Από τον Παναγιώτη Λιάκο
μια καρεκλίτσα ράκος·
εντελώς σμπαραλιασμένη,
χάλια, σουρομαδημένη.
Δίπλα να του εξηγούνε
τι ωραία όλα που ‘ναι…
Μουσείο, ωραίο, σύγχρονο
με μίσθωμα πολύχρονο
και διαρκείς εκθέσεις,
με έργα να με χ#σεις!
«Δεν βαριέσαι», λέει πάλι,
«αφού τα πληρώνουν άλλοι!»
Ευήθειας πειστήρια
είν’ τα εκατομμύρια
που δίνουμε στην Τέχνη
που λέγεται μοντέρνα
και μοιάζει με λατέρνα,
ξεκούρδιστη κιθάρα
του κάλλους η κατάρα.
Συμβουλάτορας λιγούρα,
εξουσίας αγιαστούρα,
εκθειάζει τη σαβούρα.
Χρυσωμένη παλιατζούρα
Γράμματα δεν πολυξέρει
μα τα έχει καταφέρει.
Κι άλλος ένας πιο δαήμων,
μηδενός δεινός ειδήμων,
έχει πείσει τους αχρήστους
πως ανήκει στους αρίστους,
είναι στην πρωτοπορία
μα τον δέρνει η μωρία.
Κι όποιος ατυχής βρεθεί
και εκεί παγιδευθεί
στου μουσείου τα λημέρια
εις το δήθεν χασομέρια
πικρά το μετανιώνει
που πήγε ντε και σώνει.
Σε φυγή δεν τρέπεται.
Να μιλήσει, ντρέπεται,
να πει «δεν μου αρέσει»
κάποιος θα του την πέσει
μπορεί να ‘ναι και κάποια…
Μια κάποια μια ποια κάμπια…
«Τάδε, δείνα και στρουκτούρα»
Λέξεις χύμα, για φιγούρα,
αραδιάζουν τα λαμόγια,
που ’ναι κολλητοί με σόγια.
Φάμπρικα η λοβιτούρα,
που...
Πλήρωνε φτωχέ τους φόρους
τους ομφάλιους τους λώρους
που συνδέουν τους μουσάτους
με τα χρήματα του κράτους.
Τζούφιοι διανοούμενοι,
της παρακμής ηγούμενοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου