ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ
Από τον Tom Nichols/The Atlantic
Εν αρχή, ήταν η Βόμβα! Η ανθρωπότητα έμαθε πώς να διασπά άτομα, μέσω της πυρηνικής σχάσης και μετά το πώς να τιθασεύει αυτά τα άτομα ώστε να τα κάνει να εκραγούν. Και μετά, οι Ηνωμένες Πολιτείες έριξαν δύο βόμβες στην Ιαπωνία.
Οι βόμβες του 1945 αντιπροσώπευαν την έλευση μιας νέας εποχής, στην οποία τα πυρηνικά όπλα θα βρίσκονταν στο παρασκήνιο ακόμα και των πιο μικρών συγκρούσεων. Ωστόσο, έβαλαν επίσης τέλος σε μακροχρόνιες διαμάχες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν πολέμους. Όπως έγραψε ο Bernard Brodie μια δεκαετία μετά τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, η απόλυτη δύναμη των πυρηνικών όπλων σήμαινε «το τέλος της στρατηγικής όπως τη γνωρίζαμε», λόγω της αδυναμίας να ισοψηφήσουμε οποιονδήποτε πολιτικό στόχο με την καταστροφή που θα προκαλούσε ένας πυρηνικός πόλεμος.
Αυτή η νέα εποχή δημιούργησε επίσης ένα νέο ιερατείο πυρηνικών ειδικών, συμβούλων και στρατηγών, ανθρώπων που ασχολούνταν καθημερινά με το απόκρυφο και το αδιανόητο (Για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, ήμουν ένας από αυτούς). Αυτοί οι ειδικοί, που συμβούλευαν τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, οι οποίοι θα έπρεπε να λάβουν τρομακτικές αποφάσεις, χρησιμοποιούσαν διάφορους όρους και έννοιες, τις οποίες είχαμε ξεχάσει εδώ και καιρό.
Όταν τελείωσε ο Ψυχρός Πόλεμος, αποφασίσαμε συλλογικά να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε θέματα όπως η πυρηνική στρατηγική. Το ίδιο έκαναν και οι κυβερνήσεις. Όπως είχε πει το 2010 ο Michael Mullen, τότε πρόεδρος των Μικτών Επιτελείων, του σώματος των ανώτατων αξιωματικών του Υπουργείου Άμυνας των Ηνωμένων Πολιτειών που συμβουλεύει τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, τον Υπουργό Άμυνας, το Συμβούλιο Εσωτερικής Ασφάλειας και το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας: «Δεν έχουμε κανέναν στον στρατό μας που να ασχολείται με κάτι τέτοιο πια», γιατί πιστεύουμε ότι δεν θα αντιμετωπίσουμε πλέον ανάλογα διλήμματα με εκείνα του Ψυχρού Πολέμου. «Κάναμε λάθος», ανέφερε μετανιωμένος ο Mullen.
Σήμερα είμαστε και πάλι εδώ, προσπαθώντας να κάνουμε μία επανάληψη στους πυρηνικούς όρους και τις έννοιες, καθώς ο πόλεμος μαίνεται στην καρδιά της Ευρώπης. Και έτσι, με αυτό το άρθρο προσπάθησα να κάνω μια γρήγορη αναφορά σε μερικές βασικές έννοιες της πυρηνικής στρατηγικής.
Σημειώστε, ότι δεν προβλέπω τίποτα για το μέλλον. Πίστευα ότι όλα αυτά θα τα είχαμε ξεχάσει.
Τα κράτη συνήθως κατηγοριοποιούν τα πυρηνικά όπλα, ειδικά στις συμφωνίες ελέγχου των όπλων, με βάση τις αποστάσεις που διανύουν και τις προβλεπόμενες χρήσεις τους.
Τα στρατηγικά πυρηνικά όπλα προορίζονται για να διανύουν μεγάλες αποστάσεις -υπογράφοντας συνθήκη, κάποτε συμφωνήσαμε με τους Σοβιετικούς και τους Ρώσους ότι εδώ και καιρό σήμαινε περισσότερα από 5.500 χιλιόμετρα- και για να χτυπήσουν στόχους «στρατηγικής» σημασίας: εχθρικές πυρηνικές δυνάμεις, ηγεσίες, ακόμη και πόλεις και υποδομές.
Τα λεγόμενα «θεατρικά πυρηνικά όπλα» προορίζονται να χρησιμοποιηθούν σε ένα «θέατρο επιχειρήσεων», όπως η Ευρώπη ή η Ασία, ως μέσο επηρεασμού της έκβασης ενός πολέμου σε αυτήν την περιοχή. Οι στόχοι της συγκεκριμένης κατηγορίας μπορούν να περιλαμβάνουν στρατιωτικές υποδομές όπως αεροπορικές βάσεις, περιφερειακά κέντρα διοίκησης και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμη και πόλεις. Τα όπλα «θεατρικής» εμβέλειας θεωρήθηκαν τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από την ΕΣΣΔ ως άκρως αποσταθεροποιητικά επειδή θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη μοιραία γέφυρα μεταξύ μιας περιφερειακής πυρηνικής σύγκρουσης και ενός εκτεταμένου πυρηνικού πολέμου και απαγορεύτηκαν και από τα δύο μέρη το 1987. Να σημειώσουμε πάντως ότι η κυβέρνηση Trump αποχώρησε από αυτή τη συνθήκη-συμφωνία το 2019.
Τα τακτικά πυρηνικά όπλα ονομάζονται επίσης πυρηνικά όπλα «πεδίου μάχης». Είναι μικρότερης ισχύος -αλλά θυμηθείτε, ο όρος «μικρό» αφορά ένα… «μικρό πυρηνικό όπλο»- που προορίζεται να επηρεάσει την πορεία μιας συγκεκριμένης μάχης. Τέτοια όπλα (που ορίζονται από την πλέον ανενεργή συνθήκη INF ως εκείνα που δεν μπορούν να ταξιδέψουν περισσότερα από 500 χιλιόμετρα) μπορεί να στοχεύουν σε σχηματισμούς αρμάτων μάχης, για παράδειγμα, για να αμβλύνουν μια μαζική επίθεση.
Τα τελευταία 70 χρόνια, η πυρηνική στρατηγική περιστρέφεται γύρω από το κεντρικό ερώτημα του τι πραγματικά κάνουν τα πυρηνικά όπλα ως όργανα κρατικής εξουσίας και εάν εξυπηρετούν έναν σκοπό πέρα από την αποτροπή της χρήσης πυρηνικών όπλων από μόνα τους.
Για παράδειγμα, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να σταματήσουν πολέμους; Ή μήπως υπάρχουν απλά για να εμποδίσουν τους περιφερειακούς πολέμους να γίνουν καταστροφικοί παγκόσμιοι πυρηνικοί πόλεμοι;
Η πρώτη προσπάθεια τετραγωνισμού αυτού του πυρηνικού κύκλου έγινε στα μέσα της δεκαετίας του 1950, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετώπισαν την απογοητευτική πραγματικότητα ότι ένα αποφασιστικό πλεονέκτημα στα πυρηνικά όπλα δεν βοηθούσε πολύ στον αγώνα με τον σοβιετικό κομουνισμό. Το πυρηνικό μας πλεονέκτημα δεν είχε σταματήσει τον αποκλεισμό του Βερολίνου, τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, την πτώση της Κίνας, τον πόλεμο στην Κορέα ή άλλες θανάσιμες εμπειρίες για τις διεθνείς δημοκρατίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το 1954, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών John Foster Dulles σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει την απειλή της «μεγάλης ικανότητας της Αμερικής να ανταποδώσει, άμεσα, με μέσα και σε περιοχές της επιλογής μας», προκειμένου να αποτρέψει την κομουνιστική επιθετικότητα. Αντί δηλαδή να αντιμετωπίζαμε τους κομουνιστές σε κάθε θέατρο επιχειρήσεων στον κόσμο, θα «αντιδικούσαμε» χρησιμοποιώντας την απειλή του πυρηνικού μας οπλοστασίου για οποιαδήποτε κακή συμπεριφορά εκ μέρους των Σοβιετικών.
Αυτό, φυσικά, ήταν αδύνατο. Αν και δεσμευτήκαμε στη δική μας άμυνα και των συμμάχων μας, δεν επρόκειτο να απαντήσουμε σοβαρά σε οποιαδήποτε πρόκληση με την πυρηνική καταστροφή του Λένινγκραντ ή του Βλαδιβοστόκ.
Σε κανέναν δεν άρεσαν οι απειλές των μαζικών αντιποίνων. Ακόμη και ο Πρόεδρος Dwight Eisenhower πήρε αποστάσεις από τον Dulles μετά τη σφοδρή δημόσια κριτική. Τελικά, τα μαζικά αντίποινα δεν ήταν μια στρατηγική τόσο πολύ όσο ήταν ένα σημάδι απελπισίας: Έχουμε αυτά τα καταπληκτικά όπλα και όμως δεν κάνουν τίποτα.
Έτσι το πρόβλημα παρέμενε: Πώς θα μπορούσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες να υπερασπιστούν αξιόπιστα τους συμμάχους τους ενάντια στις σοβιετικές (και, στην Ασία, κινεζικές) δυνάμεις;
Η απάντηση ήταν η έννοια της εκτεταμένης αποτροπής. Οι Σοβιετικοί γνώριζαν ότι μία επίθεση με πυρηνικά όπλα θα σήμαινε απόλυτη καταστροφή. Υπό το καθεστώς της εκτεταμένης αποτροπής, οι Αμερικανοί θα αντιμετώπιζαν τους συμμάχους τους όπως θα έκαναν και με τους πολίτες τους και θα υπερασπιζόντουσαν το Παρίσι ή το Άμστερνταμ, όπως θα έκαναν με τη Νέα Υόρκη ή το Σικάγο.
Αλλά τι θα γινόταν αν οι Σοβιετικοί προχωρούσαν και εισέβαλλαν στην Ευρώπη αντί να εκτοξεύσουν πυρηνικά όπλα; Η απειλή ενός τρελού Αμερικανού να αρχίσει να ανατινάζει τις σοβιετικές πόλεις ως απάντηση —δηλαδή να εμπλακεί σε μαζικά αντίποινα— ήταν φρικιαστική και ανήθικη. Και από την άποψη της αποτροπής, ήταν ακόμη χειρότερη: Δεν ήταν αξιόπιστη.
Η απάντηση σε αυτό το δίλημμα τη δεκαετία του 1960 ήταν η πολιτική του ΝΑΤΟ -κάτι που εξακολουθεί να ισχύει- και η οποία ονομάζεται ευέλικτη απόκριση.
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, το ΝΑΤΟ έμεινε πίσω από εξοπλισμούς. Δεν θα μπορούσε να κερδίσει έναν μεγάλο συμβατικό πόλεμο στην Ευρώπη ενάντια στη Σοβιετική Ένωση.
Ωστόσο, οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ απειλούσαν με τον υψηλότερο κίνδυνο κλιμάκωσης. Έλεγαν δηλαδή στους Σοβιετικούς, εάν εισβάλετε, θα σας αποτρέψουμε όσο μπορούμε με οποιονδήποτε αριθμό συμβατικών επιλογών. Αλλά επιφυλασσόμαστε του δικαιώματος να κλιμακώσουμε τη σύγκρουση —ακόμη και να χρησιμοποιήσουμε πυρηνικά όπλα, αν είναι αυτό που απαιτείται προκειμένου να σώσουμε τους εαυτούς μας και τους συμμάχους μας.
Εάν το ΝΑΤΟ, για παράδειγμα, αντιμετώπιζε γιγάντιες φάλαγγες τεθωρακισμένων, διατηρούσε το δικαίωμα να χτυπήσει με τακτικά πυρηνικά όπλα. Εάν δηλαδή τα σοβιετικά στρατεύματα συγκεντρώνονταν στα μετόπισθεν, κοντά στην ίδια την ΕΣΣΔ, το ΝΑΤΟ διατηρούσε το δικαίωμα να χτυπήσει αυτές τις μονάδες, ακόμα κι αν κάτι τέτοιο σήμαινε ευρύτερο πόλεμο. Και αν οι Σοβιετικοί απειλούσαν με αντίποινα πηγαίνοντας σε στρατηγικό πυρηνικό πόλεμο, το ΝΑΤΟ έκανε σαφές ότι η συμμαχία ήταν έτοιμη να απαντήσει με τον ίδιο τρόπο.
Αυτή η στρατηγική δεν απαιτούσε τις ΗΠΑ ή το ΝΑΤΟ να διοικούνται από τρελούς. Ήταν, και παραμένει, μια ισχυρή απειλή προκειμένου να διαρκέσει ένας πιθανός πόλεμος για τόσο καιρό και με τέτοιο μοιραίο τίμημα ώστε η κατάσταση να γίνει ασταθής και επομένως πολύ πιο επικίνδυνη για τη Μόσχα, της οποίας οι «σύμμαχοι», κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, μισούσαν την ΕΣΣΔ και ολόκληρο το πολεμικό της σχέδιο για οποιαδήποτε σύγκρουση με την Ευρώπη.
Η ευέλικτη απάντηση ήταν, στην πραγματικότητα, μια προειδοποίηση ότι κανένας Σοβιετικός στρατιωτικός ηγέτης δεν μπορούσε να υποσχεθεί μια γρήγορη και μη πυρηνική νίκη στην Ευρώπη.
(Οι Ρώσοι, παρεμπιπτόντως, έχουν πλέον υιοθετήσει κάτι σαν τη δική τους «ευέλικτη απάντηση», επιφυλάσσοντας το δικαίωμα να χρησιμοποιούν πυρηνικά όπλα για «αποκλιμάκωση» καταστάσεων που τους απειλούν. Η διαφορά είναι ότι η πολιτική του ΝΑΤΟ ήταν πάντα να διατηρεί τις πυρηνικές επιλογές ως αυτοάμυνα ενώ η πολιτική της Ρωσίας είναι, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, λιγότερο σαφής.)
Η ευέλικτη απάντηση και η εκτεταμένη αποτροπή εξηγούν γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αρνηθεί να υποσχεθούν ότι δεν θα είναι ποτέ οι πρώτες που θα χρησιμοποιήσουν πυρηνικά όπλα. Μια στρατηγική που βασίζεται στην απειλή της κλιμάκωσης δεν μπορεί επίσης να κλείσει αυτήν την επιλογή.
Άλλα έθνη έχουν δώσει τέτοιες υποσχέσεις, αλλά να θυμάστε ότι παραμένουν υποσχέσεις. Κανένας μηχανισμός δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι τα έθνη θα τις τηρήσουν. Υπάρχουν καλά επιχειρήματα τόσο υπέρ όσο και κατά της δήλωσης μιας πολιτικής «μη πρώτης χρήσης». Αλλά να έχετε κατά νου ότι κανείς δεν μπορεί να επιβάλει μια τέτοια πολιτική.
Μέχρι το 1960 περίπου, οι υπερδυνάμεις βασίζονταν σε σχετικά μικρά πυρηνικά οπλοστάσια των οποίων τα όπλα θα έπρεπε να χρησιμοποιούνται από βομβαρδιστικά. Ένας πυρηνικός πόλεμος, σύμφωνα με τους ειδικούς στις ΗΠΑ και στη Σοβιετική Ένωση, θα ήταν καταστροφικός αλλά όχι μη αναστρέψιμος, ως προς την επιβίωση των ανθρώπων, και ίσως να υπήρχε ακόμη και «τελικός νικητής», με την έννοια ότι η μία πλευρά θα έπρεπε να συνθηκολογήσει αφού θα είχε υποστεί μεγάλη ζημιά.
Ωστόσο, η δεκαετία του 1960 μετέφερε τα πυρηνικά όπλα στην εποχή των πυραύλων και οι βόμβες που κάποτε θα παραδίδονταν φορτώνοντάς τις σε αεροσκάφη για ώρες επικίνδυνης πτήσης πάνω από εχθρικό έδαφος -σκεφτείτε το πλήρωμα B-52- θα έφταναν τώρα στους στόχους τους σε λίγα μόλις λεπτά. Τα βομβαρδιστικά, τα υποβρύχια και οι διηπειρωτικοί βαλλιστικοί πύραυλοι (ICBM) θα σχημάτιζαν μια τριάδα που θα μπορούσε να επιβιώσει από ένα πρώτο χτύπημα από τον εχθρό και στη συνέχεια να αντεπιτεθεί. Αυτό ονομάζεται πλέον «ασφαλής ικανότητα δεύτερου χτυπήματος».
Αυτές οι τεχνολογικές εξελίξεις συνδυάστηκαν με τεράστια αποθέματα πυρηνικών κεφαλών και σύντομα ακόμη και το πιο πολεμοχαρές γεράκι μπορούσε να κάνει τα μαθηματικά: Μία πλήρης πυρηνική ανταλλαγή σήμαινε την πλήρη καταστροφή και των δύο πλευρών (και του μεγαλύτερου μέρους του κόσμου). Ακόμη και τα πιο πανούργα πολεμικά σχέδια θα είχαν ως άμεσο αποτέλεσμα εκατομμύρια νεκρούς και δισεκατομμύρια άλλους να πεθαίνουν αργότερα από ραδιενέργεια ή λιμό. Δεν θα υπήρχε «τελικός νικητής» σε έναν τέτοιο πόλεμο. Η εξάλειψη του εχθρού και της δικής μας ζωής θα ήταν αναπόφευκτη: Αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή, ή MAD.
Αυτή η ολέθρια πραγματικότητα οδήγησε τους Αμερικανούς, στα τέλη της δεκαετίας του 1960, να προτείνουν το πλάνο MAD στους Σοβιετικούς ως πολιτική. Ας αναγνωρίσουμε, είπαμε στο Κρεμλίνο, ότι εδώ δεν θα υπάρξει νίκη. Αυτό σημαίνει ότι εμείς και εσείς, δεν θα προσπαθήσουμε να αναπτύξουμε άμυνες, μια θέση που κατείχαν οι Αμερικανοί έως ότου ο Πρόεδρος Ronald Reagan ξεκίνησε ένα στρατηγικό αμυντικό πρόγραμμα το 1983.
Επίσης, τους είπαμε ότι δεν θα κάνουμε προκλητικές επενδύσεις στην άμυνα. Θα συνεχίσουμε να έχουμε μεταξύ μας συγκρούσεις έχοντας όμως καθήκον να κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να αποφύγουμε έναν παγκόσμιο πυρηνικό πόλεμο.
Οι Σοβιετικοί, στην αρχή, δεν ήθελαν να συμμετέχουν σε αυτό το σύμφωνο αυτοκτονίας. Πίστευαν στα αμυντικά τείχη και ισχυρίστηκαν ότι ακόμη και μετά από έναν πυρηνικό πόλεμο, η ανώτερη φύση της σοβιετικής κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης –ναι πραγματικά, το είπαν αυτό– θα τους επέτρεπε να ανακάμψουν πρώτοι. Όπως χαρακτηριστικά είχαν πει, θα είναι οι επικεφαλής στην τελική ταφή του καπιταλισμού.
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, οι σοβιετικοί ηγέτες γνώριζαν ότι ένας ολοκληρωτικός πυρηνικός πόλεμος δεν θα είχε νικητή (Πράγματι, ένας από τους λόγους που απομακρύνθηκαν από τους Κινέζους συντρόφους τους, τη δεκαετία του 1960, ήταν επειδή οι Κινέζοι νόμιζαν ότι οι Σοβιετικοί ήταν πολύ υποχωρητικοί ως προς τον πυρηνικό πόλεμο). Χρησιμοποιούσαν ένα γενναίο προσωπείο, αλλά δεν ήταν πρόθυμοι για μια πυρηνική αναμέτρηση με εμάς.
Όταν ο Πρόεδρος Richard Nixon διαπραγματεύτηκε τις πρώτες μεγάλες συμφωνίες εξοπλισμών των ΗΠΑ, το 1972, το Κρεμλίνο γνώριζε ότι το MAD ήταν γεγονός, είτε τους άρεσε είτε όχι. Και το 1985, ο Reagan και ο Σοβιετικός ηγέτης Mikhail Gorbachev δήλωσαν από κοινού: «Ένας πυρηνικός πόλεμος δεν μπορεί να κερδηθεί και δεν πρέπει ποτέ να διεξαχθεί».
Ένα από τα πιο επικίνδυνα και αποσταθεροποιητικά θέματα σχετικά με τα πυρηνικά όπλα είναι ότι...
παραμένουν εγγενώς επιθετικά. Δηλαδή, πρέπει να βγουν από τα σιλό τους ή από τον διάδρομο προτού μία περιοχή δεχθεί συγκεκριμένο χτύπημα.
Αυτός ο φόβος μιας πυρηνικής ενέδρας είναι ο λόγος για τον οποίο ορισμένα όπλα μέχρι σήμερα διατηρούνται σε εγρήγορση και έτοιμα να εκτοξευτούν με ελάχιστο χρόνο προειδοποίησης, μια κατάσταση από την οποία πυρηνικοί πύραυλοι και βομβαρδιστικά μπορούν να ξεφύγουν της καταστροφής κατευθυνόμενοι στους στόχους τους, τη στιγμή που ανιχνεύεται η εχθρική εκτόξευση (Τα υποβρύχια με πυρηνικούς πυραύλους έχουν την πολυτέλεια να περιμένουν, καθώς κρύβονται στα βάθη του ωκεανού και ελπίζουν να μην έχουν εντοπιστεί από τα εχθρικά πλοία που θα τα κυνηγήσουν).
Το πρόβλημα είναι ότι η πολιτική εκκίνησης πυρηνικής επίθεσης χωρίς -σχεδόν- προειδοποίηση δεν αφήνει σχεδόν καθόλου χρόνο για τη σωστή λήψη αποφάσεων. Τα στρατηγικά όπλα από τη Ρωσία ή την Κίνα θα προσγειωθούν σε στόχους των ΗΠΑ σε λιγότερο από μισή ώρα. Οι πύραυλοι που θα εκτοξεύονταν από υποβρύχια στα ανοικτά των αμερικανικών ακτών θα έφταναν εδώ ακόμη νωρίτερα. Ο Αμερικανός πρόεδρος θα πρέπει να λάβει την απόφαση προκειμένου να ανταποκριθεί σε λιγότερα από 10 λεπτά.
Οι πιθανότητες ενός λάθους είναι μεγάλες και οι συνέπειες ανυπολόγιστες. Τόσο οι Σοβιετικοί όσο και οι Αμερικανοί κατά τη διάρκεια των ετών βρέθηκαν αντιμέτωποι με δεκάδες ψευδείς συναγερμούς.
Σε μια περίπτωση το 1983, ο πόλεμος αποφεύχθηκε όταν ένας σοβιετικός αξιωματικός αεράμυνας αρνήθηκε να πιστέψει σε μια προειδοποίηση επίθεσης (ήταν πράγματι λάθος).
Σε μια άλλη περίπτωση, το 1979, ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Zbigniew Brzezinski ξύπνησε από το κρεβάτι στη μέση της νύχτας και του είπαν ότι ερχόταν ένα τεράστιο σοβιετικό χτύπημα. Ήταν έτοιμος να ξυπνήσει τον Πρόεδρο Jimmy Carter όταν οι αξιωματούχοι της NORAD συνειδητοποίησαν ότι κοιτούσαν μια κασέτα εκπαίδευσης αντί για το σκηνικό ενός πραγματικού πολέμου.
Ωστόσο, η εναλλακτική της εκτόξευσης με μηδαμινή προειδοποίηση δεν είναι ελκυστική: Περιλαμβάνει την αναμονή για την προσγείωση των πυρηνικών όπλων σε αμερικανικούς στόχους ως τελική επιβεβαίωση μιας πραγματικής επίθεσης. Θα έπρεπε δηλαδή να ξεπεράσουμε την καταιγίδα ενός πρώτου χτυπήματος, θα έπρεπε έπειτα να κάνουμε αξιολόγηση και μετά θα κάναμε επίθεση. Κανείς δεν θα θελήσει να πάρει την πρώτη πυρηνική γροθιά, και έτσι αυτό δεν έφτασε ποτέ πολύ μακριά ως πρόταση.
Δυστυχώς, όλα τα παλιά είναι καινούργια. Όσο άγχος και αν προκαλούν όλοι αυτοί οι όροι, είναι ακόμα πιο ανησυχητικοί όταν το νόημά τους δεν είναι ξεκάθαρο.
Αν και η εμμονή με την πυρηνική σύγκρουση είναι άσκοπη, οι Αμερικανοί θα πρέπει να είναι σε θέση να κατανοήσουν αυτές τις ιδέες και εκφράσεις όταν εμφανίζονται στον δημόσιο λόγο μας, όπως δυστυχώς συμβαίνει ξανά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου