θεμελιώδες κείμενο για τη γνώση της αρχαίας Ελλάδας, και κανείς δεν τόλμησε να το υποβάλει στη δοκιμασία της λογοκρισίας.

 
Ο,τι όμως δεν έκανε η δικτατορία το τόλμησαν οι δημοκρατικές μας κυβερνήσεις των τελευταίων ετών. Διά της πλαγίας οδού, εννοείται, στο όνομα ορισμένων από τις πολλές καταστροφικές μεταρρυθμίσεις του εκπαιδευτικού μας συστήματος: 


Από την επόμενη σχολική χρονιά ο Επιτάφιος του Θουκυδίδη αφαιρείται από τη διδακτέα ύλη της Γενικής Παιδείας και παραμένει μόνο στο πρόγραμμα των φιλολογικών μαθημάτων. 


Οι γιατροί, οι φυσικοί, οι μαθηματικοί, οι προγραμματιστές ηλεκτρονικών υπολογιστών, οι αρχιτέκτονες και οι μηχανικοί δεν χρειάζεται να χάνουν τον χρόνο τους με τις μπαγκατέλες του Θουκυδίδη και του Περικλή.

 
Είναι συνέπεια του έργου του μεγάλου οραματιστή Κωνσταντίνου Αρβανιτόπουλου, ο οποίος κατήργησε τα αρχαία από τη Γ΄ Λυκείου, αρχής γενομένης από το 2015-2016. Ο διάδοχός του, επίσης οραματιστής Αναστάσιος Κουράκης, συμπλήρωσε το έργο της καταστροφής αφαιρώντας μία ώρα διδασκαλίας ελληνικής λογοτεχνίας, την οποία υποκαθιστά με διδασκαλία Ιστορίας των Κοινωνικών Επιστημών, όπου και σκέπτονται να εντάξουν τον Επιτάφιο από μετάφραση. Αν τους μείνει χρόνος από τον Μπουρντιέ, τον Μπαντιού και τον Τσόμσκι.

 

Επειδή δε οι «κοινωνικές επιστήμες» της σήμερον δεν παύουν να υπενθυμίζουν πόσο αλαζονικός και υπερόπτης υπήρξε ο δυτικός πολιτισμός απέναντι στους πληθυσμούς της υποσαχαρίου Αφρικής, είναι μάλλον βέβαιο ότι οι μαθητές θα διαβάζουν τον Επιτάφιο με «κριτική ματιά».  


Το πρόβλημα δεν είναι μόνον ελληνικό. Το 2005, οι υπουργοί Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Ενωσης αφαίρεσαν από το προοίμιο του σχεδίου συντάγματος της Ευρώπης το «δημοκρατία κέκληται», που είχε παραθέσει ο συντάκτης του Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν. Εβρισκαν τη δημοκρατία του Περικλή σεξιστική, δουλοκτητική και ιδιαιτέρως επεκτατική για τα γούστα τους.

 
Το πρόβλημα δεν είναι πολιτικό. Το πρόβλημα είναι αμιγώς πολιτισμικό:  
Τα κλασικά γράμματα που κάποτε ανήκαν «στη συλλογική ευαισθησία του ευρωπαϊκού πολιτισμού», όπως έλεγε και η Γιουρσενάρ, τώρα έχουν γίνει αντικείμενο μελέτης των ειδικών, όπως οι βάτραχοι και τα κολεόπτερα.  


Αυτές τις ημέρες η διανοούμενη Γαλλία έχει ξεσηκωθεί επειδή η υπουργός Παιδείας Ναζά Βαλό Μπελκασέμ προτείνει να βγουν τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά από το πρόγραμμα του γυμνασίου.

 
Για την ελληνική εκπαίδευση υπάρχουν πρόσθετα επιβαρυντικά στοιχεία. Αρκεί κάποιος να ζυγίσει το μελάνι που χύθηκε στα διακόσια χρόνια ύπαρξης του σύγχρονου ελληνικού κράτους, τη ρητορεία που καταναλώθηκε για τη σχέση μας με τους αρχαίους και τη φαιά ουσία που σπαταλήθηκε. Και αρκεί να τα συγκρίνει όλ’ αυτά με την αδυναμία του εκπαιδευτικού συστήματος να επινοήσει έναν τρόπο σοβαρό και σύγχρονο για τη διδασκαλία των κλασικών γραμμάτων, για να καταλήξει πως εκεί αναγνωρίζεται μία από τις ένδοξες ήττες που όλες μαζί συνθέτουν το τοπίο της εθνικής μας πανωλεθρίας.
 

Ο μέσος Ελληνας πολίτης κόπτεται για τα «Ελγίνεια», φρικιά για το γεγονός ότι τα γλυπτά «του» κρυώνουν στο βροχερό Μπλούμπσμπερι, σε μια αίθουσα του Βρετανικού Μουσείου, όμως αδιαφορεί για τη διδασκαλία των ελληνικών. 


Με δύο λόγια αντιμετωπίζει τον Θουκυδίδη όπως το σκήνωμα της Αγίας Βαρβάρας. 


Ο Ντοντς, ο συγγραφέας του κλασικού έργου «The Greeks and the Irrational» (ανακριβής μετάφραση «Οι Ελληνες και το παράλογο», έτσι κυκλοφορεί στη γλώσσα μας), έλεγε πως ο ελληνικός πολιτισμός υπήρξε πολιτισμός της «αιδούς».
 
Αιδώς; Ποιος την έχασε για να τη βρούμε;

Δεν υπάρχουν σχόλια: