Του ΝΙΚΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΡΑ
Πόσο διαφέρουν τα μέλη ακροδεξιών οργανώσεων τα οποία, οπλισμένα με αυτόματα και πλακάτ που διακηρύττουν «Ελευθερία ή Θάνατος», καταλαμβάνουν δημόσια κτίρια στις ΗΠΑ, απαιτώντας τέλος στην καραντίνα, από τις αγέλες «αντιφασιστών» Ελλήνων που συγκεντρώνονται σε δημόσιους χώρους για να προβάλλουν την αντίστασή τους στην παραβίαση του δικαιώματος στην αυθαιρεσία;
Το ερώτημα θα εξόργιζε και τις δύο πλευρές, μιας και τα μέλη της καθεμιάς χρίζουν εαυτούς μαχητές της ελευθερίας και θεωρούν αλλήλους θανάσιμους εχθρούς. Εκτός από το μίσος που τους ενώνει, όμως, υπάρχει και κάτι ακόμη: πιστεύουν ότι είναι ανώτεροι των άλλων μελών της κοινωνίας. Η πανδημία ανακινεί όλες τις συμβάσεις της καθημερινότητας, μας αναγκάζει να δούμε τα βασικά συστατικά του εαυτού μας και της κοινωνίας. Μεταξύ αυτών είναι και η «αφύπνιση» ακραίων ομάδων.
Οι «οργισμένοι νέοι» που επιτίθενται με πέτρες και μπουκάλια στην αστυνομία όταν επιχειρεί να επιβάλει την τάξη σε πλατείες, ή που καταστρέφουν ιδιωτική περιουσία, είναι κλασικό κομμάτι του ρεπερτορίου της μεταδικτατορικής αντίστασης, η οποία εξελίχθηκε σε ρουτίνα. Η διαρκής καχυποψία εναντίον του κράτους και η απαξίωση προς τις ανησυχίες των περισσότερων πολιτών είναι στοιχεία της νοοτροπίας αυτών που έμαθαν να θεωρούν την αλαζονεία και την ατιμωρησία επανάσταση και αλληλεγγύη. Ετσι, γι’ αυτούς, τα μέτρα εναντίον της πανδημίας απαιτούν δυναμική απάντηση επειδή: πρώτον, επιβλήθηκαν από κυβέρνηση και δη «δεξιά»· δεύτερον, ο συλλογικός φόβος απαιτεί εκδήλωση διαφορετικότητας, να φανεί ότι οι μυστικιστές της αναρχίας δεν πτοούνται απ’ αυτά που φοβίζουν την μπουρζουαζία· τρίτον, είναι υποχρέωση να μην εγκαταλειφθεί ο αγώνας, να μην επιτραπεί σε καμία εξουσία, σε καμία κοινωνική ανάγκη, να περιορίσει την έκφραση της οργής που τρέφει ένα κίνημα με βαθιές ρίζες και ουδεμία αυτογνωσία. Οσο παράταιρη και αν φαίνεται στους υπόλοιπους η επίδειξη επαναστατικής ετοιμότητας εν μέσω πανδημίας, οι συνθήκες απαιτούν αυτή τη δήλωση παρουσίας. Γι’ αυτό και υπάρχει ενθουσιαστική στήριξη και από «επαναστάτες» που είναι βολεμένοι μέσα στο «σύστημα».
Για «αντιεξουσιαστές», η πανδημία, απαιτεί απείθεια ακριβώς επειδή προκαλεί τον φόβο των πολλών. Ετσι δίνει στους μύστες την ευκαιρία να δείξουν ότι δεν φοβούνται, να εντυπωσιάσουν εαυτούς και νέους οπαδούς με τη γενναιότητά τους, να αναδείξουν τον φόβο των άλλων. Αντιστέκονται στο κράτος, στην κοινωνία αλλά και στην ίδια τη φύση – «Δεν θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη».
Η βαθύτατη ανασφάλεια που προκαλούν οι επιδημίες και πανδημίες πάντα προσέφεραν ευκαιρίες για κάποιους να τάζουν λύτρωση διά της πίστης και της επανάστασης. Ο άνθρωπος δεν θα ήταν άνθρωπος εάν δεν έψαχνε διεξόδους για όσα τον φοβίζουν. Η συνωμοσιολογία είναι μέρος αυτής της αναζήτησης: όταν εντάσσουμε τον κίνδυνο στα σκοτεινά σχέδια κάποιων, προσπαθούμε να πείσουμε εαυτούς και ότι η απειλή δεν είναι τόσο μεγάλη, επειδή δεν πιστεύουμε αυτούς που μας ενημερώνουν, και ότι ελέγχουμε την κατάσταση, μιας και έχουμε αποκαλύψει τα σκοτεινά σχέδια που αναπτύσσονται εις βάρος μας.
Η απόρριψη της αυθεντίας των ειδικών, η καχυποψία εναντίον της κυβέρνησης, η χλεύη προς τις ανησυχίες του μεγάλου μέρους της κοινωνίας, η αθεράπευτη συνωμοσιολογία και ο έντονος ναρκισσισμός (με την επίδειξη όπλων και τη χρήση βίας), είναι κοινά συστατικά ομάδων στα άκρα του φάσματος της πολιτικής. Μπορεί να βρίσκονται στις ΗΠΑ ή στην Ελλάδα, να διαφέρουν ως προς τα παραμύθια που πιστεύουν, την παράδοση που υπηρετούν, τις μορφές ηγεσίας και της οργάνωσής τους, αλλά ακραίες ομάδες έχουν την τάση να προσελκύουν ανθρώπους που πιστεύουν ότι μέσω της οργάνωσης αποκτούν δύναμη πάνω από την υπόλοιπη κοινωνία. Ετσι, όσο πιο επικίνδυνη η κατάσταση τόσο πιο δικαιωμένοι αισθάνονται.
Ο κίνδυνος που παρουσιάζουν τέτοιες ομάδες είναι υπαρκτός, κυρίως σήμερα που οι πράξεις τους μπορούν να συμβάλουν στην εξάπλωση μιας ασθένειας που παραμένει ανεξέλεγκτη και φονική. Οι ίδιες δεν διαθέτουν την ίδια «μεταδοτικότητα» με τον ιό, καθώς ο σκληρός πυρήνας δυσκολεύεται να κρατήσει τους «περαστικούς» (όπως διαπιστώσαμε με τη Χρυσή Αυγή). Εκτός από στιγμές όπως τις σημερινές, όταν κάποιοι στο κέντρο της πολιτικής σκηνής επιχειρούν να ενθαρρύνουν τέτοιες ομάδες, να επενδύσουν στην περαιτέρω ταραχή για δικά τους πολιτικά οφέλη. Ο ενθουσιασμός του Ντόναλντ Τραμπ για τις ένοπλες διαμαρτυρίες εναντίον της καραντίνας, με δηλώσεις όπως «Ελευθερία για το Μίσιγκαν!», εξηγείται από την προσπάθειά του να δυσκολεύει τη ζωή κυβερνητών που στηρίζονται από τους Δημοκρατικούς και να καλλιεργεί διχασμό.
Στην Ελλάδα, όμως...
όταν στελέχη κομμάτων σπεύδουν να ενθαρρύνουν την αντικοινωνική εγωπάθεια κάποιων που δρουν εις βάρος μιας τραυματισμένης κοινωνίας, σε ποια πολιτικά κέρδη μπορούν να ελπίζουν;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου