HERAULT DE SECHELLES
Θεωρία της φιλοδοξίας (1788)
ΑΛΕΞΗΣ ΤΣΙΠΡΑΣ (2015)
Φτωχοί και κατατρεγμένοι (εξιδανικευμένοι στα βιβλία του Ανδρέα Φραγκιά, σπαραξικάρδιοι σ’ εκείνα του Λουντέμη ή ηρωικοί στα του Θέμου Κορνάρου) παρακινούσαν σε συμπάθεια οτιδήποτε αριστερού – από τη μουσική του Θεοδωράκη ώς το παράνομο ΚΚΕ. Η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη εκτόξευσε στα ύψη τη συμπάθεια. Φιλειρηνισμός και ανιδιοτέλεια έγιναν αποκλειστικότητα των αριστερών.
Μεταξύ 1963-67, στα χρόνια της Ενωσης Κέντρου, κάτι σαν αυτό έμοιασε να αναθρώσκει. Παρά τα Ιουλιανά και τις αποστασίες, ήταν οι τρυφεροί ανταγωνισμοί μεταξύ θεοδωρακικής «Ομορφης Πόλης» και χατζιδακικής «Συνοικίας το Ονειρο» στα θερινά θέατρα της λεωφόρου Αλεξάνδρας, ήταν ο επανερχόμενος κοσμοπολιτισμός στη Θεσσαλονίκη, με το κινηματογραφικό φεστιβάλ της, και οι αθρόες μεταφράσεις λαμπρών λογοτεχνών ή φιλοσόφων. Ωσπου η χούντα μάς έστειλε σε ό,τι πιο αριστερό κυκλοφορούσε από τον 19ο αιώνα. Παρά τον φόβο του χαφιέ και την αδράνεια του μεγάλου πλήθους, τα φοιτητικά αμφιθέατρα της ημεδαπής ή της αλλοδαπής γέμισαν τροτσκιστές, τσεγκεβαριστές και σταλινικούς ή μαοϊκούς λάτρεις του Ενβέρ Χότζα. Ιλιγγιώδης βλακεία κατέκλυσε εικοσάχρονους και τριαντάρηδες.
Τη δεκαετία του ’80, όποια αριστεροσύνη δεν απολιθώθηκε στο ΚΚΕ ή δεν διαβρώθηκε από τη φαυλότητα, έμεινε να διεκδικεί εκείνο που πάντα έλειπε: μια αξιοκρατική και ελεγχόμενη από την εκάστοτε αντιπολίτευση δημοκρατική εξουσία. Οχι ρουσφέτια, μπαχτσίσια και βαθιά ντέρτια τού «πάντα προδομένου λαού», σε μια κοινωνία που αποφάσιζε να ανήκει στη Δύση. Η διεκδίκηση έμοιαζε «αριστερή» σε όσους είχαν σιχαθεί τον αυταρχισμό και τη διαφθορά.
Κατ’ ουσίαν, ήμασταν φιλελεύθεροι και νομίζαμε πως είμαστε αριστεροί, καθώς ήταν ο Συνασπισμός της Αριστεράς που κατήγγελλε τη διαφθορά του περιβάλλοντος Ανδρέα Παπανδρέου, αμφισβητούσε τη δεσποτική ορθοδοξία του Χριστόδουλου και στηλίτευε τα ξενοφοβικά χωρατά του νομάρχη Θεσσαλονίκης.
Το αίτημα «να μην αφήσουμε αυτούς που έφυγαν από την πόρτα να μπουν από το παράθυρο» είναι χαρακτηριστικό. Κόμματα του 5% ή του 25% θεωρούνται εκδιωγμένα «από την πόρτα» κι αδιανόητο να επανέλθουν, ενώ το 36% του ΣΥΡΙΖΑ συγκροτεί την πάνδημο ομοψυχία. Ομοίως, το επιχείρημα «αφού αναγκάστηκε η κυβέρνηση να αλλάξει πρόγραμμα, τι πιο λογικό από το να απευθυνθεί στον λαό» ακυρώνει το νόημα των ανά τετραετία εκλογών. Οποτε μια κυβέρνηση παραβιάζει το πρόγραμμά της θα γίνονται εκλογές (έστω ανά τρίμηνο) κι αν το πρόγραμμα τηρείται, οι εκλογές θα περιμένουν (π.χ. 70 χρόνια).
Πίσω από όλα αυτά, ενδημεί η δυσανεξία του διαφορετικού. Το ιδεώδες μιας κοινωνίας συνεχών, μαζικών αγώνων, με μόνους λιποτάκτες τούς υποστηρικτές του «παλιού». «Το παλιό πέθανε», δηλώνει κάθε Συριζαίος με ύφος που εννοεί: κι αν δεν πέθανε, το αποτελειώνουμε.
Το «δεν θέλησα να παίξω την τύχη της χώρας στα ζάρια» του κ. Τσίπρα, με τη λεβέντικη διευκρίνιση «αν ήταν η δική μου τύχη, θα το τολμούσα», κορυφώνει την αναισχυντία:
Αν ξαναγίνει πρωθυπουργός, συντριβόμαστε από τις αντιφάσεις του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου