"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΠΑΝΑΝΙΑ: Sushi time...


Με τη γυναίκα που θα σας περιγράψω πραγματικά τα χρειάστηκα, με μια κάμερα γίνεται ακόμη πιο σκληρό, σύνθετο και είναι πολύ πιο δύσκολο. Ευτυχώς που τα οφθαλμοσκόπια είναι ασπρόμαυρα!



Αν και συνηθίσαμε στη καταστροφή και τη κατάντια, τόσο που να πονούν περισσότερο οι συλλαβές, οι χοντροκομμένες λέξεις, παρά οι λεκέδες από καημό, που γράφονται στα ρούχα και τα πρόσωπα των γειτόνων. Έτσι το πληκτρολόγιο μοιάζει να φορά μια χοντρή κουκούλα σε όλους εκείνους που τρομάζουν στη πιθανότητα να χάσουν μια σπιθαμή αξιοπρέπειας.


Λοιπόν σαν παραμύθι δίχως δράκους, κάπου στο Πέραμα, που δεν έχει πέρασμα, όπως τραγουδά κι ο Βαγγέλης Κορακάκης, ένας από τους τελευταίους αληθινούς ρεμπέτες.


Μάνα με μια σύνταξη, θρέφει γέρους γονείς και πεθερικά, αρσενικά παιδιά, νύφες και ένα τσούρμο εγγόνια. Κάπου ξεπέφτει κι άλλη μια συνταξούλα, ετούτη αναπηρική, που δε φτάνει ούτε για τα φάρμακα, αλλά γίνεται καπνός, καλύτερα να σβήνεις γόπες από λαθραία τσιγάρα, που κάνουν πιο γλυκόπιοτα όλα τα φαρμάκια.


Ξέρω, τα έχετε ξανακούσει, τι λέω, κάθε μέρα προσπαθούν να μας αγγίξουν απλωμένα χέρια, δαχτύλια που ψαχουλεύουν  την ενσυναίσθηση και τη φιλεσπλαχνία, των από συνήθεια βιαστικών περαστικών.


Όχι, δεν στάθηκα στη φαμίλια που πνίγεται στα χρέη, ούτε στους άνεργους τσαλακωμένους γιους , που αναζητούν μαύρα μεροκάματα στη ψόφια ζώνη του Περάματος, ενώ αποφεύγουν το χασομέρι με τα παιδιά τους, μη τυχόν και τους ζητήσουν κανένα πεντάευρω.


Λίγο κόλλησα στον σύζυγο, που φορά μια παλιά ξεχυλωμένη ριγωτή πυτζάμα, ενώ παλεύει τον καρκίνο και μέσα στη πίκρα και τη αβάσταχτη ταλαιπώρια, έβγαζε  ένα σουρεαλιστικό χιούμορ πιο σπάνιο κι από τον Μπουνιουέλ στα καλύτερα του. Φώναξε τις δυο ηλικιωμένες να πάρουν θέση στο φακό, ήταν πια η ώρα τους, για να γίνουν διάσημες!


Συγκλονίστηκα με την ιστορία τους, όμως πιο μεγάλη εντύπωση άφησε ένας πρόθυμος γραμματιζούμενος περαστικός, που είχε όρεξη για εξηγήσεις. Σώνει και καλά ήθελε να μας πείσει, αφού «όλοι μαζί τα φάγαμε» και τώρα «έφτασε η τελευταία ώρα», θα πρέπει να κάνουμε κουράγιο!


Δεν δώσαμε απολύτως καμμία σημασία, προχωρήσαμε, και πάλι μας διέκοψε ένας μακροχρόνια καταθλιπτικός άνεργος. Το τοπικό γραφείο της πρόνοιας χάριζε από μια τσαντούλα ακτινίδια, είδε τη κάμερα και ήθελε να πει το πόνο του. Μήπως οι «αρμόδιοι» είχαν πρόθεση να βοηθήσουν στη καταπολέμηση της δυσκοιλιότητας;


Η άγνωστη γυναίκα της ιστορίας μας είχε κουράγια, δεν έκλαψε πάνω σε γιρλάντες αποκριάτικης μνήμης, μονάχα ψέλισε πως δυο-τρεις φορές είχε δοκιμάσει να τερματίσει τη ζωή της!  Δεν τα κατάφερε, μετά το καλοσκέφτηκε, αν «σηκωθεί και φύγει», θα πάψει και το μηνιάτικο, και τότε σίγουρα θα πεινάσουν εκείνοι που θα ξομείνουν.


Φτιάχνει ψεύτικα λουλούδια, μαζεύει ρούχα για τους άπορους και προσπαθεί να βοηθήσει εκείνους που βλέπει σε χειρότερη μοίρα.


Η ανισότητα και οι διαφορές που μπορείς να συναντήσεις δεν περιγράφονται, δεν φτάνει ένα ευρώ, μα ούτε ένας μισθός σώζει τη κατάσταση, η αλληλεγγύη μοιάζει λίγο με τη πείνα, ή τη νιώθεις να γουργουρίζει και να σε ξεσηκώνει ή δεν παίρνεις χαμπάρι, ακόμη και κανόνια να βαράνε δίπλα σου βολές.


Λούμπεν, είναι η παλιοπατσαβούρα, το κουρέλι, έτσι τυφλοί, σκέτες στημένες λεμονόκουπες, λέτε να είμαστε καλύτερα;

Δεν υπάρχουν σχόλια: